ΖΟΖΕΦ ΑΝΤΡΑΣ, Έτσι τους κάνουμε πόλεμο, μτφρ.: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 88
Του ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
Τρία σύντομα αφηγήματα, τα οποία περιστρέφονται γύρω από τη στυγνή αντιμετώπιση των ζώων από τους ανθρώπους, τον «πόλεμο» των ανθρώπων απέναντί τους, συγκροτούν το ολιγοσέλιδο τρίπτυχο του νέου, μόλις 37 ετών, Γάλλου λογοτέχνη Ζοζέφ Αντράς.
Τα τρία αυτά διηγήματα καλύπτουν δειγματοληπτικά ολόκληρο τον 20ό αιώνα: Το πρώτο αφορά την τελετουργική σφαγή ενός σκύλου πάνω στο ανατομικό τραπέζι ενός πανεπιστημιακού αμφιθεάτρου, το 1903, στο Λονδίνο. Το δεύτερο, έναν τυφλωμένο, για τις «ανάγκες της επιστήμης», μικρό πίθηκο, αιχμάλωτο σε κάποιο εργαστήριο στην Καλιφόρνια, το 1985. Τέλος, το τρίτο, μια αγελάδα και το μοσχαράκι της, που δραπετεύουν από το φορτηγό που τους μετέφερε χάρη σε ένα ατύχημα, με αποτέλεσμα να αναζητήσουν για λίγο την ελευθερία τρέχοντας στον αυτοκινητόδρομο...
Υπάρχουν δύο οπτικές μέσα από τις οποίες μπορεί κανείς να διαβάσει το Έτσι τους κάνουμε πόλεμο: αφενός, η οπτική των ίδιων των «πρωταγωνιστών» του, δηλαδή των ζώων, που δεν είναι άλλη από μια οπτική της οδύνης που επιφέρει η διαχρονική αντιμετώπισή τους από τους ανθρώπους ως πλουτοπαραγωγικών πόρων· αφετέρου, η οπτική της αντίστασης και του αγώνα για την απελευθέρωση, την οποία αναλαμβάνουν οι άνθρωποι, οι μόνοι που είναι ικανοί να αναδεχθούν την ηθική ευθύνη της υπεράσπισης των δικαιωμάτων όλων των έμβιων.
Στο «πρώτο φύλλο», όπως ονοματίζει τα αφηγήματά του ο Αντράς, είναι δύο σουφραζέτες κι ένας δικηγόρος που θα αναλάβουν να διαμαρτυρηθούν για τον βασανισμό και τη θανάτωση του σκύλου, στη μνήμη του οποίου θα ανεγερθεί άγαλμα στο Μπάτερσι, μια συνοικία του Λονδίνου που «είναι καταφύγιο ριζοσπαστών –κόκκινων, δημοκρατών, Ιρλανδών φεμινιστριών, αντιπάλων της αποικιοκρατίας και της σφαγής ζώων, όλων των αποβρασμάτων με μια λέξη».
Στο «δεύτερο φύλο» είναι ένα «κομάντο» του Μετώπου Απελευθέρωσης των Ζώων, απομεινάρια των δεκαετιών του 1960 και του 1970, που θα εισβάλει στο καλιφορνέζικο εργαστήριο προκειμένου να απελευθερώσει και να διασώσει τους, τυφλωμένους κατά τη γέννησή τους στην αιχμαλωσία, μακάκους – και στη συνέχεια να προχωρήσει στον εμπρησμό μιας σειράς τέτοιων ερευνητικών κέντρων.
Τέλος, στο «τρίτο φύλλο», που διαδραματίζεται το 2014, στον αυτοκινητόδρομο έξω από την Σαρλβίλ την γενέθλια πόλη από την οποία ο Αρθούρος Ρεμπώ ήθελε να δραπετεύσει με κάθε μέσο, κανένας άνθρωπος δεν θα βρεθεί να υπερασπίσει την αγελάδα και το μοσχαράκι της που θα πηδήσουν από το φορτηγό στην άσφαλτο και θα αρχίσουν να τρέχουν προς την ελευθερία: πίσω τους «οι μπάτσοι τρέχουν για να μην καταρρεύσουν όλα, η τάξη, οι νόμοι και τα μεγάλα λόγια» και εβδομήντα σφαίρες διαπερνούν τη σάρκα του ζώου...
Αφήγηση ασθματική, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο ακριβής –το αντίθετο, η σχεδόν «χειρουργική» ακρίβειά της εντείνει το αίσθημα της ασφυξίας μπροστά στην οδύνη των έμβιων– επιδιώκει να θέσει τον αναγνώστη μπροστά στις ηθικές του υποχρεώσεις απέναντι στη ζωή και τη φύση. Ταυτόχρονα, αποτελεί και μια μελαγχολική υπόμνηση της έκλειψης του ριζοσπαστισμού: Αν στο πρώτο αφήγημα, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι άνθρωποι αντιδρούν, με σχεδόν μαζικούς όρους, απέναντι στη χρήση πειραματόζωων, στο τρίτο, στην αυγή του 21ου, δεν υπάρχουν άνθρωποι για να διαμαρτυρηθούν ή να αγωνιστούν, αλλά μονάχα αστυνομία για να σκοτώνει...
Με αυτήν την έννοια, το έργο του Ζοζέφ Αντράς είναι «στρατευμένο» στην υπεράσπιση των αδικούμενων, αλλά και όλων εκείνων που αγωνίστηκαν για να τους υπερασπιστούν. «Στρατευμένο» με τον ίδιο τρόπο που υπήρξαν όλα τα προηγούμενα πεζογραφήματά του: το Για τα πληγωμένα μας αδέρφια (2016), όπου αναδεικνύει την γαλλική αντίσταση στον αποικιοκρατικό πόλεμο στην Αλγερία· το Κανακύ (2018), όπου αναδεικνύει την αντίσταση των κατοίκων της Νέας Καληδονίας στη σημερινή αποικιοκρατική πολιτική της Γαλλίας ή το πλέον πρόσφατο, Μακριά, ο ουρανός του Νότου (2021), όπου καταπιάνεται με τα νεανικά χρόνια του Χο Τσι Μινχ, του ανθρώπου που οδήγησε την αποικιοκρατική Γαλλία σε μια ταπεινωτική ήττα στο Βιετνάμ· αλλά το ίδιο και το αφηγηματικό του ποίημα για το λιμάνι της Χάβρης, με τίτλο Ακόμα κι αν απομείνει μονάχα ένας σκύλος (2017), όπου συνοψίζει πέντε αιώνες ταξιδιών, θανάτων, εκμετάλλευσης, εμπορίου, εργασίας, αγώνων, γραμμένο για τον ράπερ D’ de Kabal (όλα του τα έργα κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σε μετάφραση τα μεν πεζά Γ. Καράμπελα και το δε ποιητικό Τζ. Αλγκράντη - Φρ. Ολονέζου).
Το έργο του Ζοζέφ Αντράς, πέρα από ένα εξαιρετικό δείγμα μιας νέας πολιτικής (με τη βαθύτερη σημασία της λέξης) λογοτεχνίας, αποτελεί επίσης, για την ελληνική εκδοτική αγορά, μια ακόμη ένδειξη ότι κάποιες από τις βαθιά ριζωμένες νοοτροπίες έναντι των άλλων ζωντανών αρχίζουν σιγά-σιγά να μετακινούνται, όπως φαίνεται και από την πλειάδα των σχετικών έργων (κυρίως δοκιμιακών) που εκδίδονται εσχάτως, εμπλουτίζοντας όχι μονάχα τους προβληματισμούς αλλά και τις ευαισθησίες των συμπολιτών μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου