ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΦΥΡΙΔΗΣ, Καρκίνος, μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 169
Με
το φάσμα του θανάτου και την εμπειρία της ανίατης αρρώστιας χωρίς επιθέματα ή προσχήματα,
λιγοστοί συγγραφείς της μεταπολεμικής πεζογραφίας έχουν τολμήσει να
αναμετρηθούν. Ο χρόνος της διαφυγής που κυκλώνει τη συνείδηση και την τυλίγει
μ’ ένα βρόχο, όταν δεν επιτρέπει πλέον καμιά παρηγοριά, καμιά μυθοποίηση, καμιά
πόζα, καθιστά το εγχείρημα δυσχερές. Ο Περικλής Σφυρίδης ωστόσο, πεζογράφος
καταξιωμένος και με δεινή, σταθερά αποδεδειγμένη αφηγηματική ικανότητα, που τον
επέβαλε στα γράμματα εδώ και δεκαετίες, καταφέρνει με τούτο το βιβλίο του να μετατρέψει
την απαραμύθητη αρρώστια σε ένα μυθικό χρονικό της ψυχής παρά και πέρα από τον
ανελέητο χρόνο. Μυθικό όχι υπό την έννοια της επινόησης (εδώ, καμία μεταφυσική
τόλμη δεν επιδέχεται η πραγματικότητα) αλλά με την επίγνωση πως μόνο ο μύθος
λυτρώνει εν τέλει την ψυχή μας καθώς συντελεί μέσα της, κάθε οριακή στιγμή, σε έναν
αιώνιο αποχωρισμό που μοιάζει αιώνια επιστροφή.
«Υπάρχουν
εμπειρίες που δεν χωρούν σε λέξεις». Έτσι ξεκινά την αφήγησή του ο συγγραφέας. Απεκδυόμενος
–όσο είναι δυνατόν βεβαίως– την ιατρική του ιδιότητα, ανατρέχει σε οδυνηρά
περιστατικά, όπου η νιότη και η άγγιχτη ομορφιά σβήνουν πρόωρα και άδικα, σε
περιστατικά που η χρηματική κτηνωδία εξοργίζει, ή σε στιγμές που ολοκληρώνουν πνευματικές
φιλίες, πριν αναθυμηθεί την έξοδο του πατέρα και, κυρίως, πριν προχωρήσει στο
μείζον τμήμα του βιβλίου, στην ιστόρηση της επώδυνης ασθένειας της αγαπημένης συζύγου
του Φρίντας. Η πληγή είναι νωπή μα η αφήγηση αποφεύγοντας τους δραματικούς
τόνους και αποτολμώντας τη δημόσια εξομολόγηση ιδιωτικών στιγμών, κατορθώνει να
κάνει ακόμη πιο συγκλονιστικό το αίσθημα ακόμη και όσων δεν γνώρισαν τους ήρωες
αυτής της εμπειρίας που συγκεφαλαιώνει τη ζωή όπως αυτή φωτίζεται όχι υπό τους
φανούς ενός κοιμητηρίου αλλά υπό τη φλόγα ισχνών κεριών που τρεμολάμπουν – ή
τρεμοσβήνουν;
Ένα
άξιο λόγου μυθιστόρημα (ακόμη κι αν μοιάζει αυτοβιογραφική αφήγηση – αυτό που
μας επιβάλλεται είναι ότι ο συγγραφέας επέλεξε να ονομάσει μυθιστόρημα το
βιβλίο τούτο και ουδείς μπορεί να το αμφισβητήσει), ένα μυθιστόρημα λοιπόν, πρέπει
να μοιάζει με αρχαίο δράμα, να παρασταίνει δηλαδή –μ’ ένα τρόπο– τη μοίρα του
κόσμου. Κάθε άτομο, κάθε αντικείμενο μέσα στα όρια του αισθητού κόσμου, έχει
μια μοίρα ξεχωριστή που το κατευθύνει και το προσαρμόζει μέσα στη ζωή. Η μοίρα
αυτή είναι ο άξονας και ο μηχανισμός του έργου. Εδώ, μοίρα είναι η μοιραία
αρρώστια. Ο ρεαλιστικός διάκοσμος της κοινωνικής ζωής, τιμαλφή και μικρότητες,
παθήματα και χαρακτήρες, αισθήματα και σκέψεις, ντύνουν αυτή τη μοίρα και ως
υλικά για την οικοδόμηση του μύθου που ίσως λυτρώσει συγγραφέα και αναγνώστη.
Ο
Σφυρίδης κλείνει σε αισθητές εικόνες το ασύλληπτο και ανατριχιαστικό αίσθημα
του απεριόριστου μάκρους, της φοβερής διασποράς που μας επιβάλλει το πρόσωπο
ενός μελλοθάνατου, με τρόπο που μεταξύ ζωής και θανάτου να μην υπάρχει κανένα
όριο υλικό, καμιά διάκριση τόπου και χρόνου. Ο αβίαστος ρεαλισμός, μια
αυθόρμητη ψυχολογική ικανότητα, και η εξαιρετική ευχέρεια άμεσης φυσικής
έκφρασης και αρχιτεκτονικής προσαρμογής των αλλεπάλληλων σκηνών, υπό το
σκυθρωπό ύφος των υποταγμένων σε μια προδιαγεγραμμένη κίνηση γεγονότων, είναι αναμενόμενα
χαρίσματα από ένα πεζογράφο του διαμετρήματος του Σφυρίδη. Ο συγγραφέας ξέρει
καλά τον καημό των πραγμάτων που ανήκουν στη φθορά, μα πιο καλά ακόμη την
αναπάντεχη είδηση που επισπεύδει με τρόπο οδυνηρό την μετατροπή μας σε
παιχνίδια του τίποτα. Ξέρει πως ένας και μοναδικός ρυθμός λειτουργεί μέσα τους,
η αρρώστια, αυτή που κάνει τα όριά της όρια της ζωής. Το παρελθόν, υπό το φως
αυτής της οριστικής αναγγελίας, αναπλάθεται με χίλιους τρόπους και προσφέρει
στον αναγνώστη τη δυνατότητα να αναγνωρίσει τον ρυθμό που αποκρίνεται στη
διαφυγή των στιγμών μας, τόσο καθαρά όσο θα αναγνώριζε στο γαλάζιο του ουρανού
την ανάταση και στη φυγή των οριζόντων την οδύνη.
Ο
Σφυρίδης αφήνεται στο παιχνίδι της διάθεσης και της ζωντανής ανάμνησης, με συγκινητική
ευσυνειδησία και ποιητική λιτότητα. Με σπάνια ειλικρίνεια, κάνει τον λόγο μια
οιονεί ερωτική εξομολόγηση που διατηρεί την περηφάνια του αισθήματος. Ο τρυφερός
θρήνος δεν γίνεται ούτε μια στιγμή μελοδραματισμός, είναι η απόπειρα μιας
τελευταίας τιμής προς το παρελθόν που στέκει ανέκφραστο κάπου στο μέλλον. Καθώς
ζει τον πόνο ακέραιο και καθαρό από προσμείξεις ιδεών και συναισθημάτων, δεν
καταδέχεται τους γόους που επουλώνουν τις πληγές. Έλληνας σωστός, που ξέρει τι
σημαίνει τραγική ύπαρξη και συναγροικιέται με τον πόνο περήφανα, σαν ιερέας
αρχαϊκής λατρείας που αναγγέλλει απλά τον ακριβό λόγο. Μυθιστόρημα συνεπώς. Μήτε
εξομολόγηση, μήτε διήγηση. Ιεροτελεστία που ξεπλένει την ψυχή από το σκοτεινό
πνεύμα της αρρώστιας και του θανάτου και φωτίζει τις ψυχές καθώς συμπορεύονται
στο χρόνο με την μοίρα τους, πριν συγκρουστούν μαζί της λυγερές και ελεύθερες. Και
τούτο, το γεγονός ότι το ρίγος του επερχομένου τέλους ουδέποτε εκπίπτει σε
πόζα, δεν είναι μόνο νίκη της ζωής. Είναι και νίκη της υγείας.
Στο
βιβλίο αυτό δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι αναφορές σε κακοήθεις κοινωνικές νεοπλασίες,
σε όλα τα επίπεδα. Απλώς, εδώ υπονοούνται ή υπεισέρχονται αθορύβως – σε
αντίθεση με άλλα βιβλία του συγγραφέως, όπου η επίθεση είναι κατά μέτωπον, «ευζωνική»
όπως θα λέγαμε στην στρατιωτική ορολογία. Αυτήν τη γενναιότητα ο Περικλής
Σφυρίδης την έχει πληρώσει ποικιλοτρόπως στην κριτική μεταπολιτευτική
συντεχνία. Όμως το έργο μένει και ειδικά εδώ καθηλώνει αφού μας φέρνει μπροστά
σ’ αυτό που ο πολιτισμός του θανάτου τρέμει ν’ αντικρίσει, για να μας
υπενθυμίσει τα οριακά δεδομένα της ύπαρξης: πόσο ο σιγανός θάνατος των
αγαπημένων δένεται με τον καθημερινό θάνατο του εαυτού μας, πόσο δυνατός είναι
ο πόθος των ονείρων που ζητούμε να σώσουμε για να περάσουμε μαζί τους (βαστώντας
τα πάνω στο στήθος μας), μέσα από τη θάλασσα του χαμού και να τα κάνουμε
τραγούδι κοινό που θα ακούγεται όταν εμείς χαθούμε. Να πώς ένας γερός τεχνίτης μάς
δείχνει τον τρόπο.
Ο
Σφυρίδης ανάστησε τον πόνο αλλά και την έλξη που ασκούν οι κεκοιμημένοι, όχι ως
ασθενείς ή ως λείψανα αλλά ως ζωές τραυματισμένες που ονειροπολούμε ακόμη.
Είναι πολύ βαθύς ο μυστικός δεσμός με όσα πολεμήσαμε και αγαπήσαμε, με όσα
γελάσαμε και κλάψαμε, με όσα έφυγαν μισοφαγωμένα από την βροχή και την αρμύρα
της θλίψης. Όταν τα σύνεργα του πολέμου ακρωτηριασμένα ξόανα πια σε μιαν άκρη, θα
ατενίζουν ανήμπορα και βουβά την αιωνιότητα, τα παλιά όνειρα που υπομένουν την
ύβρη του χρόνου, θα φέρνουν καρκινοειδώς και πάλι ζώντες και τεθνεώτες στην
τράπεζα μιας ατέλειωτης γιορτής της ανυπαρξίας. Γιορτής που, παρά τις προ
αιώνων υποσχέσεις, διεκόπη ανεξήγητα όχι από την ερμηνεία του θανάτου ή την
εξήγηση της ασθένειας, αλλά από το μυστήριο της γέννησης. Αυτής που θέτει σε
λειτουργία αυτή την εξαίσια αλυσίδα ηδονής και οδύνης που είναι η ζωή.
Ο
Κώστας Χατζηαντωνίου είναι πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου