2/8/20

Ταϊλάνδη: τώρα

ΔΙΗΓΗΜΑ

Άγγελος Αντωνόπουλος, Πρόσωπα, 2018- 2019, ακρυλικά και ανάγλυφα αντικείμενα, 122 x 220 x 8 εκ. 


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
 «Για πληροφορίες ρωτήστε τον ταξιδιώτη και όχι τον ντόπιο»

Μαγνήτης: δεν μπορώ παρά να βγω άλλη μια φορά, αργά το απόγευμα, στη Λεωφόρο Σιλόμ. Μαγνήτης. Συνήθεια. Ένα είδος παιδείας. Στο πρώτο καφενείο που βρίσκω με παράθυρα να κοιτούν στον δρόμο μπαίνω να πιώ κάτι. Από το πρωί στα μουσεία και στα υπαίθρια, ξεχειλισμένα παζάρια. Να πάρω μιαν ανάσα τώρα, να δω τι έχει στο πρόγραμμα η αυριανή μέρα. Να ξεφυλλίσω κάποια στιγμιότυπα της περιπλάνησης. Στιγμή ανασύνταξης.
Βρίσκω με την πρώτη ματιά ένα άδειο τραπεζάκι δίπλα στη θολή τζαμαρία. Ο εσπρέσο φτάνει αμέσως. Ανοίγω το παρελθόν των ταξιδιών, τον φάκελο δηλαδή που περιέχει τα πιο στερεά αποσπάσματα ενός εξακολουθητικά φυγόκεντρου βίου. Ό,τι επιβεβαιώνει τις δυσκολίες, τις αναπόφευκτες αποζημιώσεις των περιφορών μου γύρω από τον άξονα της μεγάλης ταξιδιωτικής επιθυμίας και βεβαίως τα βιώματα από τον ερωτικό λειμώνα της Ταϊλάνδης. Τον λειμώνα που δίνει πολύ συχνά την εντύπωση ότι ξέρει να απορροφά ή να υιοθετεί στην καλύτερη περίπτωση την όποια «νεωτερικότητα» του δικού μας βίου για να την κάνει κάποια στιγμή θεραπαινίδα του.
Τα σχετικά πρόσφατα, αλλά και τα άλλα, τα κάπως πιο απόμακρα αναγνωστικά αποκτήματα, που παραπέμπουν στη φιλοσοφία των ανά την υφήλιο περιδιαβάσεών μου, συγκεντρώνονται κι αυτά εδώ, δίπλα στις αυθεντικές, τις ανθεκτικές μνήμες. Ίσως όλες αυτές οι σημειώσεις να επιζήσουν στο μέλλον, προσεκτικά τακτοποιημένες σε ένα τετράδιο αναπαραστάσεων. Μάλλον περισσότερο συμπυκνωμένες από ό, τι θα έπρεπε ή περισσότερο κρυπτικές από ό, τι θα ήθελα ενδεχομένως. Το υλικό μού θυμίζει πάντως σταθερά τις παραμέτρους από μια παλαιότερη περιήγησή μου στην μογγολική ενδοχώρα. Ας πούμε ότι είναι κι αυτές αναφορές σε ένα απεριόριστο πεδίο εκπλήξεων. Αντιγράφω από το ημερολόγιο εκείνης της εποχής: «Θεμέλια συμπεριφοράς: η συμφιλίωση με το παρόν, με τον αδιαφιλονίκητο χρόνο των νύξεων, η μη αυτοεξάντληση στο εγώ, η θέα του απρόσιτου, η ανυπόκριτη συνομιλία μας με το αταίριαστο, η απομνημόνευση του φευγαλέου.»

Το κλιματιστικό μηχάνημα αθόρυβο, μόλις που στέλνει λίγη δροσιά. Οι υγρές σελίδες υπάκουες, φρόνιμα παιδιά, με περιμένουν από προχθές να τις ξανακοιτάξω. Διακρίνω, ανάμεσα στ’ άλλα, υπογραμμισμένο από παλιά τον αναμενόμενο έπαινο για τα ίδια, άκρως θελκτικά τοπία: «…κι από κει ίσια για το Μπάνκοκ. Το Μπάνκοκ! Ανατρίχιαζα από ενθουσιασμό. Είχα έξι χρόνια στη θάλασσα μα δεν είχα ιδεί παρά μονάχα το Μελβούρνο και το Σίντνεϋ, ωραία μέρη βέβαια, περίφημα μέρη στο είδος τους – μα το Μπάνκοκ![…]Εγώ αγαπούσα το καράβι περισσότερο από κάθε άλλη φορά και ποθούσα φοβερά να πάω στο Μπάνκοκ. Στο Μπάνκοκ! Όνομα μαγικό, ευλογημένο. Η Μεσοποταμία δεν ήτανε τίποτα μπροστά του». Είναι ο πρώιμος ενθουσιασμός του Τζόζεφ Κόνραντ, η απροκάλυπτη έλξη που άσκησε πάνω του το μυθικό όραμα της κομβικής για τα δεδομένα της Άπω Ανατολής πόλης, όπως αποτυπώνεται με χαρακτηριστική αμεσότητα στο αφήγημά του Τα νιάτα. Αναγνωρίζω και πάλι την ίδια αλάνθαστη κλίση προς το εξαιρετικό, την ίδια ασίγαστη ορμή προς το ακραίο. Είναι αυτή ακριβώς που εξακολουθεί και σήμερα να παρασύρει ως εδώ τα εκατομμύρια των επισκεπτών της ηδονής.
Στο κέντρο ακριβώς της Μπανγκόκ, η Λεωφόρος Σιλόμ κόβει στη μέση ένα μεγάλο, κομβικό τμήμα της γειτονιάς του Πατπόνγκ. Κάθιδρη, ορθάνοιχτη κι ευεργετική ετοιμάζεται να υποδεχτεί άλλη μια νύχτα. Από πάνω της περνάει κάθε τόσο η γραμμή του εναέριου, εκκωφαντικού τραίνου. Δύο αρτηρίες ζωής που κινούνται με παράλληλη φορά. Διπλή ένταση. Διπλή εκτόνωση. Ένα διχαλωτό ποτάμι επιθυμιών. Κοιτάζω σταθερά έξω. Υπάλληλοι κι εργάτες, που μόλις εγκατέλειψαν τα πόστα τους, έχουν αρχίσει να την πλημμυρίζουν από όλες τις κατευθύνσεις. Διψασμένοι, αλαφιασμένοι. Μια τεράστια μάζα που ψάχνει επίμονα αλλά όχι μάταια τον πλάστη της.
 Πληρώνω και βγαίνω στο δρόμο. Είμαι σίγουρος, η κούραση της μέρας μού έχει φύγει εντελώς. Σαν απελεύθερος. Έτοιμος να κολυμπήσω ανανεωμένος μέσα στην εμπειρία της Σιλόμ. Ήδη με παρασέρνει.
Η πόλη χύνεται ως αργά το βράδυ στα πεζοδρόμια, τριγυρνάει αδιάκοπα έξω από τις βιτρίνες μιας απέραντης ποικιλίας ειδών λαϊκής χειροτεχνίας και τις υπαίθριες προθήκες με τ’ αστραφτερά, βιομηχανοποιημένα τουριστικά ενθυμήματα, τις βάναυσες απομιμήσεις διαφόρων αντικειμένων καθημερινής χρήσης. Είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα τoυ εξοντωτικού, μακρόσυρτου θέρους των τροπικών.
Συνθήκες, μέθοδοι εκτόνωσης, που τηρούν τη βασική αρχή: όλα όσα συμβαίνουν ταυτοχρόνως σε διάφορα επίπεδα, μπορούν με τη σειρά τους να σε βαφτίσουν στην αρχέγονη αλήθεια τους. Σε ελάχιστο μάλιστα χρόνο. Το διαβατήριο θα έχει πάντα πολλές ακόμη σελίδες για τις θεωρήσεις των μυήσεων.
Οι εικόνες γύρω μου μεσιτεύουν όχι το φανταστικό, αλλά το απολύτως υπαρκτό πεδίο της έξαρσης. Πρωτόκολλα μετάστασης στη μαγεία των στιγμών. Η παλαιά τέχνη της πρόσκαιρης, αλλά λυτρωτικής απώλειας μέσα στο δάσος των επιθυμιών και των συμβολοποιημένων δεικτών τους. Κι εγώ, ένας ακόμη θεατής – συμπαίκτης, μέσα στο πλήθος των ανωνύμων που γράφει και ξαναγράφει την επώνυμη ιστορία της Μπανγκόκ. Να δανειστώ για τις ανάγκες αυτής της εποπτικής στιγμής την καίρια αποτύπωση ενός εξαιρετικά συγκινησιακού Γερμανού, του Βάλτερ Μπένζαμιν, για να ολοκληρώσω την κατανόηση κι αυτής της δωρεάς των συγκυριών. Κατά λέξη: «Το να μην μπορείς να προσανατολιστείς σε μια πόλη δεν σημαίνει και πολλά πράγματα. Το να χαθείς όμως περιπλανώμενος σε μια πόλη, όπως χάνεσαι σε ένα δάσος, απαιτεί εκπαίδευση. Στην περίπτωση αυτή, τα ονόματα των δρόμων μιλούν στους περιπλανώμενους τη γλώσσα των ξερών κλαδιών που τρίζουν, ενώ οι μικροί δρόμοι στο εσωτερικό της πόλης αντανακλούν τόσο καθαρά τις ώρες της ημέρας όσο και μια βουνοπλαγιά». Το μη χάσιμο του εγώ, αλλά το ξανακέρδισμά του μέσα στο χαοτικό εαυτό της Σιλόμ: το απόλυτο κέρδος της συγκυρίας.
Παντού, όπου κι αν στραφώ, συνωθούνται ορέξεις, βασανιστικές εμμονές, πάθη ανολοκλήρωτα και δικαιωμένα. Στα μπαράκια των πρόσφορων συναντήσεων δεν υπάρχει πια άδεια θέση. Εκπρόσωποι των δύο φύλων, αλλά και ορισμένων βασικών παραλλαγών τους, σε έξαψη ή εξαιρετικά ήρεμοι, θέλουν να σε πείσουν με τον τρόπο τους ότι είναι εκεί ασφαλώς μόνο και μόνο για σένα. Ισχυρίζονται ότι σε έχουν κάπου ξαναδεί. Άλλοι, περισσότερο φορτικοί, θέλουν να σε υποχρεώσουν να πιστέψεις ότι σε πήρε το μάτι τους και χθες που περιφερόσουν εδώ και θέλουν τώρα «να τα πείτε». Έτοιμοι να μοιραστούν μαζί σου την ομορφιά ή το αφανές ή εξόφθαλμο σύμπλεγμά τους. Μαζί με το σκαμνί, ή την ελάχιστη καρέκλα τους από ξεφτισμένο μπαμπού, προσφέρουν αναιτίως και μη γερές φέτες οργασμικού χρόνου.
Υποδύομαι, μεταξύ άλλων, τον εμπειρικό φυσιογνωμιστή. Οι καταχωρήσεις των παραλλαγών της απόλαυσης του ανοικτού σώματος απαιτούν τη συνεχή επαγρύπνησή μου: η κάθε λεπτομέρεια ένας χάρτης συνειρμών. Η ματαιότητα της ζωής δείχνει, έστω για λίγο, να αυτοακυρώνεται. (Να θυμηθώ, να θυμηθώ επειγόντως εκείνη την λέξη – αίσθηση. Την τάξη εκείνου του απομεσήμερου στον λαιμό της). Ο ένας σταθερά κολλημένος πάνω στον άλλο. Μερικά κορίτσια κρέμονται προφανώς μεθυσμένα από τους ώμους των συνοδών τους. Αγόρια μέδουσες στο στήθος στιβαρών μεσόκοπων. Όλοι τους τσαμπιά απροκάλυπτων υποσχέσεων ενός αλησμόνητου έρωτα.
Πού είναι αυτό το δυσοίωνο, το σκοτεινό που διακρίνει ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν; Παραπέμπω στο μυθιστόρημά του Τα πουλιά της Μπανγκόκ: «…πάνω στον Καρβάλιο καρφώνεται το διεισδυτικό και δύσπιστο βλέμμα της Ασίας.» Πού είναι το αποτύπωμα εκείνης της ματιάς; Τώρα μόνο φίλια, ανυπόκριτα στην πηγαιότητά τους νεύματα.
Σίγουρα, ένας άλλος δρόμος θα βούλιαζε κάτω από τόσους κραδασμούς. Μέσα σε τόσους σπασμούς θα είχε γίνει θρύψαλα. Οι μεγάλες Λεωφόροι γερνούν, εκφυλίζονται σε λυρικά απομεινάρια του άδοξα σπαταλημένου χρόνου. Όχι όμως αυτή. Ανεπιτήδευτη και ανεξίκακη, πολιτισμικά ευάγωγη, η Σιλόμ επιτρέπει συνειδητά σε όλους απλώς να είναι. Μπορεί εν τέλει στο σημείο αυτό της Γης το μέσα και το έξω να εμπιστεύονται πολύ γρήγορα το ένα το άλλο. Μια λειτουργική σύγκλιση του υποκειμένου και του αντικειμένου φαίνεται λοιπόν σε μεγάλο βαθμό πιθανή.
Οι πόροι του επισκέπτη συγκοινωνούν ανεμπόδιστα με τις πολλαπλές παρόδους, με τα συμφραζόμενα τους, με τις εσώτερες πτυχές τους, με ό, τι επιμελώς ή εντελώς συμπτωματικά τα συγκροτεί. Η Σιλόμ θα ανοίγει πάντα τις εικόνες της, σαν να είναι τα χαρτιά μιας τράπουλας ευχών. Θα ξεδιπλώνει όλες τις ώρες της, είτε διακριτικά, είτε απότομα. Θα θέλει πάντα να μας χαρίσει μέσα σε ένα βράδυ όλες, ει δυνατόν, τις όψεις της. Να δείξει όλες τις στοές της. Τις παράπλευρες ιδιαιτερότητες - αξίες της. Τις αδιανόητες αποχρώσεις της. Σαν υποχρεωμένη από παλιά. Αλλά χωρίς να μας πνίγει. Πρόσχαρη. Ίσως να μας θεωρεί κιόλας προκαταβολικά κομμάτι της. Η Σιλόμ - η γλώσσα επιμένει έστω μια φορά να την πει «μια τεράστια κολυμβήθρα Σιλωάμ» - η Σιλόμ επιμένει να είναι γεμάτη από νόημα.
Η δημοκρατία του χαδιού, η επικράτεια του υποψιασμένου κορμιού. Πολίτευμα που δεν καταρρέει. Το συγκρατούν τα όνειρα όλων εκείνων που την διαπερνούν καθημερινά, που την κατοικούν πεισματικά. Όχι βέβαια εκείνα που τρεμοσβήνουν, τα φευγαλέα ή τα λανθάνοντα στο περιθώριο της νύχτας της νύχτας μισοφασματικά, μισοαληθινά συμβάντα, αλλά τα όνειρα – δύναμη. Τα ανεξίτηλα όνειρα, από δέος, πόθους και ιχώρ, όλων αυτών που επιστρέφουν για να βρουν ξανά το κομμάτι του εαυτού τους που έχασαν, που τους λείπει αφόρητα και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς. Ρούμι

Δεν υπάρχουν σχόλια: