7/4/19

Ίχνη ανεξίτηλα

Δήμος Σκουλάκης, Σωτήρης Πέτρουλας, 1966, λάδι σε καµβά, 70 x 90 εκ., Συλλογή Μουσείου Φρυσίρα



ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ

ΝΙΚΟΣ ΣΒΕΡΚΟΣ, Το στρατόπεδο της σιωπής, Εκδόσεις Κέδρος, σελ. 216

«Μονοφωνικό»-«μονολογικό» επιστολικό ιστορικό μυθιστόρημα με έντονες τις συμβάσεις του είδους, ειδικά στον επίλογο, όπου ένας φανταστικός «εκδότης» προφασίζεται την εύρεση των εν λόγω επιστολών. Βεβαίως, θα μπορούσε να υπάρχει κι ένας σχετικός πρόλογος, όμως ο καλός πρωτοεμφανιζόμενος στα Γράμματα συγγραφέας Νίκος Σβέρκος επιλέγει να ρίξει αμέσως στα βαθιά τον συνδημιουργό αναγνώστη του, που πρέπει να συμπληρώσει μόνος του κάποια αναπόφευκτα αφηγηματική κενά με υλικό από την επίσημη Ιστορία του διαστήματος από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι και τη δεκαετία του 1960.
Κινηματογραφική αφήγηση με αδρές αντιθετικές εικόνες, πρωτότυπες παρομοιώσεις, σκληρή, βίαια ιδιόλεκτο. Διάχυτος όμως ο ρομαντισμός, η ομιχλώδης ποιητικότητα και μια αφαιρετική διαδικασία εικονογράφησης του Χάους, που οδηγεί αναπόφευκτα στο στυλιζάρισμα. «Νουβέλα» θεωρείται τυπικά αυτό το έντεχνο πόνημα, όχι όμως μόνο λόγω περιορισμένου όγκου κι αριθμού σελίδων, αλλά για το ελλειπτικό της ιστορικής απεικόνισης τόπων, προσώπων και πραγμάτων, έτσι όπως ανθολογούνται από την ιμπρεσιονιστική υποκειμενική ματιά του γράφοντος. Ο μέσος χρόνος ανάγνωσης είναι περίπου δύο ώρες, όσο κι η ενδεχόμενη θεατρική ή και κινηματογραφική του μεταφορά, απόδειξη πως στην εποχή μας η διαπίδυση μεταξύ τεχνών και ειδών έχει ήδη συντελεστεί και η ολοένα αυξανόμενη τεχνολογική μας ταχύτητα δεν αφήνει χώρο και χρόνο για ιδιαίτερους αναγνωστικούς διαλογισμούς.

Παρ’ όλα αυτά έπιασα σε πολλά σημεία τον εαυτό μου να «καθυστερεί», να ξαναδιαβάζει τις αμέσως προηγούμενες επιστολές, να προσπαθεί να ξαναπιάσει το νήμα σα να ακούει μουσικές παραλλαγές του ίδιου θέματος. Κι αυτό είναι ένα υφολογικό και ρυθμολογικό επίτευγμα, σπάνιο στην πεζολογούσα κι «αφηρημένη» σύγχρονη λογοτεχνία μας, που καθήλωσε το ιδιωτικό πέρα από την απαίτηση του οικουμενικού σε μια ναρκισσιστική ψευδαισθητική και παραισθητική νωχέλεια, κάτι που δεν συμβαίνει σε αυτό το γοργοφτέρουγο κι αβυσσαλέο στυγνό αφήγημα.
Ο συγγραφέας δεν μένει στο «δια ταύτα» αλλά μας δίνει πλήρη πρόσβαση τόσο στον ατομικό ψυχισμό του φανταστικού επιστολογράφου όσο και στα ανεξίτηλα ίχνη που άφησε ο Εμφύλιος στο συλλογικό ασυνείδητο. Από αυτή την άποψη είναι ένα επίτευγμα, ένα υβρίδιο μεταξύ μυθιστορηματικού δοκιμίου και ποιητικής πεζογραφίας, με έντονα τα δραματικά και «κινηματογραφικά» στοιχεία.
Ο έμπειρος δημοσιογράφος Νίκος Σβέρκος ξέρει να στήνει πλοκή, να ορθώνει δομές, να χτίζει και να γεμίζει τα απολύτως απαραίτητα κενά, αφήνοντας στον αναγνώστη του την ολοκλήρωση του λογοτεχνικού οικοδομήματος. Κι αυτό είναι ένα είδος σεβασμού προς τον ισότιμο αποδέκτη και η πλήρης (οριστική, θα έλεγα) διάζευξη από τον ρόλο του παντογνώστη «θεού» αφηγητή. Το γεγονός ότι μιλάει μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη της συνείδησης ενός και μόνον ατόμου δεν σημαίνει πως δεν αντικατοπτρίζει σφαιρικά και δημοκρατικά και τις λοιπές οπτικές γωνίες, όπως παραδείγματος χάριν στη σκηνή του καφενείου στο βομβαρδισμένο και σχεδόν εγκαταλελειμμένο ορεινό χωριό του (σσ. 179-183).
Από τα πιο ενδιαφέροντα αφηγήματα των τελευταίων δέκα ετών. Παραδοσιακό και σύγχρονο συνάμα, γεφυρώνει όχι μόνον εποχές κι ιστορικές μνήμες αλλά και αισθητικά-υφολογικά ρεύματα, δηλαδή δεν είναι αντιπροσωπευτικό του σύγχρονου χάους και της μεταμοντέρνας ασυδοσίας που μας περιβάλλει. Εδώ υπάρχουν κανόνες, ανιχνεύονται νόρμες κι επιτυγχάνονται στόχοι. Ο σκοπός του μυθιστοριογράφου δεν είναι θολός κι εγωκεντρικός, αλλά θέλει να μεταδώσει ένα μήνυμα γέμον νοήματος. Όαση στον συνήθη λογοτεχνικό ορυμαγδό που περιδινίζεται γύρω από αμιγώς επίπεδα «ιστορικά μυθιστορήματα» και ανακατωμένη πρόζα με ποιητικά στοιχεία. Ο ναρκισσισμός κι ο κακώς εννοούμενος «αυτισμός» δεν εμφιλοχωρεί σε αυτό το πόνημα. Παρ’ όλη την ηθελημένη επιλογή του πρώτου ενικού προσώπου. Αυτό κι αν είναι κατόρθωμα!

Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής και θεατρολόγος

Δεν υπάρχουν σχόλια: