13/3/22

Τρεις Βρετανίες και μία Ελλάδα

Ιβάν Κλιούν, Γυναικείο Πορτρέτο, 1909-10, λάδι σε μουσαμά, Συλλογή Ιρίνα Πράβκινα, 49,5 x 40 εκ.

Το «ελληνικό ζήτημα», δηλαδή η Ελληνική Επανάσταση, σε διαφορετικές βρετανικές διαστάσεις

Του Αρτίομ Ουλουνίαν*

Η 200ή επέτειος από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης επιτρέπει να ανατρέξουμε στο παρελθόν με καινούριους τρόπους. Το θέμα του «ξένου παράγοντα» και ιδιαίτερα του ρόλου των μεμονωμένων χωρών στην ελληνική ιστορία, κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας, δημοφιλές εδώ και πολλές δεκαετίες, τόσο στο δημόσιο αφήγημα όσο και στην ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Η άρνηση του Λονδίνου να ενταχθεί στην ιδεολογική, πολιτική και στρατιωτική Ιερά Συμμαχία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Αυστριακής Αυτοκρατορίας με το Βασίλειο της Πρωσίας μετά τη νίκη επί του Ναπολέοντα δημιούργησε μια νέα πραγματικότητα στην Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή τάξη μετά το Συνέδριο της Βιέννης βασίστηκε στη διατήρηση της σταθερότητας με τη βοήθεια της αποτροπής της ανάπτυξης οποιωνδήποτε φιλελεύθερων και απελευθερωτικών κινημάτων, αφού θεωρήθηκαν από τα μέλη της Συμμαχίας ως κύριος κίνδυνος για τις υπάρχουσες αυτοκρατορίες που θα μπορούσαν να διαλυθούν ως αποτέλεσμα πάλης των λαών, που περιελάμβαναν, για την εθνική τους πολιτεία. Μέσα από το βλέμμα του βρετανικού «πολιτικού κόσμου» και της κοινής γνώμης που επηρέασε σοβαρά τους κρατικούς θεσμούς, μια τέτοια προσέγγιση στην ιδεολογική και πολιτική αντίληψη της νέας Ευρώπης ήταν απαράδεκτη. Η δέσμευση για την ελευθερία που υπογράμμισαν τόσο οι Βρετανοί Συντηρητικοί (Τόρυς) όσο και οι Φιλελεύθεροι (Ούιγοι), ήταν σε σαφή σύγκρουση με τις βασικές αρχές της Ιεράς Συμμαχίας. Επιπλέον, η ουσία της βρετανικής θέσης στην ευρωπαϊκή ήπειρο ήταν η διατήρηση της ελευθερίας δράσης για τη Βρετανία. Συναφώς, η βρετανική εξωτερική πολιτική στην «ελληνική κατεύθυνση» καθ' όλη τη διάρκεια της περιόδου 1821-1832 ήταν ένα συγκεκριμένο φαινόμενο που εγείρει πολλά ερωτήματα∙ οι απαντήσεις σε αυτά έπρεπε να αναζητηθούν, πρώτα απ' όλα, στη βρετανική πραγματικότητα εκείνων των χρόνων, όταν στην ημερήσια διάταξη κυριάρχησαν οι πολιτικές και οικονομικές αλλαγές και η προσοχή της κοινωνίας επικεντρώθηκε στην κοινοβουλευτική μεταρρύθμιση, τη χειραφέτηση των Καθολικών και τη διεύρυνση των δημοκρατικών ελευθεριών. Για τους υποστηρικτές και τους αντιπάλους των αλλαγών, το «ελληνικό ζήτημα» έγινε κομμάτι της εσωτερικής πολιτικής και η χρήση του στον πολιτικό αγώνα απέκτησε εργαλειακό χαρακτήρα.
Η εξέγερση του Αλ. Υψηλάντη στην Βλαχία και την Μολδαβία, όπου το κίνημά του αναπτύχθηκε παράλληλα με την τοπική εξέγερση με επικεφαλής τον Τ. Βλαδιμηρέσκου, δημιούργησε υποψίες στη βρετανική κυβέρνηση και στους πολιτικούς κύκλους ότι το ελληνικό κίνημα είχε υποστηριχθεί από τη Ρωσία. Μόνο η καταδίκη των πράξεων του Α. Υψηλάντη από τον αυτοκράτορα Αλέξανδρο Α' αφαίρεσε αυτές τις υποψίες. Η ίδια η ιδέα της απελευθέρωσης των Ελλήνων από την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη βρετανική κοινωνία βρήκε σοβαρή υποστήριξη. Έτσι, η εξέγερση που ξεκίνησε στην Ελλάδα την άνοιξη του 1821 είχε ήδη «στρώσει» στο προετοιμασμένο έδαφος στη βρετανική κοινή γνώμη, αλλά δημιούργησε πολλά προβλήματα στις διαδοχικές βρετανικές κυβερνήσεις κατά τη δεκαετία 1821-1832 και γέννησε την «περίπτωση τις τρείς Βρετανίες».
Η πρώτη από αυτές εκπροσωπήθηκε από διαδοχικές συντηρητικές κυβερνήσεις του κόμη του Λίβερπουλ, του Τζ. Κάνινγκ, του υποκόμη Γκόντεριτς, του δούκα του Ουέλλινγκτον και της φιλελεύθερης κυβέρνησης του κόμη Γκρέι. Επιπλέον, καθεμία από αυτές τις κυβερνήσεις, παρά την ανομοιότητα μεταξύ τους και μεταξύ των πρωθυπουργών που τις ηγήθηκαν, στην πραγματικότητα, ήταν η διάδοχος της προηγούμενης και δεν απέρριψε τις αποφάσεις της για το «ελληνικό πρόβλημα». Η στροφή του Τζ. Κάνινγκ προς την «ελληνική κατεύθυνση» την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1827, με στόχο την ενεργό παρέμβαση στα ελληνικά πράγματα, δεν αντέβαινε στην προηγούμενη πολιτική ουδετερότητας και εξηγείται από την ανάγκη για έγκαιρη επίλυση του «ελληνικού ζητήματος», ήδη στο πλαίσιο διεθνών συμφωνιών, αφού κατέστη σαφές ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να λάβει πολιτισμένες αποφάσεις στις σχέσεις με τον ευρωπαϊκό λαό (Έλληνες), του οποίου ο αγώνας απολάμβανε συμπάθειας στους βρετανικούς και ευρωπαϊκούς δημόσιους κύκλους.
Ωστόσο, το πρώτο έγγραφο για τη διευθέτηση του «ελληνικού προβλήματος», το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις 4 Απριλίου 1826, υπέγραψε η προηγούμενη κυβέρνηση του κόμη του Λίβερπουλ. Η υπογραφή της Συνθήκης του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827, σύμφωνα με την οποία οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις επρόκειτο να δράσουν από κοινού για να αναγκάσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία να τερματίσει τον πόλεμο και να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδας, ήταν μέρος της βρετανικής πολιτικής που αποσκοπούσε στην αποτροπή περαιτέρω επιδείνωσης των σχέσεων με την Πύλη, για την ενίσχυση της βρετανικής επιρροής στην προτεινόμενη ελληνική αυτονομία και την αποτροπή της παρουσίας της Ρωσίας στην περιοχή. Ωστόσο, αυτή η συνθήκη είχε και ένα μυστικό μέρος, που έλεγε ότι σε περίπτωση άρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι τρεις Δυνάμεις έπρεπε να έρθουν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες και, προ απειλής από την Πύλη, να δημιουργήσουν ένα ενιαίο ναυτικό απόσπασμα. Ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζ. Κάνινγκ θεώρησε τη συνθήκη αυτή τη νίκη του, αφού κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων κατάφερε να εξουδετερώσει την επιρροή στην Πρωσία του Αυστριακού Καγκελαρίου και Υπουργού Εξωτερικών κόμη Μέτερνιχ, υποστηρικτή της εδαφικής ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έναν από τους κύριους εμπνευστές της Ιεράς Συμμαχίας. Η κοινή ναυτική επιχείρηση του βρετανικού, γαλλικού και ρωσικού στόλου, υπό τη γενική διοίκηση του Βρετανού αντιναυάρχου Έ. Κόδριγκτον, τον Οκτώβριο του 1827 συνέβη ήδη επί άλλου πρωθυπουργού, του υποκόμη Γκόντεριτς, ο οποίος δεν ήταν υποστηρικτής του Κάνινγκ, αλλά στην πραγματικότητα συνέχισε την εξωτερική του πολιτική απέναντι στην Ελλάδα. Το «ελληνικό ζήτημα» μετατράπηκε μετατράπηκε σε θέμα της δημόσιας αφήγησης. Οι πρώτες κιόλας συζητήσεις στο βρετανικό Κοινοβούλιο αποκάλυψαν την ύπαρξη της «δεύτερης» Βρετανίας που ακολούθησε διαφορετική στρατηγική.
Τα συστατικά της, που ήταν οι εκπρόσωποι των πολιτικών κύκλων και της γραφειοκρατίας, με επαγγελματική πείρα στην εξωτερική πολιτική και την υπερπόντια διοίκηση, χωρίς να αμφισβητήσουν την ανάγκη προστασίας των βρετανικών συμφερόντων, κατέφυγαν σε οξύτατη κριτική κατά της πορείας που ακολουθούσαν οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Τόρηδων και των Ουίγων. Το σύνολο των ισχυρισμών τους ήταν ευρύ και περιλάμβανε κατηγορίες για τη διεξαγωγή μυστικής διπλωματίας και την απόκρυψη από το κοινό της αλήθειας για τον μηχανισμό προετοιμασίας των διεθνών συνθηκών για την Ελλάδα· την απώλεια του παραδοσιακού συμμάχου της Βρετανίας στη Μεσόγειο, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· τη συμμαχία με την αυταρχική Ρωσική Αυτοκρατορία, που εκδηλώθηκε πιο ξεκάθαρα μετά την καταστολή της πολωνικής εξέγερσης του 1830-1831. Οι κατηγορίες περιελάμβαναν επίσης την εκχώρηση στη Γαλλία των ηγετικών θέσεων στην περιοχή και στην Ελλάδα· την περιφρόνηση της γνώμης των Ελλήνων για τις μορφές διακυβέρνησης της χώρας τους· την έλλειψη επιμονής στον διορισμό του πρίγκιπα Λεοπόλδου ως Έλληνα μονάρχη· τη διαφωνία με τον διορισμό του πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας ως νέου υποψηφίου για τον ελληνικό θρόνο· και, τέλος, το κόστος της συμμετοχής της Βρετανίας στις «ελληνικές υποθέσεις», όταν αυτή συμφώνησε να εγγυηθεί το ένα τρίτο του δανείου που χορηγήθηκε στην Ελλάδα.
Και οι δύο αυτές Βρετανίες, πολεμώντας μεταξύ τους, αναγνώρισαν ωστόσο την επιρροή και τον ρόλο της «τρίτης» Βρετανίας στη διαμόρφωση της επίσημης βρετανικής ελληνικής πολιτικής. Η σύνθεσή της αποδείχθηκε πολύ πιο ετερογενής από τις προηγούμενες «δύο», καθώς περιλάμβανε εκπροσώπους διαφορετικών πολιτικών, κοινωνικών και πολιτιστικών στρωμάτων. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία αυτής της «τρίτης» Βρετανίας ήταν υποστηρικτές των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών στην ίδια την Βρετανία. Αυτοί ήταν που συνέβαλαν στο ότι η βρετανική κοινή γνώμη από τα μέσα του 1821 τάχθηκε υπέρ της υποστήριξης του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, που τελικά οδήγησε στη δημιουργία της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου το 1823, μέλη της οποίας ήταν ως επί το πλείστον εκπρόσωποι από το κόμμα των Ουίγων. Τα αισθήματα που διαδόθηκαν με τη συμμετοχή τους στην υποστήριξη της απελευθέρωσης των Ελλήνων από την τυραννία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν τόσο έντονα, που χρησιμοποιήθηκαν ως επιχείρημα από τις κυβερνήσεις των συντηρητικών και των φιλελεύθερων σε πολεμικές αντιπαραθέσεις, με επικριτές της κυβερνητικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα από τους εκπροσώπους της «δεύτερης» Βρετανίας. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η «τρίτη» Βρετανία, την οποία οι άλλες δύο αναγκάστηκαν να υπολογίσουν, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην «ελληνική κατεύθυνση» της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής, όταν άσκησε πίεση στην κυβέρνηση και εναντιώθηκε σε αντιπάλους της βρετανικής βοήθειας προς τους Έλληνες.

*Ο Αρτίομ Ουλουνίαν είναι δρ Ιστορικών Επιστημών, επικεφαλής ερευνητής του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Ιστορίας της Ρωσικής Ακαδημίας Επιστημών

Δεν υπάρχουν σχόλια: