Carlo Belgioioso (1815-1881), Η φυγή των Ελλήνων από την Πάργα, 19ος αι., λάδι σε μουσαμά, Μουσείο Μπενάκη |
Του Κώστα Βούλγαρη
Ο Νικήτας, ούτος ο μη ειπών τίποτε αλλά έχων έργον τον πόλεμο, ο φιλοκίνδυνος, ο ακολουθών νύκτα και ημέρα τον εχθρό, ο άξιος να διοικεί και επιτήδειος να κερδίζει την μάχη, εμορφώθη στρατιωτικώς εις την Επτάνησον, εις τα εκεί τάγματα, και ελούστηκε εις το φως της Εσπερίας, που έφθανε κατά ριπάς, διακεκομμένο αλλά άπλετο.
Επιστρέψας εις τα πάτρια, επολέμησε τους Οθωμανούς, ουχί με «χωσιές» και ενέδρες αλλά δι’ επισήμων μαχών, εκ παρατάξεως, ως αυτές του Βαλτετσίου, των Δολιανών, του Αγίου Σώστη δις, του Αγιονορίου, της Στυλίδος και Αγίας Μαρίνας, του Μεσολογγίου, της Αράχοβας, αρχηγούντος εκεί του Καραϊσκάκη και αυτού τούτου, και εις άλλες μάχες πολλές.
Μίαν εξ αυτών, ολίγον έλειψε να μην την δώσει, ότι την εσπέραν της προηγουμένης, φιλοξενηθείς με όλο το ασκέρι του εις το χωρίον, του άρτου, του τυρού και του οίνου παρεχομένων απλοχερώς εκ των κατοίκων, ο αδελφός του ορέχθηκε γυναίκα εντόπια, και οι κάτοικοι τους εξεδίωξαν κακήν κακώς, διανυκτερεύσαντες κατ’ ανάγκην εις παρακείμενον εξωκλήσι.
Την επομένη, λίαν πρωίαν, μέγα στράτευμα Οθωμανών εφάνη, κατευθυνόμενον προς το χωρίον, οπότε οι κάτοικοι εκάλεσαν τον Νικήτα να γυρίσει να τους πολεμήσουν. Ο αδελφός του αντέδρασε, λέγων ότι δεν τους αξίζει προστασία, και να αφήσουν τους αγνώμονες να καούν, τις δε γυναίκες τους να τσιβλικώσουν οι Οθωμανοί.
Ο Νικήτας ελογομάχησε μαζί του, και εν τέλει επιάσθηκαν εις τα χέρια, και επειδή κανείς εκ των δύο δεν έβγαζε μαχαίρι, άρχισαν να τρώγονται με τα δόντια των. Ο Νικήτας ήτο δυνατότερος και κατέβαλε τον αδελφό του, ροκανίζοντας τους δακτύλους των χεριών του, και έπειτα άρχισε να δαγκάνει τον λαιμό αυτού, μέχρι που τους χωρίζουν οι πρεσβύτεροι της συντροφίας, φωνάζοντες ότι ο εχθρός πλησιάζει εις το χωρίον.
Επιστρέψαντες πάραυτα, του αδελφού ακόμη σφαδάζοντος, και οχυρωθέντες εις 13 oσπίτια μετά των κατοίκων, πολεμούν ολημερίς, ανθιστάμενοι επιτυχώς έναντι πολυαριθμοτέρων εχθρών, ενώ και οι γυναίκες, πρωτοστατούσης της πέτρας του σκανδάλου, της μαυροφορεμένης Ελισάβετ, κρυπτόμενες υπό την πυκνή βλάστηση και μέσα στην βαριά ομίχλη που έχει καλύψει τον τόπο, και ξαφνικά εμφανιζόμενες, καταρώμενες τα γένη των εισβολέων και κραδαίνοντας μακριά κλαδιά, τρομάζουν τους ίππους των Οθωμανών, οίτινες ορθοστατούν και απορρίπτουν βιαίως τους αναβάτες των, αφήνοντάς τους εις το έλεος των γυναικών, οι οποίες διά λίθων και γουδοχερίων τραυματίζουν βαρέως ή και φονεύουν ακόμη τους επιδρομείς, ενώ αφηνιασμένοι οι ίπποι τρέχουν εις το πεδίον της μάχης, εν μέσω διασταυρουμένων πυρών, δημιουργώντας σύγχυση εις τους εχθρούς και πεθαίνοντας πολλά από τα υπερήφανα αυτά ζώα.
Κατά την εσπέραν, ο Νικήτας, ακολουθούμενος από τους πιστούς συντρόφους του λάκωνες Καρυάτες –δύο αδελφούς Κονταλώνη, τέσσερεις της οικογενείας Λεβεντάκη, τους Περκεζέ, Κερχουλά και τον βροντόφωνο Πανούση– εξέρχονται εκ των ταμπουρίων, διότι ήτο καινούργιος ο ενθουσιασμός και παλαιός ο φόβος, και εμπίπτουν κατά των Οθωμανών, άμα δε αναθαρρήσαντες και οι επίλοιποι, και λιανίζουν τους εχθρούς, ιδία ο Νικήτας με πολλή τέχνη και επιτυχία, ώστε επονομάσθη Τουρκοφάγος, και με τούτο το όνομα η φήμη του έφθασε έως τα πέρατα του κόσμου και τις αγγλιτερόφωνες αποικίες τις νότιες.
Ο δε αδελφός του ετρόμαξε να γειάνη, και οι δάκτυλοι των χεριών του έκτοτε εστράβωσαν. Τούτα είναι γνωστά εις το χωρίον όπου εγένετο η μάχη, παίζοντα δε μέχρι και σήμερον τα παιδία εις την ρεματιά της σφαγής, στην είσοδο του χωριού, ανακαλύπτουν σπασμένα κόκκαλα, γιαταγάνια και άλλα πράγματα του πολέμου, αναδυόμενα εις την επιφάνεια μετά από νεροποντές και ολισθήσεις των επιχωματώσεων∙ εκεί ακριβώς, δεσπόζει η προτομή του Νικήτα, έτσι ώστε οι κάτοικοι αλλά και οι επισκεπτόμενοι το χωριό να περνούν απαραιτήτως κάτω από τον ίσκιο του.
Κάθε χρονιά, στην δοξολογία υπέρ των πολεμησάντων και πεσόντων εις την μάχη, που γίνεται στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού, όπου και η αναθηματική στήλη κάτω από τον αιωνόβιο πλάτανο, συνήθως κάποιος δάσκαλος εκφωνεί τον πανηγυρικό της ημέρας αναφέροντας καταλεπτώς την αλληλουχία των γεγονότων, παραλείποντας όμως να μνημονεύσει την Ελισάβετ, και μάλιστα μόλις φθάνει στο κρίσιμο σημείο, δηλαδή γιατί ο Νικήτας και τα παλληκάρια του εξεδιώχθησαν απ’ το χωριό και κοιμήθηκαν στο εξωκλήσι, εφευρίσκει μια άσχετη αιτία, που επισύρει το έντονο μουρμουρητό των παρευρισκομένων κατοίκων, που ο υπόκωφος ήχος του απλώνεται σε όλο το προαύλιο και ως σπονδή αναθρώσκει προς τα κλαδιά του πλατάνου, ενώ και το ελαφρύ αεράκι που ανεβαίνει από την ρεματιά της μάχης κάνει τα μικρά ακόμη, ανοιξιάτικα φύλλα του δένδρου να θροΐζουν, με αποτέλεσμα οι αρχές του τόπου και της περιφέρειας, οι βλοσυροί «επίσημοι», να απορούν και να ανταλλάσσουν αμήχανα βλέμματα.
[Από το ανέκδοτο πεζογραφικό βιβλίο, Στην αγκαλιά της Μπετίνας]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου