14/7/19

Γαλλική Επανάσταση

Τα όρια της «πολιτικής λογικής» και της «κοινωνικής αλλαγής»



ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Οι όροι «πολιτική λογική» («politischer Verstand») και «κοινωνική λογική» («sozialer Verstand») χρησιμοποιήθηκαν από τον Marx το καλοκαίρι του 1844, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι και στο πλαίσιο της διεύθυνσης του περιοδικού Vorwärts. Οι κυριότερες πηγές αυτής της διττογραφίας είναι η διάκριση του Hegel: «bürgerliche Gesellschaft» - «politischer Staat» καθώς και η θέση που είχε διατυπωθεί από την «αριστερά» της Γαλλικής επανάστασης, ότι δηλαδή η «επανάσταση δεν τέλειωσε» εφόσον η ισότητα μπροστά στο νόμο συνιστά μόνο «ισότητα στα χαρτιά».
Η προβληματική αυτή του Marx για την πολιτική επανάσταση, χωρίς πάντα τη ρητή μνεία της Γαλλικής Επανάστασης, συναρτήθηκε με ένα ευρύ πλέγμα παραγόντων, οι κυριότεροι από τους οποίους είναι:
α) στο συνολικό του έργο εντοπίζονται πολλές απόπειρες να ασκηθεί κριτική στο φαινόμενο της πολιτικής· β) οι απόπειρες αυτές συγκρατούν τις μετατοπίσεις της μαρξικής σκέψης· γ) ενδιαφέρον παρουσιάζει η διεργασία αποδέσμευσης από το «κλουβί του χεγκελιανού τρόπου θεώρησης» των πραγμάτωνˑ δ) την ίδια σημασία διατηρεί η ρητή ή λανθάνουσα διαδικασία απεμπλοκής από το θεώρημα της «αποξένωσης», η αναλυτική προσέγγιση της «ολότητας» των κοινωνικών σχέσεων και των συναφών ταξικών αντιθέσεων, η εμβάθυνση στην ιδέα της «ατομικότητας» και η διερεύνηση των συγκεκριμένων όρων της αντίθεσης κεφαλαίου και εργασίαςˑ
ε) η επιμονή στη συγκρότηση του αντικειμένου της Πολιτικής Οικονομίας, έτσι ώστε να αναδεικνύεται ότι τα ιδεώδη της ελευθερίας και της ισότητας αποτελούν τις επικαλύψεις του καθεστώτος της εκμετάλλευσηςˑ στ) η κριτική των ιδεολογικών μορφών ως πτυχών της «ψευδούς συνείδησης» που ωστόσο συνιστούν τους αναγκαίους τυπικούς όρους για την αναπαραγωγή της αστικής κοινωνίας· ζ) η κοινωνική επανάσταση ως μακρά και επίμοχθη διαδικασία ρήξεων ̇ η) η συγγενής εμπειρία του εργατικού κινήματος και του ίδιου του Marx με κορυφαίους σταθμούς το 1848 και το 1871.

Για μια επαρκή αντιμετώπιση αυτών των αρμών της σκέψης του Marx απαιτείται η ακριβής γνώση του έργου του και της εποχής του. Θα πρέπει βέβαια να παρατηρηθεί ότι ο συνεργάτης και συνιδεάτης του Engels, που κι αυτός αρκετά νωρίς είχε συνδεθεί με την κριτική του Babeuf, καθιέρωσε στο πλαίσιο του μαρξισμού την υποβάθμιση των τυπικών δικαιωμάτων του πολίτη, στο όνομα του αναμενόμενου κομμουνισμού. Η δημοκρατία που προέκυψε από τη Γαλλική Επανάσταση υπήρξε «αντίφαση καθεαυτή», «αναλήθεια» (σαν τη «θεολογία» των Γερμανών), εφόσον τα ιδεώδη της ελευθερίας και της ισότητας εκφράζουν απλώς μια νέα μορφή δουλείας. Η «γνήσια ελευθερία» και η «γνήσια ισότητα», όπως την είχε προϊδεασθεί η κίνηση του Babeuf, ταυτίζεται με τον κομμουνισμό. Τη βεβαιότητα για την έλευση της νέας κοινωνίας συνάγει και ο Engels, με την κοινή ιστορική και θεωρητική εμπειρία που αποκόμισε, από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αρκεί να εισαχθεί ο σοσιαλιστικός καταμερισμός της εργασίας για να ιδρυθεί το «βασίλειο της ελευθερίας» που θα παραμερίσει το «εξιδανικευμένο» (και ουδέποτε πραγματοποιημένο) «βασίλειο της αστικής τάξης» (1878).
Οι αντιλήψεις αυτές περιέχονται στο Anti-Dühring, δηλαδή στο πολυδιαβασμένο εγχειρίδιο που γαλούχησε τα στελέχη της Β΄ Διεθνούς, καθώς το ομολογούσε τόσο ο Kautsky όσο και ο αφανής επίγονός του, σ’ αυτό το σημείο, ο Λένιν. Η Luxemburg ήταν μάλλον η μόνη που έθεσε ξανά το πρόβλημα του «τυπικού» και του «ουσιαστικού» στοιχείου της δημοκρατίας, θεωρώντας τη Γαλλική Επανάσταση ως υπόδειγμα για την κατανόηση του φαινομένου της επανάστασης. Διαφοροποιούμενη μάλιστα από μια παράδοση «πολιτικής λογικής», που συνέχιζε με νέους όρους ο Λένιν, ενδιαφέρθηκε για το βαθύ σύνδεσμο «πολιτικής» και «κοινωνικής λογικής».
Αν τώρα επιστρέφουμε στα διακηρυκτικά κείμενα της Γαλλικής Επανάστασης, που έχουν ψηφισθεί από συλλογικά πολιτικά σώματα, επιβάλλεται να επισημάνουμε ότι ήταν κείμενα διανοούμενων που διατείνονται ότι η πολιτική θεωρία μπορεί να μετατραπεί σε επιστήμη της «πολιτικής μεταβολής». Προβάλλοντας ως «Déclarations de droits de l’ homme et du citoyen», στις οποίες η έννοια γένους είναι ο «άνθρωπος» και όχι ο «πολίτης», και μέσα από τις καίριες διαφορές στα Συντάγματα του 1791 και του 1793 δεν αποκρύπτουν τη διάθεση να περιορισθεί η «πολιτική λογική».
Έτσι αποτυπώνουν: –την «κοινή ευτυχία» ως σκοπό της κοινωνίαςτα δικαιώματα ως «φυσικά» και απαράγραπτατο νόμο ως προϊόν της «γενικής θέλησης»τη δήμευση με προηγούμενη αποζημίωσητην ανάθεση στο κράτος καθηκόντων κοινωνικής αλληλεγγύηςτη δυνατότητα για συλλογική περιουσίατην υποχρεωτική εκπαίδευση των πολιτώντην αβίαστη έκφραση του φρονήματοςτην ελεύθερη δημοσίευση των ιδεώντη δημόσια δύναμη για το συμφέρον της ολότηταςτο δημόσιο έλεγχο των υπαλλήλωντο δικαίωμα της αντίστασης στην καταπίεση κ.λπ.
Αυτός ο κατάλογος των δικαιωμάτων ήταν ανοιχτός, όπως το μαρτυρούσε η συλλογική διεκδίκηση του δικαιώματος να είσαι γυναίκα και συνάμα πολίτισσα. Επίσης οι παραλήπτες του δεν περιορίζονταν στη γαλλική κοινωνία, αλλά σε πλειάδα λαών της Ευρώπης. Στην εθνικοαπελευθερωτική, για παράδειγμα, κίνηση του Ρήγα ανήκει η πρωτοβουλία να μεταφρασθεί στα ελληνικά και να δημοσιευθεί στην ’Εφημερίδα (Βιέννη 3-9-1791) η «Déclaration» του 1791, ενώ από τον ίδιο στη Νέαν Πολιτικήν Διοίκησιν (1797) μεταφέρεται το Σύνταγμα του 1793 με την προσθήκη ότι στην περίπτωση που δεν εισακούονται τα «δίκαια τοῦ λαοῦ», μπορεί αυτός ή ένα τμήμα του να κάνει «ἐπανάστασιν, νά πιάσει τά ἄρματα καί νά τιμωρήσει τούς τυράννους του». Ανοιχτός τέλος εμφανίζεται ο κατάλογος των δικαιωμάτων στις πολιτικές επεξεργασίες τάσεων της Γαλλικής Επανάστασης που με τον Babeuf επιμένουν ότι η «επανάσταση δεν τέλειωσε», εμπνέοντας μ’ αυτήν την προκλητική διατύπωση συνωμοτικούς επαναστατικούς κύκλους που δρουν σε πολλά σημεία της Ευρώπης στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Οι δυνατότητες περιορισμού της «πολιτικής λογικής», σε όφελος της αυτόβουλης εκδίπλωσης των στρωμάτων της γαλλικής κοινωνίας, έκριναν τελικά και την έκβαση της επανάστασης στα συγκεκριμένα πεδία που αυτή εκδηλώθηκε, τουλάχιστον ώς το 1795. Για να μείνω, με μια διάθεση επικαιροποίησης, στη μεθοδολογική αξία αυτού του ιστορικού εγχειρήματος, που ξεκίνησε πριν από διακόσια τριάντα χρόνια, θέτω δύο συνάλληλα ερωτήματα: α) πώς καθίσταται περιττή η διάζευξη «πολιτικής» και «κοινωνικής λογικής»; β) θα μπορούσε η επανάσταση, στο βαθμό που υπάρχει, να σημαίνει τη διαρκή σύμπτωση «πολιτικής» και κοινωνικής λογικής»;
Εδώ μάλλον έγκειται ο ανοιχτός χαρακτήρας των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών που αναβλύζουν από το σύνολο των πεδίων της Γαλλικής Επανάστασης (βλ. και το βιβλίο μου: Χρόνοι επανεκκίνησης, 2019,103-116).

Ο Παναγιώτης Νούτσος είμαι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: