27/9/20

Ιχνηλατήσεις

Bernhard Martin, Άτιτλο, 2003, μικτή τεχνική, σχέδιο και κολάζ σε χαρτί, 64 x 94 εκ.


ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ* 

ΠΟΛΥ ΧΑΤΖΗΜΑΝΩΛΑΚΗ, 199 σκαλοπάτια (το παλίμψηστο ημερολόγιο), εκδόσεις Εύμαρος, σελ.79 και Τρεις χάριτες στον τοίχο (οδοιπορική βιογραφία), εκδόσεις Εύμαρος, σελ.109 

Δυο βιβλία που διαβάζονται μαζί και ξεχωριστά. Δύο συγγενικές και παράλληλες αφηγήσεις που στεγάζονται σε μια ενιαία, ενδιαφέρουσα, δίδυμη και δίσημη έκδοση. Ο αναγνώστης αφού διαβάσει την πρώτη ιστορία στην μια πλευρά πρέπει να κάνει μια πλήρη περιστροφή του τεύχους, ώστε να συνεχίσει το διάβασμα και της δεύτερης με το διαφορετικό εξώφυλλο και τον αυτόνομο τίτλο. 
Μικρά ποιητικά κείμενα και ασπρόμαυρες φωτογραφίες συλλειτουργούν σε διαλεκτική σχέση, αγαστή επικοινωνία και ισότιμη συμπόρευση. Μια ακολουθία εικόνων και ένα σύνολο από θραύσματα εντυπώσεων, σκέψεων, παρατηρήσεων και ημερολογιακών εγγραφών που ανεπίγνωστα συγκλίνουν ή αποκλίνουν, συμπληρώνονται, διασταυρώνονται και αλληλοτροφοδοτούνται.. Στις Τρεις χάριτες στον τοίχο η Πόλυ Χατζημανωλάκη περιηγείται την γειτονιά της. Κινείται στην περίμετρο του οικείου σε επαναλαμβανόμενες, περιγεγραμμένες διαδρομές, «κλειστές» τις ονομάζει η ίδια, χαρτογραφώντας με τρυφερότητα το αδιόρατο, το ασήμαντο, το τυχαίο, το λησμονημένο. Ανασύροντας νόημα από αποκαλυπτικές λεπτομέρειες, φέρνει στο προσκήνιο, με τον λόγο και τον φακό της, σκηνές, όψεις, αντικείμενα, κτίρια, πρόσωπα, φυτά, ζώα. Με όλες τις αισθήσεις σε εγρήγορση προσπαθεί να ανα-γνωρίσει τις άγνωστες, αμφιλεγόμενες και ετερόκλητες ποιότητες του χώρου κατοίκησής της. Ψάχνει την ταυτότητα του τόπου στο τυχαίο και το παραγνωρισμένο. Ψηλαφεί τα ίχνη και τα αποτυπώματα της ιστορίας στο ανοικτό σε προσλήψεις και ερμηνείες κείμενο της πόλης.
Ο συγγραφέας Φραντς Χέσσελ, σύγχρονος του Μπένγιαμιν, στο μυθιστόρημα του Απόκρυφο Βερολίνο, αναζητώντας στην αστική περιπλάνηση και στην «ιδιωτική θεώρηση» τις αδιόρατες και μυστικές πτυχές του αστικού χώρου, γράφει για «τη δύσκολη τέχνη του να περπατάς στην πόλη» και αυτό ακριβώς επιχειρεί η Πόλυ Χατζημανωλάκη. Στα 199 σκαλοπάτια με επαναλαμβανόμενα δρομολόγια, καθημερινές διοδεύσεις, αισθαντικές, μεθοδικές και φιλέρευνες ιχνηλατήσεις, στις μεγάλες πόλεις, τις συνοικίες, τα αξιοθέατα, τα εξοχικά τοπία και τα μικρά ψαροχώρια της Μεγάλης Βρετανίας. ξανακερδίζει τον χώρο και τον χρόνο, προσφέροντας στον αναγνώστη ένα γόνιμο πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο πεδίο αναστοχασμού. 
Τα αστικά περιβάλλοντα, χοάνες ζωτικών λειτουργιών, κοινωνικών ζυμώσεων και μετασχηματισμών, συστήνουν σε κάθε βήμα του περιπατητή μια νέα σύνθετη εικόνα, αντιπροσωπευτική της ζώσας πόλης και της ανθρώπινης εμπειρίας που την κατοίκησε στο παρόν και το παρελθόν. Αφυπνίζουν την ανθρώπινη αντίληψη μέσω των ποικίλων ερεθισμάτων που δέχονται οι αισθήσεις. Οι φωτογραφίες της συγγραφέως, τραβηγμένες τις περισσότερες φορές με το κινητό, παρακολουθούν σε επαναλαμβανόμενες λήψεις αυτήν την ρευστή και μεταβαλλόμενη συνθήκη. Διυλίζουν την πόλη μέσα από ένα ιδεολογικό φίλτρο και η χωρική αναπαράσταση που επικοινωνείται στον θεατή δεν είναι αντιγραφή αλλά ερμηνεία και μετάδοση. Δεν είναι μια τυχαία παθητική καταγραφική παρουσίαση, αλλά προκύπτει από μια συγκεκριμένη θεώρηση του κόσμου. ‘Όπως διατείνεται ο Ερνστ Γκόμπριτς δεν υπάρχει ένα «κανονικό μάτι» που κοιτάζει και αντιγράφει, χωρίς συναισθήματα εχθρότητας ή συμφέροντα και δίχως την προσθήκη της σκέψης ή της ερμηνείας, υπό αντισηπτικές συνθήκες και μέσα από μια απροκατάληπτη και αθώα ματιά. Δεν υπάρχει αθώα ματιά. Η ματιά είναι πάντα πεπειραμένη, προσκολλημένη στο παρελθόν της καθώς και σε παλαιότερες παρεμβολές των αισθήσεων, της καρδιάς και του μυαλού. Όχι μόνο το πώς αλλά και το τί βλέπει ρυθμίζεται από την ανάγκη και την προκατάληψη και αυτό που αναπαριστά η εικόνα δεν είναι το αντικείμενο αλλά μια σημαίνουσα εκδοχή του. 
«Το υπόγειο δάσος» στο ρέμα του Χαλανδρίου φέρνει στο νου της συγγραφέως τις δυο όχθες του Σηκουάνα και τον Προυστ, το περίτεχνο πέτρινο παγκάκι στο στενό πεζοδρόμιο έναν πίνακα του Βαν Γκόγκ, η μικρή αλεπουδίτσα που ξέπεσε στην συνοικία διατρανώνει την αναγκαστική προσφυγιά των ζώων στα αστικά περιβάλλοντα. Τα έρημα και λησμονημένα μικρόσπιτα του πενήντα, οι ακμαίες πολυκατοικίες που μετρούν ήδη μια εικοσαετία ζωής, το φυλακισμένο καταθλιπτικό σκυλί, η άρρωστη τριανταφυλλιά, οι τρεις γυναικείες μορφές ζωγραφισμένες στον σαθρό τοίχο και η γηραιά κυρία που ρεμβάζει στο μπαλκόνι του γηροκομείου, είναι απρόσμενες ποιητικές παρουσίες. Ενδείξεις μιας αινιγματικής και αφανούς ζωής. 
Η Πόλυ Χατζημανωλάκη στις επίμονες περιπλανήσεις της, με παράδοξους συνειρμούς και ακροβασίες του μυαλού, στήνει ένα δίκτυο από αναφορές σε κείμενα και ανεπαισθήτως περνά από το πραγματικό στο φανταστικό, από το ρητό στο άρρητο, από την μυθοπλασία στην ιστορία και με αυτά τα εναύσματα πορεύεται, είτε στο Εδιμβούργο, είτε στο Πολύδροσο Χαλανδρίου, συντροφιά με Παπαδιαμάντη, τον Νταίηβιντ Λοτζ και τόσους άλλους. 
Στον κοινό καμβά των δύο αφηγήσεων κυριαρχεί ο τρόπος που η συγγραφέας μεταβολίζει σε λογοτεχνία τις εντυπώσεις τις οποίες αντλεί από την πόλη, συνθέτοντας εμπειρίες, βιώματα, διαβάσματα, έρευνες στο διαδίκτυο και μνήμες. Ο τρόπος που εστιάζει, όχι στο γνωστό και στο προβεβλημένο, όχι σ’ αυτό που οι τουριστικοί οδηγοί σημαίνουν με αστερίσκο, όπως εύστοχα υποδεικνύει ο Ζήγκφρηντ Κρακάουερ, αλλά στο αμφίσημο, το χαμηλόφωνο, το αγνοημένο. Στις ευαίσθητες αποχρώσεις και στα διακριτικά ημιτόνια. Ο τρόπος που ξεστρατίζει από τα χαραγμένα μονοπάτια του χάρτη σε νοερά ταξίδια και σε μια περιπέτεια ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας. 
Ίσως γι’ αυτό η ανάπτυξη του βιβλίου μέσα από θραύσματα λόγου και εικόνας μου έφερε στο μυαλό τον Μονόδρομο του Μπένγιαμιν: «Μια γειτονιά φοβερά μπερδεμένη, ένα οδικό δίκτυο που το απέφευγα χρόνια μου αποκαλύφθηκαν διαμιάς όταν μια μέρα εγκαταστάθηκε εκεί ένας .άνθρωπος που τον αγαπούσα. Σαν να ’ταν στημένος στο παράθυρό του ένας προβολέας που τεμάχιζε την περιοχή με δέσμες φωτός». 

*Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

Δεν υπάρχουν σχόλια: