Κυριάκος Κατζουράκης, Τέμπλο- τέσσερα κεφάλια, 1994, λάδι σε ξύλο, 52 x 148 x 12 εκ., Μουσείο Μπενάκη |
ΤΗΣ ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
SIMON CRITCHLEY, Σημειώσεις περί αυτοκτονίας, Μετάφραση:
Μυρσίνη Γκανά, Εκδόσεις ποταμός, σελ. 128
«Γράφοντας, κάνει κανείς ένα βήμα
πίσω και βγαίνει από τη ζωή προκειμένου να τη δει πιο ψύχραιμα, ταυτόχρονα από μεγαλύτερη
απόσταση αλλά και εγγύτητα. Με ποιο σταθερό βλέμμα. Γράφοντας, μπορεί κανείς να
παραθέσει με ηρεμία τα πράγματα: φαντάσματα, στοιχειώματα, τύψεις και τις
αναμνήσεις που μας γδέρνουν ζωντανούς.»
Δεν πρόκειται για
ένα βιβλίο που περιγράφει τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της αυτοκτονίας, ούτε
μπορεί εύκολα να το καταταχθεί σε μία κατηγορία. Ο Simon Critchley συνθέτει
έναν προσωπικό διάλογο, συνδέοντας τις δικές του θέσεις για την αυτοκτονία με
αυτές άλλων ιστορικών προσώπων. Το βιβλίο κινείται στον χώρο της φιλοσοφίας,
της κριτικής θεωρίας, της ιστορίας, της κοινωνιολογίας, αλλά και της
ψυχολογίας. Ακόμα και η λέξη «σημειώσεις» στον τίτλο υποδηλώνει την ανάγκη του
συγγραφέα να καταγράψει τις σκέψεις του, χωρίς να συμμετέχει στην κατασκευή
νέων δογματισμών.
Το κείμενο ξεκινά
με μια αποποίηση-δήλωση: «Το βιβλίο αυτό δεν είναι σημείωμα αυτοκτονίας». Οι
δηλώσεις έχουν συχνά πολλαπλές αναγνώσεις. Η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται για
να μιληθεί το «αυτονόητο» ότι δηλαδή η αυτοκτονία είναι τόσο ηθικά φορτισμένη,
που ακολουθείται από ηθικό πανικό. Οποιαδήποτε συζήτηση για αυτή, σε
οποιονδήποτε τόνο, συνοδεύεται από την πεποίθηση ότι όσοι είναι υπέρ της
«κινδυνεύουν» να αυτοκτονήσουν. «Παίζοντας», λοιπόν, με αυτήν την κοινοτυπία ο Critchley επισημαίνει
με χιούμορ ότι το βιβλίο δεν είναι ένα εκτενές σημείωμα αυτοκτονίας. Παράλληλα,
ο συγγραφέας με αφοπλιστική ειλικρίνεια ανακοινώνει ότι βρίσκεται σε μια σοβαρή
κρίση ταυτότητας. Επιθυμεί επομένως να εξετάσει κριτικά «υπό ποιες συνθήκες αξίζει
κανείς να κρατήσει μια ζωή» (σ. 18). Εξετάζοντας τα όρια της αντοχής, του
στοχασμού και της συμπόνιας ο Critchley ψύχραιμα αναδεικνύει τους τρόπους/λόγους με τους οποίους η
αυτοκτονία κατασκευάστηκε ως ανήθικη, παράνομη και ενάντια στη θρησκεία.
Στο βιβλίο θίγεται η αναντιστοιχία ανάμεσα στις παλιότερες θέσεις για
την αυτοκτονία και τις πιο σύγχρονες. Παραθέτει τον Φαίδωνα στον οποίο ο Σωκράτης αναφέρει ότι η φιλοσοφία είναι μια
μαθητεία για το πώς να πεθαίνεις. Αναφέρει επίσης τους Στωικούς για να
καταδείξει τη ριζοσπαστικότητα της σκέψης τους. Η ζωή συνδέεται με το δικαίωμα
τερματισμού της αν όλα έχουν γίνει δυστυχία. Το επιχείρημα είναι απλό, αλλά εξαιτίας
των κυρίαρχων κατασκευών για «την ιερότητα της ζωής» θεωρείται σύμπτωμα
αδυναμίας, κατάθλιψης και θανατοπληξίας. Η καλλιέργεια του φόβου για τον θάνατο
από τη θρησκεία χρησιμοποιείται ως μέσο συμμόρφωσης για το πώς πρέπει να ζει
κανείς. Ως «δώρο θεού», μόνον αυτός έχει δικαίωμα να τη στερήσει. Ο Critchley επιστρατεύει
το χιούμορ και τον Χιουμ[1]
για να εκφράσει ότι μια τέτοια θέση θα έπρεπε να «απαγορεύει» οποιαδήποτε
ανθρώπινη παρέμβαση στον άνθρωπο και τη φύση. Αντιστρέφοντας λοιπόν τη
θρησκευτική θέση αρθρώνεται το επιχείρημα ότι «όπως εκτρέπουμε νερό από τα ποτάμια...
Έτσι θα έπρεπε να μας επιτρέπει και να εκτρέψουμε το αίμα από τις φλέβες μας»
(σσ.32). Επιπλέον, αν η ζωή είναι το «δώρο του
θεού», τότε το «δώρο» καταργείται αν αυτός/αυτή στον/στην οποία
δωρίζεται δεν έχει την ελευθερία να το χρησιμοποιήσει, όπως θέλει. Ακόμη και η αγάπη καταργείται αν κάποιος/α δεν
μπορεί να την αρνηθεί.
Ο Critchley κάνει κριτική και στο «μαρτυρολόγιο» της χριστιανικής
θρησκείας, στους αγίους και τις αγίες, όπου «υμνούνται οι ημι-αυτοκτονικές
πράξεις» τους, καθώς αγωνίζονταν να προφυλάξουν την πίστη και να τιμήσουν τον
θεό.
Το κείμενο λειτουργεί και ως ένα είδος καυστικής κριτικής ως προς τη
μόδα της θετικής ψυχολογίας. Μέσα από τη χρήση ενός κατευθυνόμενου διδακτισμού ως
προς την ελπίδα, το όνειρο και την αλλαγή αναπτύσσεται ένας νέος ατομισμός που
αποπολιτικοποιεί τα κοινωνικά φαινόμενα. «Δεν ζούμε τη ζωή μας σε μια κατάσταση
αγέρωχης ανεξαρτησίας» (σσ. 46). Εξαρτιόμαστε από τους άλλους και μόνιμα γύρω
μας ανασυντίθενται και αλληλεπιδρούν δίκτυα αλληλοεξαρτήσεων και πρακτικών.
Πέρα από τη ρητορική διάψευση των θρησκευτικών ή ψυχολογικών
επιχειρημάτων, που καταδικάζουν ηθικά την αυτοκτονία, ο Critchley προτάσσει
το δικαίωμα στην ελευθερία της επιλογής, χωρίς περιορισμούς.
Το βιβλίο αναδεικνύει επίσης τα σημειώματα αυτοκτονίας ως απόπειρες επικοινωνίας,
εξετάζοντας παράλληλα τα διλήμματα των αυτόχειρων για μερικά δημοφιλή δίπολα:
αγάπη-μίσος, ζωή-θάνατος. Με ανθρωπιά και τρυφερότητα, ο Critchley συνομιλεί
με αγαπημένους αυτόχειρες, αναγνωρίζοντας πώς νιώθουν.
«Τα ξυράφια πονάνε,
Τα ποτάμια είναι υγρά,
Το βιτριόλι αφήνει σημάδια
Και τα ναρκωτικά κράμπες στα μυαλά.
Τα όπλα είναι παράνομα,
Οι θηλιές χαλαρώνουν,
Το γκάζι μυρίζει φριχτά.
Καλύτερα να ζήσεις, τελικά.
[2]
Η άριστη μετάφραση της Μυρσίνης Γκανά αναδεικνύει το «βιτριολικό»
χιούμορ του Critchley.
Περιγράφοντας για παράδειγμα τις ανθρωποκτονίες, που συνοδεύονται από την
αυτοκτονία του δράστη, ο συγγραφέας σχολιάζει: «Και βέβαια, αυτοκτόνησε αν
επιμένεις, αλλά σε παρακαλώ μη σκοτώσεις κανέναν άλλο».
Γράφοντας για την αυτοκτονία, ο Critchley συντάσσει
τελικά έναν οδηγό για τη ζωή και το δικαίωμά μας να κάνουμε ό,τι θέλουμε μαζί
της. Έτσι επανερχόμαστε στην ανάληψη ευθύνης για όσα συμβαίνουν στο «εδώ και
τώρα» με εργαλείο τη σκέψη και τη γραφή. Επικαλούμενος τον Νίτσε ο Critchley αναφέρει:
«χρειαζόμαστε την τέχνη για να μην
πεθάνουμε από την αλήθεια» (σ. 90).
Μάκη Κωστούλα
Κοινωνική Ψυχολόγος, MA,
Ph.D
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου