25/10/20

Φωτογραφίζοντας

Στα βουνά της Αλβανίας 

Μαρία Χρουσάκη, θάλαμος νοσοκομείου

Του Γιάννη Σταθάτου* 

Αν κρίνουμε από τον μεγάλο αριθμό φωτογράφων που ενεπλάκησαν, ερασιτεχνών και επαγγελματιών, καθώς και από τον όγκο φωτογραφιών που παρήγαγαν, κανένας ελληνικός πόλεμος δεν φωτογραφήθηκε τόσο εντατικά όσο οι δύο Βαλκανικοί του 1912-13. Αντιθέτως, η φωτογράφιση του πόλεμου του 1940-41 αποδείχθηκε σχετικά πενιχρή, τουλάχιστον σε σχέση με τους προηγούμενους. Οι λόγοι φαίνεται να ήσαν κυρίως δύο: αφενός, οι εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες του Αλβανικού μετώπου, προπάντων όταν άρχισε να σφίγγει ο χειμώνας, και, αφετέρου, η σημαντικά αυξημένη λογοκρισία και η επιτήρηση δημοσιογράφων και φωτογράφων από μέρους της διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων. 
Επίδοξοι πολεμικοί φωτογράφοι, ακόμα και πεπειραμένοι επαγγελματίες, όπως οι τρεις αδελφοί Μεγαλοκονόμου και ο Δημήτρης Γιάγκογλου, δεν ήσαν απλώς αναγκασμένοι να ζητήσουν τη ρητή άδεια των στρατιωτικών αρχών πριν προσεγγίσουν το μέτωπο, παρά βρέθηκαν ντυμένοι στο χακί και τοποθετημένοι υπό τον έλεγχο της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού. Μεταξύ των, ο 64χρονος ζωγράφος, φωτογράφος και κινηματογραφιστής Γεώργιος Προκοπίου, που έμελλε να πεθάνει στην Αλβανία, και ο μετέπειτα γνωστός Δημήτρης Χαρισιάδης. Αναφερόμενη στον τελευταίο, η Αλεξάνδρα Μόσχοβη σημείωσε πως «βρισκόταν συνεχώς υπό την επιτήρηση μόνιμου αξιωματικού εντεταλμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα διέρρεαν εικόνες που θα μπορούσαν να διαταράξουν το προπαγανδιζόμενο αίσθημα εθνικής ανάτασης». Βέβαιον είναι πως η αυστηρή λογοκρισία περιόρισε κατά πολύ την επιτρεπόμενη θεματική, και όχι μόνο για λόγους ασφαλείας: με ανακοίνωση του ίδιου του Μεταξά προς τους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες τύπου στις 30/10/1940, απαγορευόταν η δημοσίευση εικόνων ικανών να κλονίσουν το ηθικό του πληθυσμού. Το αποτέλεσμα είναι πως στην πλειονότητά της, η φωτογραφική απεικόνιση του Αλβανικού μετώπου (όπως τουλάχιστον έχει φθάσει μέχρις εμάς) είναι κάπως υποτονική, αποτελούμενη σε μεγάλο βαθμό από σκηνές καθημερινού βίου, ομαδικά πορτραίτα περισσότερο ή λιγότερο ενθουσιασμένων οπλιτών, ιταλικά λάφυρα και στημένες πολεμικές παραστάσεις ή «ασκήσεις μάχης».
Θύμα των στρατιωτικών προκαταλήψεων έπεσε η Βούλα Παπαϊωάννου, κατά γενική ομολογία η καλύτερη Ελληνίδα φωτογράφος της εποχής της, η αίτηση της οποίας απορρίφθηκε με τη δικαιολογία πως, ως γυναίκα, θα αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις δύσκολες συνθήκες του μετώπου. Ο στρατός δεν μπόρεσε όμως να αποκλείσει τη Μαρία Χρουσάκη, στον φακό της οποίας οφείλουμε μερικές από τις πιο ζωντανές φωτογραφίες του πολέμου. Η Χρουσάκη, το έργο της οποίας έγινε ευρύτερα γνωστό μόνο μετά θάνατον, όταν το αρχείο της στην Εθνική Πινακοθήκη μελετήθηκε και παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά, ήταν εθελόντρια νοσοκόμος, με πρόσφατη, το 1939, ειδίκευση στα χειρουργεία του Ευαγγελισμού, αλλά και ενθουσιώδης όσο και ταλαντούχος φωτογράφος. Η νοσοκομειακή αυτή ειδίκευση αποδείχθηκε εξαιρετικά πολύτιμη με την έναρξη του πολέμου, και σύντομα βρέθηκε να υπηρετεί με τα φορητά χειρουργεία του Ερυθρού Σταυρού στο Αλβανικό μέτωπο και ειδικότερα στο Νοσοκομείο Διακομιδής Γράψας. 
Οι συνθήκες ήσαν απερίγραπτες, τα εφόδια περιορισμένα και η εξάντληση μόνιμος σύντροφος του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Μια ελάχιστη ιδέα των προβλημάτων που αντιμετώπιζαν σε καθημερινή βάση δίνει η συνάδελφος της Χρουσάκη, Σόφη Μεριά, στα απομνημονεύματά της: «Στο τρένο μας παρέμειναν οι γιατροί, ο φαρμακοποιός, οι 3 αδελφές, εγώ και 97 ακρωτηριασμένοι, βαρύτατα τραυματισμένοι και άρρωστοι. Μερικοί απ’ αυτούς υπέφεραν από πνευμονία, πλευρίτιδα, πνευμονικό οίδημα και 4 από κοιλιακό τύφο». Εντούτοις, η Χρουσάκη εύρισκε τον χρόνο και τη διάθεση να φωτογραφίσει -και το έκανε μάλιστα απολύτως νομότυπα, αφού οι περισσότερες φωτογραφίες που τράβηξε είναι διακοσμημένες με τη σφραγίδα της στρατιωτικής λογοκρισίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού. 
Οι αριθμητικά σχετικά λίγες αλλά ιδιαιτέρως πολύτιμες αυτές φωτογραφίες διαφέρουν αισθητά από όσες τράβηξαν οι συνάδελφοί της φωτογράφοι, με εξαίρεση ίσως τις λήψεις του ανώριμου ακόμα Χαρισιάδη. Η αυτοπεποίθηση της φωτογράφου προδίδεται από τη σιγουριά με την οποία επιλέγει και καδράρει τα θέματά της, ενώ τα αποτελέσματα χαρακτηρίζονται από αμεσότητα, απλότητα και απόλυτη απουσία ρητορικότητας ή πατριωτικού συναισθηματισμού. Αυτό βέβαια δεν μεταφράζεται σε ψυχρότητα ή έλλειψη εμπάθειας -κάθε άλλο. Το βλέπουμε στη φωτογραφία των νοσοκόμων και φαντάρων που προσπαθούν, ανάμεσα σε δύο βομβαρδισμούς, να αρπάξουν λίγα λεπτά πολύτιμου ύπνου στο αυτοσχέδιο αντιαεροπορικό καταφύγιο, όπως και στα πρόσωπα των λαβωμένων στρατιωτών στον θάλαμο νοσοκομείου. Ουσιαστικά, η Μαρία Χρουσάκη έχει συνειδητοποιήσει πως τίποτα δεν πρέπει να παρεμβάλλεται ανάμεσα στον φακό και το θέμα της. 
Φυσικά, οι φωτογραφίες της Χρουσάκη δεν συμπεριλαμβάνουν σκηνές δράσης ή μάχης, θέματα που απουσιάζουν εξάλλου σχεδόν εντελώς και από τις λήψεις των ανδρών συναδέλφων της. Oι περισσότερες μνημονεύουν μια καρτερική αποδοχή των πραγμάτων, όπως αυτή που βλέπουμε ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του μικρόσωμου, στωικού σκοπού μπροστά στο αυτοσχέδιο φυλάκιό του, γνήσιο απόγονο του καλού στρατιώτη Σβέικ: ο άνθρωπος θα προτιμούσε να βρίσκεται σχεδόν οπουδήποτε αλλού εκτός από το παγερό και αφιλόξενο αυτό μέρος, αφού όμως η μοίρα και η πατρίδα αλλιώς έταξαν, εδώ θα κάτσει, τουλάχιστον μέχρι την αλλαγή φρουράς... Οι οπλίτες που φωτογράφιζε φαίνεται πως την αντιμετώπιζαν με σοβαροφάνεια (δεν θα μας δείξει καμία από τις παραστάσεις εκείνες πατριωτικών πανηγυρισμών που τόσο αναζητούσαν τότε τα μέσα μαζικής ενημέρωσης) αλλά και με τον σεβασμό που θα ενέπνεε παντού η στολή της αδελφής νοσοκόμου. 
Σε παλαιότερη μελέτη μου σχετικά με τον μοντερνισμό στην Ελλάδα, είχα προσδιορίσει τις αρχές του φωτογραφικού μοντερνισμού ως λιτότητα, αποφυγή υπερβολικού συναισθηματισμού, οξεία εστίαση, δυναμική τονικότητα και πάνω απ’ όλα, ευθύτητα της φωτογραφικής ματιάς. Μελετώντας ξανά τις φωτογραφίες της Μαρίας Χρουσάκη από το μέτωπο του ’40-41, αναρωτιέμαι μήπως τελικά ο δικός μας φωτογραφικός μοντερνισμός πρωτοεμφανίσθηκε στα βουνά της Αλβανίας, στο έργο της εκπληκτικής και πολυτάλαντης αυτής γυναίκας. 

* Ο Γιάννης Σταθάτος είναι φωτογράφος και κριτικός φωτογραφίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: