29/2/20

Κική Δημουλά

Η ποίηση και το πληθυντικό της νόημα, ή η Κική Δημουλά «αριστερή» ποιήτρια



ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Σ’ ένα ποίημά της, από την καθ’ όλα σημαδιακή συλλογή της, Το λίγο του κόσμου (1971), σημαδιακή κυρίως γιατί με τα ποιήματα αυτού του βιβλίου συναντήθηκε-μεταφορικά και κυριολεκτικά- με τα τότε νεαρά μέλη των ποιητών του ΄70, το «Πληθυντικού αριθμού», η Κική Δημουλά θεωρεί πληθυντικού νοήματος τρία ουσιαστικά ονόματα, τον έρωτα, το φόβο και τη νύχτα, ενώ εξαιρεί ένα και μόνο ουσιαστικό: τη μνήμη. Θα μπορούσε ο κατάλογος αυτός να είναι μακρύς και τα πληθυντικού νοήματος ουσιαστικά αναρίθμητα, αλλά ας αρκεστούμε σ’ αυτά τα τρία, θεωρώντας τα δείγματα των υπόλοιπων άλλων. Πράγματι, λοιπόν, ο έρωτας, ο φόβος και η νύχτα τείνουν προς την πολλαπλότητα και κάποια στιγμή φωλιάζουν, πράγματι, στην αίσθηση του πληθυντικού. Δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς την πληθυντικότητα. Ενώ η μνήμη, όπως λέει η ποιήτρια, είναι «μόνον ενικού αριθμού», δηλαδή μόνο αυτή μάς ανήκει, μόνο αυτή υπάρχει όσο υπάρχουμε και μόνο μέσω αυτής, βέβαια, μπορούμε να νιώσουμε –ως μνήμη των σπλάχνων μας- τον έρωτα, το φόβο και τη νύχτα.
Αντίθετα προς άλλους «ειδικούς» αναγνώστες της ποίησης της Δημουλά, οι οποίοι συνήθως στάθηκαν κριτικά απέναντι στα «νεύματά» της, απέναντι στις δήθεν ευκολίες των θεμάτων της, με τις οποίες καταργούσε το άβατο του ναού της ποιήσεως και δεχόταν έναν μεγάλο σχετικά αριθμό, έναν πληθυντικό αριθμό προσερχομένων, πολλές φορές ανίδεων για το τι ισχύει στον παρασιτικό ποιητικό μας κανόνα, αντίθετα λοιπόν προς άλλους εγώ είμαι με το μέρος αυτών των ανίδεων! Οι οποίοι συναντήθηκαν με τα ποιήματά της όχι μετά από κάποια προσενεννόηση, όχι με την ιδεολογική αναδοχή και την πολιτική στήριξη, όχι με τη βοήθεια και το σπρώξιμο της μελοποίησης που σε άλλους καιρούς ανέβασαν διαμιάς προς τον πληθυντικό ορίζοντα τις μείζονες φωνές που ονομάζονται Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιάννης Ρίτσος. Η Δημουλά, αντιθέτως, με  την χαμηλής έντασης φωνή της, που περισσότερο πλησίαζε στην εσωτερική, υπόκωφη αναταραχή του σαχτουρικού πανικού, δεν «ευεργετήθηκε» καθόλου από αυτά. Θα πήγαινα λίγο πιο πέρα ακόμα: δεν ήταν δυνατό να ευεργετηθεί, διότι απλούστατα μιλούσε μια διαφορετική γλώσσα, μιλούσε μέσα από μια άλλη οπτική, μια χαμηλού βαρομετρικού προοπτική που δεν μπορούσε να ανεβεί τις κλίμακες και να ακουστεί. Διότι, ενδεχομένως, η εποχή τότε, στα χρόνια του ΄60 και του ΄70, δεν τη χρειαζόταν. `Ηθελε άλλα, καθώς η κάθε εποχή ακούει, διαβάζει και θέλει διαφορετικά.

Όποιος ξεφυλλίσει απλώς τη συγκεντρωτική έκδοση των Ποιημάτων (1998) της, νομίζω ότι θα αντιληφθεί χωρίς καμιά απολύτως δυσκολία, ότι η Δημουλά δεν απίστησε σε τίποτε από όσα συνιστούν την γλωσσική, τη θεματική και την πραγματολογική ταυτότητά της. Η αίσθηση της ξενότητας, η απόσταση ελέγχου που επιβάλλει ως απαραίτητη το ποιητικό υποκείμενο, με τον φόβο ότι ακόμα και το πιο παραδείσιο περιβάλλον, η θάλλουσα φύση, οι γραφικές εικόνες που προσελκύουν το βλέμμα, είναι μια σκηνογραφία που υποδύεται το παραδείσιο περιβάλλον. Και επίσης, οι τεχνικές της: η αστραπιαία, αέρινη μεταφορά, οι παρηχήσεις, οι αιφνιδιασμοί ως προς τις αλλαγές γένου, μεταμορφώνοντας κάτι που το γνωρίζαμε αλλιώς, η γλωσσοπλαστική της δεινότητα. Προπάντων όμως η ικανότητά της να ονομάζει τα πράγματα βαφτίζοντάς τα στη δική της κολυμβήθρα, χωρίς παραταύτα οι παριστάμενοι να έχουν απορίες για την όλη διαδικασία. Εκεί βρίσκεται το «μυστικό» την αναμάγευσης που δημιούργησε (ίσως χωρίς καλά καλά να το ξέρει) η Δημουλά. Αν εξαιρέσουμε την αρκετά νεώτερή της Κατερίνα Αγγελάκη, η οποία ωστόσο βρήκε τη φωνή και τα πατήματά της της πολύ αργότερα, ποιά άλλη ήταν η ποιήτρια που όταν εκείνη έβγαζε το Ερήμην (1958) και το Επί τα ίχνη (1963) είχε ήδη την τόλμη να στρέψει το βλέμμα της προς τα «χαμηλότερα», προς όσα ονομάστηκαν αργότερα,  ενίοτε περιφρονητικά, καθημερινότητα, μιλώντας όμως γι΄αυτά με τη μελαγχολική βεβαιότητα ότι είναι τα μόνα κτερίσματα που η αφή μας, η παρουσία μας, η μνήμη μας τα κάνει να υπάρχουν.
Δεν είναι λίγο. Η Δημουλά, γνωρίζοντας ή (το πιθανότερο) μη γνωρίζοντας, κατέβασε τον πήχυ της υψηλόφωνης, αναπεπταμένης και ενορατικής ποίησης, αυτής που στα καθ’ ημάς επέζησε ως νεκροφάνεια, λόγω της εξαχρειωμένης μεταπολίτευσης και του ιδεολογικού μίσους. Όπως επίσης, της ποίησης που ταύτιζε το ιερό με το εκφραστικά δύσβατο.  Θα μπορούσε, αν δεν υπήρχαν οι αγκυλώσεις, οι ιδεοληψίες και οι νοσηρές εξαρτήσεις από το παρελθόν, να είναι μια ποιήτρια «αριστερή»! Δηλαδή, μια ποιήτρια που ήξερε να μεταμορφώνει το προσωπικό σε πληθυντικό, βρίσκοντας τις αφανείς συνδέσεις των φαινομένων,  μιλώντας θαρραλέα για πάθη, αγωνίες, πανικούς και δίνοντας μια απόλυτη σωματική, θερμή υπόσταση σε όνειρα, αισθήματα και φόβους που συνήθως η πριν από αυτήν ποίηση των γυναικών τα έκρυβε πίσω από μάσκες, ετερότητες και παντοειδείς αφαιρέσεις. Γιατί όχι, μια ποιήτρια «αριστερή»; Γιατί τη στιγμή εκείνη, στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, μόλις ανεπαισθήτως αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε ότι  ολοένα και λιγότερο νερό κυλούσε στις κοίτες της ποιητικής παράδοσης, όπως την ξέραμε και την ακολουθούσαμε ως υπνοβάτες! `Οτι ήταν εξαντλημένη τόσο η γραμμή της υψιπετούς ρητορικής όσο και η επικράτεια του άβατου που κρατούσε ως απαραίτητο δεδομένο του ο χρησμικός λόγος. Τα πράγματα άλλαζαν.
Δεν λέω ότι η ποίηση της Δημουλά, ως το παράξενο άλλο, της φωνής που έδινε ζωή στα μικρά και στα αφανή της κάθε μέρας, είχε μόνο αυτή ανοίξει από νωρίς αυτό το άβατο. Ασφαλώς μαζί της υπήρχαν κι άλλες γυναικείες φωνές, της Αμαλίας Τσακνιά, της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, της Γιολάντας Πέγκλη, της Μαρίας Καραγιάννη. Αλλά στέκομαι κυρίως σ΄αυτήν, γιατί σ’ αυτήν «έλαχε», στα ποιήματα της αναγνωρίζονται καλύτερα μερικά χαρακτηριστικά που νομίζω ότι, ξεκινώντας από τα χρόνια της μεταπολίτευσης,  διασταυρώθηκαν με τις γενικότερες ζητήσεις ενός κόσμου, προπάντων γυναικών. Ενός κύματος που ερχόταν από κάτω και που «ανίδεο» για την ως τότε επικρατούσα  λογοτεχνική τάξη -για τα πρωτεία και δευτερεία των γραμματολόγων- είχε αφυπνιστεί πολιτισμικά, αλλά με διακριτό τρόπο. Είχε αρχίσει να αισθάνεται τις ταυτοτικές διαφορές του και ήθελε να βρει μια άλλη μορφή και γλώσσα συνομιλίας. Αυτός ήταν ο προπάντων γυναικείος κόσμος που ένιωσε την Κική Δημουλά ως «δική» του, αναγνωρίζοντας αυτό που ήταν ή κάτι σαν αυτό που ήταν (και είναι) στα αγχωδώς αεικίνητα ποιήματά της. Και μην ξεχνάμε ότι προτού αυτός ο κόσμος πυκνώσει τις τάξεις των αναγνωστών της, είχε αφήσει πίσω του τη θρυμματισμένη ευστάθεια του μεταπολέμου, το δήθεν συμπαγές της ιστορίας, το ψευδεπίγραφο των οραμάτων.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Πραγματικά φανταστικό άρθρο. Η Κική Δημουλά έχει αφήσει ιστορία με τα ποιηματα της.
Κλειδαράς Σπανός