10/4/22

60 χρόνια από τον Πόλεμο της Αλγερίας: οι ιστορικοί απέναντι στην Ιστορία

Του Γιώργου Νούση*

Η Γαλλία κλείνει φέτος 60 χρόνια από το τέλος του Πολέμου της Αλγερίας. Πρόκειται για ένα τραύμα το οποίο παραμένει ανοιχτό για την πολυπολιτισμική της κοινωνία. H μνήμη του δεν αφορά μόνο τις γενιές που πολέμησαν, αλλά κι εκείνες που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια ή μετά τον οκταετή πόλεμο και μεγάλωσαν στα απόνερά του. Βίωσαν τις μεγάλες σιωπές, τις μεγάλες ντροπές και τις μεγάλες τραγωδίες ενός παρελθόντος που δεν λέει ποτέ να παρέλθει (un passé qui ne passe pas), σύμφωνα με μια ρήση του Henry Rousso για το «σύνδρομο του Βισύ».
Πριν λίγο καιρό, παρακολούθησα ένα συνέδριο ιστορίας -στο οποίο θα αναφερθώ στη συνέχεια- με θέμα τους διανοούμενους, τις θέσεις και τις αντιθέσεις τους αναφορικά με τον Πόλεμο της Αλγερίας. Το διήμερο συνδιοργάνωναν το Ινστιτούτο Αραβικού Κόσμου και η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας, έπειτα από πρωτοβουλία του γνωστού ιστορικού Benjamin Stora. Ο εν λόγω ιστορικός, ειδικός στο αλγερινό ζήτημα με τεράστια συγγραφική παραγωγή, αδιαμφισβήτητη συμβολή στην ανάδειξη της μνήμης του πολέμου και συνεχή δημόσια παρουσία, βρίσκεται για μία ακόμη φορά στο επίκεντρο του δημόσιου ενδιαφέροντος και μαζί του η επιστήμη της Ιστορίας.
Τον Ιούλιο του 2020 ο πρόεδρος Emmanuel Macron προσκάλεσε τον Benjamin Stora να συντάξει μια έκθεση στην οποία θα περιέγραφε και θα πρότεινε ενέργειες οι οποίες θα στόχευαν σε μια συμφιλίωση Αλγερίας - Γαλλίας με άξονα το αποικιακό παρελθόν και τη μνήμη του πολέμου. Έναν χρόνο μετά, τον Ιανουάριο του 2021, η έκθεση δόθηκε στη δημοσιότητα και ταυτόχρονα εκδόθηκε με τίτλο: France - Algérie, les passions douloureuses («Γαλλία - Αλγερία, επώδυνα πάθη»). Όπως ήταν αναμενόμενο, όταν έχουμε να κάνουμε με ένα τραυματικό παρελθόν και μια, ουσιαστικά, «θρυμματισμένη» συλλογική μνήμη, η οποία αγγίζει με πολλαπλούς τρόπους διαφορετικά κοινωνικά στρώματα και ομάδες, η έκθεση προκάλεσε το ενδιαφέρον τόσο των ιστορικών όσο και της κοινωνίας.
Αμέσως ξεκίνησε ένας ζωντανός δημόσιος διάλογος, με παρεμβάσεις, άρθρα, τοποθετήσεις, ζωηρές συζητήσεις και διαφωνίες με επίκεντρο την Ιστορία και τη μνήμη, τροφοδοτώντας νέες δράσεις, διοργανώσεις συνεδρίων, ομιλίες, νέες εκδόσεις, αφιερώματα στον Τύπο, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και φυσικά δηλώσεις των πολιτικών (ενόψει και της εκλογικής αναμέτρησης για την προεδρία της χώρας).
Στο λίγο διάστημα που βρίσκομαι εδώ, ανακαλύπτω με ενδιαφέρον ότι η Ιστορία και συγκεκριμένα η ιστορία της αποικιοκρατίας βρίσκεται για πολλοστή φορά στο επίκεντρο των συζητήσεων. Φυσικά η πόλωση, όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, η πύκνωση του πολιτικού λόγου και ο καταιγισμός των εξελίξεων ευνοούν τις δημόσιες τοποθετήσεις για κάθε είδους ζήτημα.
Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι ο Emmanuel Macron είναι ο πρώτος πρόεδρος που γεννήθηκε μετά τον Πόλεμο της Αλγερίας. Η διαχείριση της μνήμης του πολέμου κατέχει κεντρική θέση στην ατζέντα του, γεγονός που αποδεικνύεται από τις ενέργειές του (ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο), οι οποίες εγγράφονται σε μια σειρά μνημονικών πολιτικών, στοχεύοντας στη θεσμική αναγνώριση ορισμένων πτυχών του πολέμου οι οποίες παρέμεναν έως σήμερα πέρα κι έξω από την επίσημη μνήμη. Είναι εμφανές ότι η πολιτική του ατζέντα, αν και αμφίσημη ως προς τις πολλαπλές και σε πολλές περιπτώσεις αντικρουόμενες επιδιώξεις της, με όχημα μια εργαλειακή πολιτική χρήση του παρελθόντος, συνιστά μια κεντρικά σχεδιασμένη, συγκροτημένη και στοχευμένη, πολιτική επιλογή ήδη από το 2018. Υιοθετώντας μια σειρά πρωτοβουλιών στο πλαίσιο πολιτικών συμβολισμών, προσβλέπει σε μια εκ των άνω θεσμική οριοθέτηση των τρόπων με τους οποίους μιλάμε, αντιλαμβανόμαστε κι εντέλει θυμόμαστε το παρελθόν.
Τον Σεπτέμβρη του 2018 αναγνώρισε για πρώτη φορά επισήμως τη συστηματική χρήση βασανιστηρίων εκ μέρους του γαλλικού στρατού στην Αλγερία. Έκτοτε, έχει αναγνωρίσει τη δολοφονία από τον γαλλικό στρατό του επαναστάτη δικηγόρου Ali Boumendjel· ζήτησε συγγνώμη από τους harkis, τους Αλγερινούς συνεργάτες του γαλλικού στρατού, παραδεχόμενος ότι η Γαλλία τους εγκατέλειψε· αναγνώρισε τη σφαγή των Αλγερινών από την αστυνομία του Papon κατά τη διάρκεια της ειρηνικής διαδήλωσης τον Οκτώβρη του 1961· πρόσφατα, υποδεχόμενος μια αντιπροσωπεία των pieds-noirs, Γάλλων γεννημένων στην Αλγερία, αναγνώρισε τη σφαγή τους από τις γαλλικές δυνάμεις στην οδό Isly, στα γεγονότα που ακολούθησαν την ανεξαρτησία της Αλγερίας το 1962 και, πριν από λίγο διάστημα, απέτισε για πρώτη φορά φόρο τιμής στους διαδηλωτές που έπεσαν θύματα της άγριας αστυνομικής βίας την 8η Φεβρουαρίου 1962 στο μετρό Charonne, στο πλαίσιο μιας διαδήλωσης εναντίον του OAS.
Ανέκαθεν οι πολιτικές χρήσεις του παρελθόντος εξυπηρετούσαν (και) την εκάστοτε κυβέρνηση. Για πρώτη φορά όμως, έχω την αίσθηση ότι γίνεται τόσο συγκροτημένα, μεθοδικά και με τη συμβολή ενός έγκριτου ιστορικού. (Παρόμοια προσέγγιση με επίκεντρο την ιστορία, αλλά με διαφορετική στοχοθεσί,α, είχε επιχειρήσει στο παρελθόν και ο πρόεδρος Nicolas Sarkozy, με το δόγμα της «αντι-μετάνοιας», επιστρατεύοντας διανοούμενους όπως ο Pasqual Bruckner και ο Max Gallo). Το ερώτημα που με απασχολεί είναι: πώς στέκονται οι ιστορικοί απέναντι στην Ιστορία;
Ο αντίλογος, οι διαφωνίες και οι γόνιμες παρεμβάσεις μεγάλου μέρους της κοινότητας των ιστορικών, σχετικά με την έκθεση-αναφορά, δεν παύουν να αρθρώνονται καθημερινά. Πέραν του θεσμικού τους ρόλου ως επιστημόνων, όπως η περίπτωση Stora, η κοινότητα έχει μια διαρκή και συχνή παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ξεδιπλώνεται πλέον και το μεγαλύτερο κομμάτι της εκστρατείας των πολιτικών κομμάτων, καθώς τα social media καταλαμβάνουν πλέον ίσως τον μεγαλύτερο χώρο της δημόσιας σφαίρας.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί, εν προκειμένω, είναι ο δημόσιος λόγος των ιστορικών, οι οποίοι/ες ολοένα και περισσότερο βγαίνουν από τα καλούπια των πανεπιστημίων και των ακαδημαϊκών στεγανών, επιλέγοντας να συνομιλήσουν με την κοινωνία και κυρίως να δώσουν τέλος σε ένα στείρο, ελιτίστικο ακαδημαϊκό προφίλ, σύμφωνα με το οποίο καμία άποψη, όσο επικίνδυνα ανιστορική κι αν είναι (αρθρώνοντας, για παράδειγμα, έναν μισαλλόδοξο, ακροδεξιό, ρατσιστικό, ομοφοβικό ή σεξιστικό λόγο), δεν χρήζει αντιλόγου ή απάντησης, ακριβώς επειδή είναι ανιστορική ή στερείται βασικών μεθοδολογικών εργαλείων της πειθαρχίας της Ιστορίας.
Οι επικίνδυνες εποχές όμως απαιτούν νέους τρόπους επικοινωνίας, αναμένοντας εντέλει από τους ιστορικούς να δώσουν πνοή και νόημα στο επάγγελμά τους, παρεμβαίνοντας δημόσια με τα δικά τους εργαλεία, επιδιώκοντας όχι να αποκαταστήσουν τη μία και μοναδική ιστορική αλήθεια αλλά να κονιορτοποιήσουν την όποια ανιστορική μισαλλόδοξη σκέψη προβάλλεται ως μοναδική αλήθεια.
Κάπως έτσι, οι πρόσφατες δηλώσεις του ακροδεξιού υποψηφίου Éric Zemmour ότι «το καθεστώς του Βισύ προστάτεψε τους Γάλλους Εβραίους», και διάφορες κατά καιρούς ακροδεξιές πολιτικές χρήσεις της ιστορίας στις οποίες έχει προβεί, οδήγησαν, πέρα από τις όποιες αντιδράσεις, σε μια συσπείρωση των ιστορικών, οι οποίοι/ες επέλεξαν να απαντήσουν με ιστορικά και τεκμηριωμένα επιχειρήματα με μια μπροσούρα, η οποία κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες με τίτλο: Zemmour contre l’histoire («Ο Ζεμούρ ενάντια στην ιστορία»), από τις εκδόσεις Gallimard.
Επιστρέφοντας στο συνέδριο (μεταφορικά και κυριολεκτικά τη δεύτερη μέρα), κατάλαβα μετά το περιστατικό που περιγράφεται παρακάτω γιατί (όπως εύστοχα έχει πει ο ιστορικός Robert Frank) η γαλλική μνήμη είναι γεμάτη από Αλγερία. Η ιστορικός, λοιπόν, Tassadit Yacine, με καταγωγή από την Αλγερία (σημειώνεται ότι για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ’80 διοργανώνεται ένα τόσο ευρύ συνέδριο με συμμετοχές ιστορικών και από τις δύο χώρες), μιλούσε για την Germaine Tillion, το έργο της και τη δυσκολία να μιλήσει κανείς για μια γυναίκα μέσα σε έναν ανδροκρατούμενο «χώρο» διανοουμένων της εποχής, η δημόσια παρουσία των οποίων υπήρξε ολοκληρωτική. Πριν προλάβει να φτάσει στα συμπεράσματα της ομιλίας της, ένα κύριος είχε ήδη πάρει το μικρόφωνο και την διέκοπτε φωνάζοντας ότι ο ίδιος ήταν στην Casbah (την αραβική παλιά πόλη του Αλγεριού) και τα πράγματα δεν ήταν καθόλου όπως η ίδια περιέγραφε. Η σύγκρουση μνήμης και ιστορίας έφτιαχνε ένα πεδίο μάχης. Τα κινητά άρχισαν να βγαίνουν και να βιντεοσκοπούν, ο υπεύθυνος της διοργάνωσης και κυρίως ο συντονιστής δεν έκαναν τίποτα για να προστατέψουν την ομιλήτρια, η οποία κοιτούσε αποσβολωμένη και προσπαθούσε να πείσει τον μαινόμενο κύριο ότι, αν την είχε αφήσει να ολοκληρώσει τα συμπεράσματά της, δεν θα υπήρχε λόγος τόσο μεγάλης αναστάτωσης.
Οι διχαστικές μνήμες της Αλγερίας -και της αποικιοκρατίας εν γένει- επανέρχονται με διάφορες αφορμές, όπως αποδεικνύεται συνεχώς. Το ερώτημα είναι πώς ακουμπούν πλέον την κοινωνία; Με ποιους τρόπους και μέσα από ποιες οδούς επανέρχεται ένα τραυματικό παρελθόν; Σκεφτόμουν, για παράδειγμα, ότι στην περίπτωση του ελληνικού εμφυλίου, η γενιά του ’40 φεύγει και μαζί της η ζώσα μνήμη, αφήνοντας μια πολιτισμική παρακαταθήκη, ένα διαμορφωμένο νοητικό σχήμα μέσα από το οποίο καθένας και καθεμιά από εμάς φιλτράρει την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, αποδίδοντας νέα νοήματα σε ένα παρελθόν που έχει κάτι απ’ το παρόν, οραματιζόμενοι/ες ένα μέλλον που κουβαλά πάντα κάτι απ το παρελθόν-παρόν.
Εδώ στη Γαλλία το παρελθόν είναι ζωντανό με διαφορετικούς όρους, στις κοινότητες των Αράβων, των μουσουλμάνων, των μαύρων, του Μαγκρέμπ, των υποβαθμισμένων προαστίων και όλων αυτών των ομάδων που συνθέτουν τη σημερινή Γαλλία και οι οποίες θα κληθούν, ανεξαρτήτως εκλογικής έκβασης, να αντιμετωπίσουν την κοινωνική και πολιτική έκφραση ενός σημαντικού ποσοστού ακροδεξιάς ρητορικής μίσους.
Στο δια ταύτα: Παρακολουθώντας από κοντά τις πολιτικές εξελίξεις, τις διεργασίες και τις εκδηλώσεις για τα 60 χρόνια από το τέλος του Πολέμου ανεξαρτησίας της Αλγερίας, σκεφτόμουν (με αφορμή και τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή) πως έχουμε ανάγκη για περισσότερη Ιστορία. Όχι για τηλεοπτικές εκπομπές που βλέπουν την ιστορία ως γραμμική πορεία μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας καταστροφών και θριάμβων, η οποία έρχεται εκ των υστέρων να εργαλειοποιήσει ένα εντέλει ανιστορικό αφήγημα. Ούτε μια ιστορία παρωχημένου διδακτισμού, από την οποία λείπουν εντέλει τα σημαντικότερα στοιχεία: τα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα. Έχουμε ανάγκη περισσότερων ερωτημάτων αντί απαντήσεων. Ερωτήματα που να εγκολπώνονται τις συνθήκες, τους προβληματισμούς, τους φόβους και τις ελπίδες του παρόντος και τα οποία θα ενσωματώνονται μέσα στα αντιληπτικά σχήματα με τα οποία κατανοούμε το παρελθόν, προσδίδοντάς του νέες σημασίες. Όχι μια ιστορία επίπλαστης ευδαιμονίας ενός κράτους που ίπταται σχεδόν μεταφυσικά πάνω από την κοινωνία, αλλά μια ιστορία ενσυναίσθησης και βαθιάς κατανόησης των ανθρώπων της. Μια ιστορία που απευθύνεται στις ανάγκες του παρόντος, κοιτάζοντας το παρελθόν από ένα ανοιχτό παράθυρο κι ατενίζοντας το μέλλον με μια γόνιμη αβεβαιότητα, η οποία μας θέτει σε εγρήγορση και σε συνεχή κίνηση κι όχι με αναχρονιστικές βεβαιώσεις επιτυχίας μιας αφήγησης από τα πάνω, η οποία δεν δείχνει ίχνος ενδιαφέροντος για τα υποκείμενα που τη συνθέτουν.

* Ο Γ. Νούσης είναι υποψήφιος διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ΕΚΠΑ

Γιάννης Λασηθιωτάκης, Penetration, 2021, 180 x 135 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: