19/7/20

Το ποδήλατο της εισβολής

ΔΙΗΓΗΜΑ

Άποψη της έκθεσης All Together Now (έργα του Αριστοτέλη Ρουφάνη, της Hilde Aagaard, του Κώστα Βαρώτσου, της Λίας Ναλμπαντίδου και της Μάρθας Δημητροπούλου)

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ Η. ΠΑΠΠΑ

Το ποδήλατο ήταν το απόλυτο φετίχ της παιδικής μας ηλικίας. Ποδήλατο, μπάλα και περιοδικά Μπλεκ, Σεραφίνο, Τιραμόλα, Μάσκα και Ποπάυ. Το ποδήλατο ήταν το μεταφορικό μέσο μιας ολόκληρης εποχής. Πολλαπλών χρήσεων. Και όποιος το είχε την εποχή εκείνη ήταν όπως σήμερα το αυτοκίνητο.
Η χρήση του ήταν σπουδαία. Μ’ αυτό πήγαιναν οι άνθρωποι σε όλες τις δουλειές τους αλλά και στα πανηγύρια στα διπλανά, αλλά και σε πιο απομακρυσμένα χωριά. Και μάλιστα δύο άτομα σε κάθε ποδήλατο. Πολλές φορές και τρία. Αργότερα το χωριό γέμισε ποδήλατα. Κάθε σπίτι είχε δυο και τρία. Απαραίτητα για τα παιδιά. Και οι τσακωμοί πολλοί, για το ποιος θα το πάρει να πάει βόλτα.
Εννοείται πως κανένα παιδί δεν είχε δικό του. Όχι όπως τώρα που μέχρι να ενηλικιωθούν τα παιδιά έχουν αλλάξει δυο τρία ποδήλατα και είναι δικά τους, κατάδικά τους. Εμείς δεν είχαμε δικά μας, γιατί ήμασταν φτωχοί. Δεν ξέραμε τότε τι θα πει φτωχός, αλλά το νιώθαμε, όταν ερχόταν κανένας μπούλης από την Αθήνα και μας έλεγε διάφορα για την πόλη και το πώς είναι εκεί τα πράγματα και μεις τον ζηλεύαμε, γιατί αυτός είχε δικό του ποδήλατο και δική του δερμάτινη μπάλα, ενώ εμείς δεν είχαμε ούτε το ένα ούτε το άλλο..
Τα ποδήλατα λοιπόν που είχαμε ήταν των πατεράδων μας οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν για όλες τους τις μετακινήσεις, στα χωράφια, στην πόλη και όπου αλλού. Ο πατέρας μου πήγαινε μ’ αυτό, όταν είχε καμιά σοβαρή δουλειά, στα Γιάννενα, κάπου 70 χιλιόμετρα απόσταση. Το δύσκολο, έλεγε, ήταν να ανέβεις την Κανέττα, αλλά στον γυρισμό τον έπαιρνε η κατηφόρα και πήγαινε βούγκα. Ήταν μαθημένοι στις δυσκολίες οι παλιοί. Τώρα γίναμε όλοι φλούφληδες και καλοπερασάκηδες. Πάμε, παραδείγματος χάριν, το καλοκαίρι στο αρχαίο θέατρο και μας πιάνεται ο πισινός.

Τα ποδήλατα ήταν απλά φτιαγμένα και φτηνά για κείνη την εποχή. Μια αλυσίδα. Χωρίς ταχύτητες εννοείται. Μια σκληρή δερμάτινη σέλα με ελατήρια μάρκας brooks, ένα κουδούνι στρογγυλό, μεταλλικό. Φως μπροστά, που έπαιρνε ρεύμα από ένα δυναμό που τον έβαζες το βράδυ όταν ήθελες να φωτίσεις λιγάκι τον δρόμο. Θυμάμαι τον πατέρα να ελέγχει συνέχεια με τον ακτινολόγο τις ακτίνες των τροχών για να μην λασκάρουν, να λαδώνει την αλυσίδα για να μην ξεραίνεται.
Επειδή πολλές φορές δεν μπορούσαμε να φτάσουμε τη σέλα για να κάνουμε ποδήλατο βάζαμε τα πόδια από κάτω. Όταν κάναμε ποδήλατο (τσεχικό eska ή velamos) δεν φορούσαμε φυσικά κράνος και στην πίσω ρόδα βάζαμε πάντα χαρτόνι από πακέτο τσιγάρα πιασμένο με ξύλινο μανταλάκι έτσι για να κάνει θόρυβο και να μας θυμίζει μηχανάκι. Περνάγαμε ώρες έξω απ’ το σπίτι φτιάχνοντας πατίνια με ρουλεμάν και σανίδια και τρέχαμε στη γειτονιά απλά για να διαπιστώσουμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένο. Κάναμε λοιπόν βόλτες γύρω γύρω από τη γειτονιά τρέχοντας σαν διαβόλοι. Έτσι σε μια στροφή συγκρουστήκαμε με έναν φίλο, σκίστηκε το προστατευτικό κάλυμμα του τροχού, έσκασε και το λάστιχο. Τώρα, τι θα γίνει; Ξέραμε ότι η τιμωρία θα ήταν κάνα χαστούκι από τον πατέρα και πολλά νεύρα.
Αυτά γίνανε Παρασκευή 19 Ιουλίου 1974. Ήμουν 12 χρονών. Την άλλη μέρα 20 Ιουλίου, του Αη-Λιος παίρνω το λεωφορείο και κατά τις 9.30 το πρωί είμαι στην αγορά της Άρτας. Πάω στο ποδηλατάδικο, το οποίο το είχε τότε στο κέντρο της αγοράς στην πλατεία Κιλκίς, ο Ευστρατιάδης, για να πάρω ανταλλακτικά.
Σε λίγο άρχισε το κακό. Μια λέξη να ακούγεται παντού. Πόλεμος, Πόλεμος. Επιστράτευση. Ο κόσμος αλαφιασμένος να φωνάζει. Γυναίκες να κλαίνε και να χτυπιούνται. Από ένα κουρείο ακούγονταν εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια.
Από πολιτικά δεν σκαμπάζαμε τίποτα. Είμαστε και μικροί τότε. Ξέραμε ότι οι δικοί μας ήταν, απ’ ότι ακούγαμε, αριστεροί, αμίτες. Τώρα τι σήμαινε αυτό δεν ξέραμε. Στο σπίτι δεν κουβεντιάζανε πολιτικά. Μόνο μια φορά θυμάμαι, το 1973 πρέπει να ήταν, που είχε έρθει απ’ την Αθήνα ένας θείος μου, τον άκουσα να λέει χαμηλόφωνα στον πατέρα μου το όνομα Καραμανλής.
Στο μυαλό όμως έχει μείνει η εκστρατεία της χούντας για το δημοψήφισμα, καθώς από τα δύο τότε κρατικά κανάλια, ακούγονταν συνέχεια ανακοινώσεις υπέρ του ΝΑΙ. Μάλιστα στο κέντρο του χωριού, στο υδραγωγείο, είχε αναρτηθεί και ένα μεγάλο πανό που έγραφε ΝΑΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ. Στο καφενείο του Βασίλη Τσώλα, έφυγε νωρίς κι αυτός, κάποιοι βάζανε συνέχεια στο ηλεκτρόφωνο μάρκας ΑΜΙ, που είχαν κάποια καφενεία τότε, το τραγούδι Βάστα τα κλειδιά βάσταξε γερά, σε καλαματιανό ρυθμό, αφιερωμένο στο πρωτοπαλίκαρο της Χούντας Γιώργο Παπαδόπουλο. Το λεν οι πετροπέρδικες, το λέει και τ’ αηδόνι./ Ορέ Γιώργο Παπαδόπουλε/ Για σένα μιλάει ο ντουνιάς για σένα καμαρώνει./ Βάστα τα κλειδιά, βάσταξε γερά.
Το κρίμα είναι ότι συνθέτης αυτού του τραγουδιού ήταν ο περίφημος βιολιστής Γιώργος Κόρος. Και ο Χ. Βασιλειάδης ο περίφημος «Τσάντας». Πόσοι όμως και πόσοι δεν ξεφτιλίστηκαν τότε για να τα ’χουν καλά με τους χουντικούς. Ακόμη και ο μεγάλος Μπιθικώτσης έφτασε στο σημείο να τραγουδήσει τον ύμνο της χούντας, παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις του Μίκη. Τότε βέβαια δεν τα γνωρίζαμε όλα αυτά και ούτε που μας ένοιαζε. Τα μάθαμε όμως αργότερα για τον «πολιτισμό» της χούντας.
Μέσα λοιπόν στον χαμό πάω στη στάση για να πάρω το λεωφορείο για το χωριό. Ποιο λεωφορείο;. Δεν λειτουργούσε τίποτα. Κόσμος να τρέχει αλαφιασμένος. Γυναίκες να κλαίνε και να φωνάζουν Πόλεμος, Πόλεμος. Σε κάποια φάση είδα τη νουνά μου από το χωριό να κλαίει και να φωνάζει. Οι γυναίκες αυτές είχαν ζήσει τον πόλεμο και ξέρανε τι καταστροφές και τι δυστυχίες φέρνει.
Τέλος πάντων, περίμενα φοβισμένος στη στάση για πολλή ώρα μέχρι που πέρασε ένας θειός μου με το αγροτικό, ανέβηκα στην καρότσα και βουρ για το χωριό. Από τότε μόλις ακούω τη λέξη ποδήλατο θυμάμαι εκείνη την Παρασκευή 20 Ιουλίου του 1974 στην Άρτα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: