ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΙΖΑΝΙΑ
Σε όλες τις επαναστάσεις, απέναντι στις
ιστορικές αδράνειες, τις αντινομίες και τις φυγόκεντρες τάσεις οι οποίες
προκαλούνται, λειτουργούν δύο κύριες κεντρομόλες δυνάμεις: η πολιτική βούληση
των εν γένει ηγεσιών με την οποία εξασφαλίζεται, λίγο πολύ, η συνέχεια της
αγωνιστικής δυναμικής, και η επαναστατική ιδεολογία η οποία τείνει εξ
αντικειμένου να αναστρέφει τις φυγόκεντρες τάσεις και ταυτόχρονα να πολώνει την
αντιπαράθεση με τον εχθρό. Το κρίσιμο ζήτημα, ωστόσο, είναι πόσο βαθειά
μπορούμε να σκάψουμε στα αρχεία για να διαπιστώσουμε, με ατελή αποτελέσματα ασφαλώς,
εάν και πως αρθρωνόταν ή ενσφηνωνόταν η επαναστατική ιδεολογία στις μακραίωνες
παραστάσεις των μεγάλων μαζών όπως είχαν διαμορφωθεί επί αιώνες θεοκρατικής
δεσποτείας.
Από το ξέσπασμα της Επανάστασης, και με τους ποικίλους χειρισμούς των
πολιτικών ηγεσιών, αλλά και ανεξάρτητα από αυτές, με την έκδοση αρκετών
εφημερίδων, δημόσιων λόγων, φυλλαδίων, λίγων εφημερίδων τοίχου σε πόλεις, ιδίως
το βάρος του κύρους των προσωπικοτήτων που ήταν φορείς της ιδεολογίας αυτής, ο
επαναστατικός πατριωτισμός κέρδιζε κοινωνικό χώρο, διαχεόταν στον εν γένει
πληθυσμό. Ο Γάλλος Φιλέλληνας, αξιωματικός του Ναπολέοντα Jean-François-Maxime
Raybaud, είδε απλούς κληρικούς οι οποίοι καλούσαν με φλογερούς πατριωτικούς
λόγους τους πιστούς να πάρουν τα όπλα και αυτοί ανταποκρίνονταν με ό,τι
διέθεταν που θα μπορούσε να θυμίζει όπλο. Που σημαίνει ότι ιερείς στο όνομα της
Επανάστασης έδιναν προτεραιότητα στο κόσμο ετούτο, παρακάμπτοντας τις
απαιτήσεις τις χριστιανικής πίστης. Προπαγάνδιζαν μια αμιγώς κοσμική ιδεολογία
χρησιμοποιώντας το κύρος τους και τα λόγια της πίστης. Έτσι, με χίλιους
τρόπους και πολλά μέσα, διαμορφωνόταν μια μορφή ενοποιητικής ιδεολογικής
δύναμης την οποία ο Χειμαριώτης στρατηγός Σπυρομίλιος θεωρούσε ακαταμάχητη: «Ούτ’
εδύνατο να πιστεύση [ο Κιουταχής] το, όπου συναθροισμένοι άνθρωποι έχοντες τον
πατριωτισμόν οδηγόν, τίποτις δεν τους δαμάζει…».
Με μία αρχική λεξικογραφική
προσέγγιση στα Αρχεία της Ελληνικής
Παλιγγενεσίας τεκμαίρουμε την επίκλησή αυτής της ιδεολογίας: ‘οι ευπηθείς
πατριώται’, ‘χαιρετούμε πατριωτικά’, ‘αδελφέ
πατριώτη’, ‘οι πατριώται’, ‘εις το πατριωτικόν καθήκον αφιερωμένοι’, κ.ο.κ. Ο
αριθμός των εν λόγω αναφορών ξεπερνάει τις 2.000 και είναι διεσπαρμένος
γεωγραφικά σε πολλούς ελληνικούς τόπους. Από αυτή την προσωρινή λεξικογραφική
προσέγγιση, μπορούμε να υποθέσουμε την κοινωνική δυναμική υιοθέτησης του
επαναστατικού πατριωτισμού από ευρύτατα τμήματα των ελληνικών πληθυσμών.
Πιστεύω ότι η ιδεολογία αυτή ήταν
η θετική μετάπλαση της πολιτικοποίησης των ραγιάδων απέναντι στην εκτεταμένη
λεηλατικού τύπου ανομία των κυριάρχων. Οι Οθωμανοί κατακτητές, από το τέλος του
17ου αιώνα (και για μικρές κοινωνικές ομάδες μορφωμένων Ελλήνων ήδη
από το τέλος του 15ου), άρχισαν σταδιακά, αργά, να γίνονται
αντιληπτοί από τους κατακτημένους ως ξένοι, δυνάστες, βάρβαροι κατακτητές,
κ.ο.κ. Νομίζω πως αυτή η αλλαγή της πρόσληψης την οποία διαμόρφωναν οι
κατακτημένοι για τους κατακτητές τους, θεμελιωμένη θετικά στην σταδιακά
διαχεόμενη ιστορική αυτοαναγνώριση Έλληνες, καλλιεργούσε και διέχεε σταδιακά
στον ελληνικό κοινωνικό και οικονομικό χώρο ένα βαθύτατο συλλογικό μίσος προς
τους Οθωμανούς, διάχυτο σε πολύ μεγάλο μέρος των Ελλήνων, ισχυρών και ταπεινών.
Το ίδιο, για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι εκδηλώθηκε από τους Αβράκωτους, τους
Οργισμένους και τους χωρικούς κατά την Γαλλική Επανάσταση προς τους
αριστοκράτες, τον κλήρο και την μοναρχία.
Το μίσος, βεβαίως, είναι
εναλλασσόμενο με τον φόβο. Αλλά η ίδια η δράση, πολεμική και γενικότερα η
επαναστατική, αποδέσμευε το μίσος από τον φόβο, το μετέτρεπε σε επιθετική
δύναμη. Ο J.-F. Μaxime Raybaud, παρατήρησε Έλληνες μαχητές την ώρα της επίθεσης
και σημείωσε: «Οι Έλληνες βγάζουν μια λαρυγγική κραυγή όταν πλησιάζουν τον
εχθρό. Αλλά αυτή η κραυγή παίρνει μια άλλη απόχρωση όταν υψώνουν το γιαταγάνι
[…] η πικρή ειρωνεία της νίκης, ο θυμός της εκδίκησης, η απάνθρωπη χαρά του
αίματος εκφράζονται ταυτόχρονα στην κραυγή και μαζί ένα σαρδόνιο, άγριο γέλιο
όχι λιγότερο τρομερό…».
Ο στρατηγός Σπυρομίλιος, και πάλι, με την
ματιά του επαγγελματία στρατιωτικού έγραψε: «Το να θυσιάζωμεν Τούρκους μας
έγινεν πλέον έξις. Και αυτοί οι δυστυχείς εγίνοντο θύμα του πυρός μας
καθημερινώς, μη δυνάμενοι παρά να υπακούσωσι εις την επιμονήν του Ρεσέτ Μεχμέτ
πασιά [Κιουταχή]. Και οι Τούρκοι οίτινες προ οκτώ μήνας μας εφαίνοντο θηρία και
οπού μας ετρόμαζαν με το πλήθος, και οπού από το πυρ και το σίδερόν τους δεν
εσώθησαν ούτε λόγγοι, και σχεδόν ούτε αυτοί οι βράχοι, αυτοί οι ίδιοι Τούρκοι τώρα
μας φαίνονται άνανδροι και τους περιφρονώμεν…». Ο Γάλλος Φιλέλληνας που
προανέφερα παρακολούθησε ένα καρναβάλι στην Τήνο το 1823, όπου οι χωρικοί και
οι αστοί του νησιού, προκειμένου να χλευάσουν τους πρώην καταπιεστές τους,
μεταμφιέζονταν κοροϊδευτικά Οθωμανοί αξιωματούχοι.
Από τον φόβο στο μίσος, και από
εκεί στην περιφρόνηση. Αυτή πρέπει να ήταν συνοπτικά η διαλεκτική των
συναισθημάτων τα οποία σχημάτιζαν την έδρα υποδοχής του ιδεολογικού φρονήματος
των μαχόμενων Ελλήνων, ασφαλώς με παλινδρομήσεις. Αυτά τα συναισθήματα,
πιστεύω, μεταπλάθονταν και εντέλει εξιδανικευόταν στην ιδεολογία του
επαναστατικού πατριωτισμού και κωδικοποιούνταν στα σύμβολα ‘Ελληνες’, ‘Έθνος’
και ‘Ελευθερία’. Ο μοχλός με την ώθηση του οποίου τα συναισθήματα αυτά
μετεξελίσσονταν, ήταν η επαναστατική δράση. Ο Φωτάκος στα απομνημονεύματά του
διατυπώνει με ακρίβεια την δυναμική αυτή: «H μάχη αυτή [Δολιανά, 18 Μαΐου 1821] είναι πολύ σημαντική, διότι προτού είχε
γίνει η μάχη του Bαλτετσίου και έπειτα από αυτάς τας μάχας έλαβαν οι 'Ελληνες
τόλμην μεγάλην να μη φοβούνται πλέον τους Tούρκους, και άρχισαν να ερωτούν πού
είναι οι Tούρκοι, όχι σαν πρώτα ότε έλεγαν, έρχονται οι Tούρκοι και έφευγαν».
Εκκρεμεί κάποια ιστορική έρευνα
που θα μπορούσε να μας δείξει τι παλιό σάρωσε η δυναμική της Ελληνικής
Επανάστασης, πως και σε ποιο βαθμό άλλαξε τις ανάγκες, τις προτεραιότητες και
ασφαλώς τις επιθυμίες των ελληνικών πληθυσμών. Για παράδειγμα, σε ένα έγγραφο
προς το Βουλευτικό, το οποίο είχαν συντάξει αξιωματούχοι κληρικοί των ελεύθερων
περιοχών στα μέσα του 1825, υποστήριζαν, κάπως υπερβολικά άλλα όχι άστοχα, ότι «ο
λαός εξώκειλε και εξετράπη του θρησκευτικού, μηδόλως θέλων ειδέναι ούτε
θρησκείαν, ούτε εκκλησίαν, ούτε νόμους εκκλησιαστικούς, ούτε ποιμένας του λαού…».
Αλλά σε αυτόν τον τέταρτο χρόνο της
Επανάστασης, οπότε συντάχθηκε η διαμαρτυρία των κληρικών, οι Έλληνες μαχητές, (ιδίως
εκείνη η συντριπτική πλειονότητα που δεν είχε πολεμήσει ποτέ), είχαν
πραγματοποιήσει με την δράση τους ένα τεράστιο άλμα. Είχαν περάσει από τον
υποτελή βίο και τον ορίζοντα της οικογένειας, του χωραφιού και του χωριού, στον
κόσμο του πολέμου, του κινδύνου του θανάτου και γενικότερα της Επανάστασης. Και
όλα αυτά νομιμοποιημένα από την πατριωτική ιδεολογία, όπως επίσης και από τις
πολιτικές επαναστατικές αρχές, τον καπετάνιο, κληρικούς, όλοι του κόσμου
ετούτου. Ο κόσμος των επί αιώνες απόλεμων και τώρα μαχητών, είχε εκκοσμικευτεί
ραγδαία από την δράση, τις νέες πρακτικές ανάγκες, τους κινδύνους, τον
νομιμοποιημένο με επαναστατικά κριτήρια θάνατο.
Ας σκεφτούμε το κατεξοχήν
ιδεολογικό σύμβολο της Επανάστασης, την Ελευθερία. Ο λόγος που ο θάνατος
αποτελούσε την εναλλακτική επιλογή στην ελευθερία, ήταν επειδή ο θάνατος για
την ελευθερία ήταν συλλογικός και πολιτικός ενός σώματος κοινωνικού το οποίο
πάλευε για ένα αγαθό κοινό για όλους: την πολιτική ύπαρξη και την ανεξαρτησία
του, δηλαδή την ελευθερία για όλους. Πρέπει, όμως, να τονίσω ότι οι Έλληνες
μαχητές, και γενικότερα ο πληθυσμός ο οποίος μαχόταν με ποικίλους τρόπους, δεν
ανακάλυψε την ελευθερία αφότου υπογράφηκε το 1830 το Πρωτόκολλο της
Ανεξαρτησίας. Οι ταπεινοί, ιδίως αυτοί, δηλαδή η συντριπτική πλειονότητα των
Ελλήνων, ανακάλυπταν την ελευθερία από την αρχή της Επανάστασης, διαρκώς: στην
ελεύθερη έκφραση του μίσους στις μάχες, στην απόλαυση της εκδίκησης, στον φόβο
στις μάχες και την χαρά στις νίκες, στις εκλογές, στην ελεύθερη συζήτηση, στην
δέσμευση σε ένα σκοπό ο οποίος τους εξύψωνε σε σημαντικούς ανθρώπους σε σχέση
με το καθεστώς του ραγιά, στην αντιλογία ή και την επιθετικότητα προς τους
παλαιούς προεστούς, στην δυνατότητα να σκοτώνουν τους παλαιούς καταπιεστές
νόμιμα και χωρίς τον φόβο της βαριάς αμαρτίας ή της τιμωρίας, και τόσα ακόμη. Η
συντριπτική πλειονότητα των ελληνικών πληθυσμών μπορεί να μην γνώριζε τον
ορισμό της ελευθερίας και του πατριωτισμού όπως ένας διανοούμενος, αλλά
καταλάβαινε θαυμάσια και με ακρίβεια ότι ελευθερία και πατριωτισμός ήταν όλα
αυτά τα καινούργια που ζούσε και ο ίδιος έκανε.
Υπάρχει ένα ζήτημα, θα το όριζα
ως πολιτισμικό πλεονέκτημα των Ελλήνων έναντι των Οθωμανών, το οποίο
εκδηλωνόταν στην άνιση δυνατότητα να αντιληφθούν οι μεν και οι δε την
πραγματικότητα του αντιπάλου και του εαυτού. Αυτό το πλεονέκτημα αποτυπωνόταν
στην ελληνική γλώσσα. Αλλά προερχόταν από την ανάπτυξη της πολιτικής και κάπως
γενικότερα της ιδεολογικής σκέψης τις οποίες είχε καλλιεργήσει ο ελληνικός
Διαφωτισμός επί δεκαετίες πριν την Επανάσταση. Αναφέρομαι στα βασικά νοήματα
της νεωτερικότητας και στον βαθμό της ορθολογικής ικανότητας που πρόσφεραν αυτά
ώστε να αναλύονται εύστοχα οι πραγματικότητες των Οθωμανών από τους Έλληνες
ακόμη και περιορισμένης μόρφωσης, ενώ τα ίδια αυτά νοήματα δεν έπαυαν να
αποτελούν ταυτόχρονα όπλα ιδεολογικού πολέμου. Όμως, ακόμη και με την στενή
αποκλειστικά γλωσσική οπτική, η πρόσληψη των ιδεολογικών αξιών της Επανάστασης
από τους πολλούς ήταν κατά πολύ ευχερέστερη για τους Έλληνες. Μπορεί οι μεγάλη
μάζα των Ελλήνων να μην μετείχε σε αυτές τις διανοητικές επεξεργασίες των εν
λόγω νοημάτων, αλλά τα αντιλαμβανόντουσαν εμπειρικά μέσω της δράσης.
Η ίδια η ελληνική γλώσσα, (όπως πολλές
άλλες) ήταν ήδη φορέας νοημάτων τα οποία πολύ εύκολα ανανοηματοδοτούνταν σε νεοτερικά,
όπως ‘Έλληνας’, ‘έθνος’, ‘ελευθερία’, ‘δημοκρατία’, ‘δικαιώματα’, ‘ισότητα’, ‘νόμος’,
‘ισονομία’. Αυτά τα νοήματα δεν συνδέονταν στα ελληνικά με θρησκευτικές
κατηγορίες. Υπήρχαν στην γλώσσα από αιώνες, και ήταν εύκολο να επανέλθουν σε
χρήση και να γίνουν λίγο πολύ κατανοητά από την μεγάλη μάζα των απλών Ελλήνων,
αρκεί να τα εκφωνούσε κάποιος με κύρος και κάπως να τα εξηγούσε. Αυτά τα
νοήματα αντιπαραβαλλόμενα με το καθεστώς του ραγιά πολύ εύκολα υπερείχαν. Το
σκυμμένο κεφάλι του ραγιά υπό καθεστώς αυθαιρεσίας δεν χρειαζόταν ιδιαιτέρως
επεξεργασμένα επιχειρήματα για να απορριφθεί, μάλιστα με απέχθεια ακόμη και
έναντι της συμμετοχής στον πόλεμο, πόσο μάλλον στις εκλογές, στην ελεύθερη
έκφραση, εν τέλει στην έμπρακτη ελευθερία.
Από την εποχή του Ελληνικού
Διαφωτισμού, οι γλωσσικοί όροι με τους οποίους οι Έλληνες ερμήνευαν τους
Οθωμανούς ήταν ταυτόχρονα ιδεολογικά πολεμικοί και κυριολεκτικοί: ‘Οθωμανοί
βάρβαροι’, ‘τύραννοι’, ‘κατακτητές’, ‘δεσπότες’, ‘θεοκράτες’. Διακρίνουμε,
δηλαδή, ότι η πρόσληψη την οποία είχαν διαμορφώσει οι Έλληνες για τους
Οθωμανούς δεκαετίες πριν την Επανάσταση βασιζόταν στα πραγματικά τους
χαρακτηριστικά και με αυτά τους πολεμούσαν ιδεολογικά θέτοντάς τα σε
αντιδιαστολή με την δική τους αυτοαναγνώριση. Αυτή η διαφωτιστική παράδοση
προεκτείνεται στα επίσημα κείμενα κατά την διάρκεια της Επανάστασης, στις
επιστολές, όπως και αργότερα στα απομνημονεύματα σε διαφορετικά επίπεδα
νοηματικής πυκνότητας, αλλά νοήματα κοινά για όλους.
Αντίθετα, οι Οθωμανοί, μάλιστα
οι μορφωμένοι αξιωματούχοι, αντιμετώπιζαν μεγάλη δυσκολία, συχνά αδυναμία να
αντιληφθούν τι είναι όλα αυτά ήδη από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Τους
έλειπαν οι λέξεις, τα νοήματα δηλαδή η αντίστοιχη ιστορία. Έτσι, μόνη πηγή
νοημάτων για αυτούς αποτελούσαν οι θρησκευτικοί όροι. Οι Οθωμανοί χρειάστηκαν
σχεδόν ένα αιώνα από την Ελληνική Επανάσταση ώστε το μιλέτ από θρησκευτική
κοινότητα να νοηματοδοτηθεί ως εθνική∙ η λέξη τζουμχουριέτ από οχλοκρατία σε
δημοκρατία∙ ο νόμος από θεϊκή προσταγή σε κοσμικό κανόνα∙ η ισότητα απέναντι
στον θεό ως πολιτική ισότητα. Σε όλη την διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης οι
Οθωμανοί, και οι μορφωμένοι μεταξύ αυτών, στο πλαίσιο του ιδεολογικού τους
πολέμου εναντίον των Ελλήνων, δεν διέθεταν παρά ασήμαντης ερμηνευτικής αξίας
γλωσσικά νοήματα, κατέληγαν εντέλει σε ηθικολογικούς και θρησκευτικούς
χαρακτηρισμούς: οι Έλληνες ήταν για τους Οθωμανούς ‘αχρείοι’, ‘ανέντιμοι’, ‘προδότες’,
‘αλαζόνες’, ‘καταραμένοι’, ‘άπιστοι’. Προφανώς η αμφισβήτηση, και μάλιστα ο
πόλεμος εναντίον του αυτοκρατορικού κράτους και του Σουλτάνου ήταν αδιανόητη
για τους Οθωμανούς, δεδομένου ότι αποτελούσαν το βασίλειο του Θεού τους στην
γη. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι ίδιοι οι Οθωμανοί ήταν θύματα της δικής τους
θεοκρατίας και αποτυπωνόταν στην γλωσσική αδυναμία τους να καταλάβουν τον κόσμο
έξω από αυτούς τους ίδιους και το σύστημα της κυριαρχίας τους.
Έχουμε συνεπώς δύο εχθρούς,
μεταξύ των οποίων οι μεν Έλληνες πολεμούσαν με όρους απολύτως εκκοσμικευμένης
πολιτικής και στο όνομα νεωτερικών κοσμικών αξιών με την θρησκεία τους ως
ισχυρό συμπλήρωμα στην ιδεολογική σύγκρουση. Αντίθετα, οι Οθωμανοί προσλάμβαναν
τους Έλληνες μέσω μιας θρησκευτικής και ηθικολογικής κοσμοεικόνας η οποία τους
εγκλώβιζε στο διαζευκτικό δίπολο πιστοί μουσουλμάνοι/άπιστοι ρωμιοί. Επρόκειτο
για εύλογο εγκλωβισμό. Πώς να αντιληφθούν οι Οθωμανοί την σημασία του κοσμικού
και ιστορικού αυτοπροσδιορισμού των επαναστατημένων στο όνομα ‘Έλληνες’, όταν
οι ίδιοι, ανεξάρτητα αν ήταν Τούρκοι, Αλβανοί ή άλλης εθνότητας
αυτοπροσδιορίζονταν αποκλειστικά και μόνο με την θρησκεία τους, ως ‘άνθρωποι
του Ισλάμ’, Μουσουλμάνοι;
Αυτό το οποίο αντιλαμβάνονταν
πολύ καλά οι Οθωμανοί ήταν τα ζητήματα του στρατού και του πολέμου, και ακριβώς
σε αυτά η Ελληνική Επανάσταση τους ανάγκασε να πραγματοποιήσουν σημαντικές
αλλαγές στο αυτοκρατορικό τους κράτος. Ξεκίνησαν με την σφαγή των Γενιτσάρων το
1826 προκειμένου να εκσυγχρονίσουν το κράτος, και συνέχισαν να πραγματοποιούν
μεταρρυθμίσεις του κράτους για κάποιες δεκαετίες, αν και συχνά ατελείς και
άλλοτε αποτυχημένες, εκτός από την αναδιοργάνωση του στρατού.
Οι έρευνες Ελλήνων και Τούρκων
οθωμανολόγων εκτιμώ ότι εντοπίζουν ένα μεγάλο παλαιό πολιτισμικό χάσμα μεταξύ
Ελλήνων και Οθωμανών, το οποίο εκδηλώνεται έντονα κατά την διάρκεια της
Επανάστασης. Οι Οθωμανοί, αδυνατούσαν να αντιληφθούν τι ήταν όλα αυτά τα οποία
υποστήριζαν οι Έλληνες και πολλοί Ευρωπαίοι, και μάλλον το πλέον ακατανόητο
ήταν η ελευθερία. Με αυτό το πολιτισμικό χάσμα να διευρύνεται περαιτέρω από τον
πόλεμο, και παρά το βαρύ τίμημα που
συνεπαγόταν η ελευθερία, παρά τις παλινδρομήσεις, τις φυγόκεντρες τάσεις και
τις συγκρούσεις μεταξύ τους, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να γυρίσουν πίσω στο
ραγιαδιλίκι επειδή είχαν εξελιχθεί σημαντικά, είχαν να χάσουν πολλά. Σε αυτό
συνέβαλαν οι Οθωμανοί ανεπίγνωστα. Καθηλωμένοι στην αρχέγονη λεηλατική
δεσποτεία τους, το μόνο το οποίο ήταν σε θέση να προτείνουν στους
επαναστατημένους Έλληνες οδηγούσε στο ίδιο ακριβώς μέλλον με εκείνο της
περιόδου της κατάκτησης πριν τέσσερις, πέντε αιώνες: μια αβέβαιη συγχώρεση εφόσον
προσκυνούσαν και επέστρεφαν στο καθεστώς του ραγιά, αλλιώς σφαγή και
εξανδραποδισμό. Οι Οθωμανοί, λοιπόν, υπόσχονταν δουλεία ή θάνατο έναντι της
ελευθερίας ή του θανάτου των Ελλήνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου