24/2/19

Ηράκλειο: Λογοτεχνία και αρχιτεκτονική της πόλης

ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΖΕΗ

ΜΑΡΙΑ ΜΟΙΡΑ, Ηράκλειο η αδιόρατη πόλη. Λογοτεχνικές διαδρομές στον αστικό χώρο,  Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, Ηράκλειο 2018, σελ. 301

Το βιβλίο της Μαρίας Μοίρα, καρπός πολύχρονης μελέτης, ανάγνωσης και αποκρυπτογράφησης του ιστορικού παλίμψηστου που αντιπροσωπεύει ο αστικός χώρος του Ηρακλείου, μπορεί να ενταχθεί άνετα σε διαφορετικά πεδία ταυτόχρονα: την αρχιτεκτονική και την ιστορία της, την πολεοδομία και την ιστορία της, στην ιστορία και τη θεωρία της λογοτεχνίας, ή τέλος σε μια ιστορία των πόλεων και του αστικού χώρου: σ’ αυτή την τελευταία ιστορία θα ήθελα να επιμείνω, γιατί θεωρώ ότι το βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε την ανανεώνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Μολονότι στην ιστορική εισαγωγή της η συγγραφέας ανατρέχει στη βυζαντινή, την αραβική και τη βενετική περίοδο, η μελέτη της επικεντρώνεται στο Ηράκλειο του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα (Κρητική Πολιτεία), δηλαδή στην περίοδο των ραγδαίων κοινωνικών, πολιτικών, και εθνικών μετασχηματισμών τόσο στην Κρήτη όσο και σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο, που προκάλεσαν έντονες ιδεολογικές διεργασίες ανάμεσα στον ελλαδικό χώρο και τις κρητικές κοινωνίες για την εθνική και πολιτική ένταξη του νησιού στο ελλαδικό κράτος, γνωστή ως «Ένωση». Μετασχηματισμοί που αποτυπώνονται στην πολεοδομική ανασυγκρότηση του Ηρακλείου από τα μέσα του 19ου αιώνα,  αλλά και στην σκέψη της εποχής για την πόλη, που γεννά νέους κοινωνικούς χώρους και διαφορετικά ιστορικά βιώματα του αστικού χώρου. Την περίοδο αυτή τα μεγάλα αστικά κέντρα του νησιού, Ηράκλειο, Χανιά και Ρέθυμνο, γίνονται οι κατεξοχήν εστίες εγκαθίδρυσης νέων μορφών εξουσίας, οικονομικών, διοικητικών, δικαστικών, εκπαιδευτικών και αστυνομικών θεσμών που ενσαρκώνουν τη «νεοκλασική πολιτεία» του 19ου αιώνα, αλλά και μια νέα αντίληψη δημόσιου χώρου η οποία έχει τη δική της αρχιτεκτονική έκφραση. Έτσι οι κρητικές πόλεις και οι κοινωνίες τους γίνονται οι ιδανικοί υποδοχείς των νέων πολεοδομικών ιδεών και προγραμμάτων που επεξεργάζεται τόσο το ελληνικό κράτος όσο και αυτή η Οθωμανική αυτοκρατορία από το πρώτο μισό του 19ού αιώνα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εγχείρημα της Μαρίας Μοίρα ήταν δύσκολο, καθώς είχε να αναμετρηθεί καταρχήν με μια τεράστια και παλαιότατη γραμματεία για τις πόλεις: τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική των νεότερων χρόνων οι ίδιες οι πόλεις και οι αστικές ελίτ κατασκευάζουν τη δική τους συλλογική μνήμη, μέσα από μια πλουσιότατη παράδοση «αστικών πορτραίτων» ή «αστικών βιογραφιών» που παίρνουν διάφορες μορφές: αναμνήσεις, οδοιπορικά, περιηγήσεις, οδηγούς, περιγραφές μνημείων και «αξιοθέατων», χρονικά, και από τα μέσα του 19ου αιώνα φωτογραφικά λευκώματα. Τα περισσότερα ήταν έργα που συντάσσονταν από μορφωμένους αστούς για τη γενέτειρα πόλη τους, έφεραν έντονη τη σφραγίδα της συναισθηματικής μνήμης, διΰλιζαν την ανάμνηση και την πληροφορία μέσα από τα υποκείμενα, και συγχρόνως απηχούσαν τις συλλογικές αναπαραστάσεις, τους μύθους της εποχής τους για τον αστικό δημόσιο και ιδιωτικό χώρο. Τα κείμενα αυτά εισήγαγαν δύο σημαντικά στοιχεία: έφεραν στη επιφάνεια τα ανώνυμα, ανθρώπινα πλήθη των πόλεων και επινόησαν ένα ιστορικό, ατομικό όσο και συλλογικό, βίωμα του αστικού χώρου, που παρήγαγε διαφορετικές αστικές ταυτότητες.  Οι κρητικές πόλεις έχουν να επιδείξουν μεγάλο πλούτο τέτοιων «αστικών βιογραφιών» ιδιαίτερα από τα τέλη του 19ου έως και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, στο μεταίχμιο των παραπάνω αλλαγών, ενώ τέτοια έργα συνεχίζουν να εμφανίζονται και στις μέρες μας.
Από την άλλη η συγγραφέας είχε να αντιμετωπίσει μια ιστορία των πόλεων ή αστική ιστοριογραφία, που διαμορφώνεται ως επιστημονικός κλάδος γύρω στα 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Αγγλία, ενώ στην Ελλάδα αναπτύσσεται περισσότερο στη δεκαετία του ‘80, και η οποία διαχωρίζει τη θέση της από την παραπάνω αστική παράδοση: τα ενδιαφέροντά της είναι οι μεγάλες μονογραφίες πόλεων στο μεταίχμιο της βιομηχανικής επανάστασης (ιστορία του Λονδίνου, του Παρισιού, της Caen κλπ.) ή μια κοινωνική ιστορία του αστικού χώρου, όπου οι χωρικές διακρίσεις (συνοικίες, προάστια, ζώνες κλπ.) αναδείκνυαν τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που προκάλεσαν οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι (φυλετικές και εθνοτικές μειονότητες, φτώχεια, εγκληματικότητα, μετανάστευση). Αυτή η ιστορία των πραγματικών πόλεων και των ορατών τους μετασχηματισμών κατά κανόνα λείαινε τις πτυχώσεις μιας λιγότερο ορατής ιστορίας του αστικού χώρου: το ατομικό βίωμα, οι ανασφάλειες και οι φόβοι της πόλης, οι μεταβολές στις καθημερινές χρήσεις των χώρων, τα εξωτερικά και εσωτερικά όρια, συνιστούσαν μικρές άγνωστες ιστορίες που ανέλαβε να διασώσει η λογοτεχνία.  
Τι το καινούριο φέρνει αυτό το βιβλίο στην ιστορία του Ηρακλείου αλλά και στην ιστορία των πόλεων γενικότερα; Πρώτα-πρώτα η συγγραφέας επιχειρεί μια σύνδεση ιστορίας και λογοτεχνίας κατά τρόπο ώστε η μία να νοηματοδοτεί εκ νέου την άλλη. Ο στόχος της δηλαδή δεν είναι να αναπλάσει έναν πραγματικό αστικό χώρο στον ιστορικό χρόνο, να τεκμηριώσει τις μεταβολές ή τις συνέχειες στις θέσεις, στους τόπους, τους δρόμους, τα κτίρια, στις ονομασίες και τις χρήσεις τους, «με όρους περιγραφικής συνέπειας και ταυτοποίησης του πραγματικού», όπως το διατυπώνει η ίδια. Η Μαρία Μοίρα ψάχνει τις υποδόριες εκείνες διαδικασίες με τις οποίες συγκροτείται μια ιστορική πόλη ως πλέγμα διαφορετικών νοημάτων, υποκειμενικών ή συλλογικών, πολιτικών ή πολιτισμικών, σωματικών, διανοητικών ή ψυχικών, δηλαδή τις διαδικασίες με τις οποίες η πόλη συγκροτείται ως «κείμενο», όπου το υπαρκτό συναντάται και διαπραγματεύεται με το μυθικό, το ορατό με το αόρατο, το υλικό με το άυλο, η πραγματική με τη λογοτεχνική πόλη.  Και καθώς την ενδιαφέρει το Ηράκλειο του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, η συγγραφέας αναζητά τα διαφορετικά είδωλα της μετάβασης από την οθωμανική στην ευρωπαϊκή νεοκλασική πόλη στους τρόπους με τους οποίους οι ήρωες και ηρωίδες των λογοτεχνικών κειμένων βιώνουν τον παρελθόντα αστικό χώρο για να τον επινοήσουν εκ νέου στο παρόν όπως οι ήρωες της Γαλάτειας Καζαντζάκη εσωτερικεύουν τα τείχη σαν κοινωνικό καταναγκασμό· ή να τον επινοήσουν στο μέλλον, όπως η νεαρή ηρωίδα της Κλαίρης Μιτσοτάκη ονειρεύεται τη θάλασσα έξω από τα τείχη της πόλης που τη φυλακίζουν.
Η δεύτερη καινοτομία του βιβλίου είναι μια νέα σύνδεση ιστορίας και αρχιτεκτονικής, η οποία απέχει πολύ από μια ιστορία της αστικής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας του Ηρακλείου: ο στόχος εδώ είναι η κατανόηση της συγκρότησης της πόλης του Ηρακλείου μέσα από πολλαπλές ορατές και αδιόρατες ιστορίες του αστικού χώρου – η νοηματική απόχρωση που εκφράζει το επίθετο «αδιόρατες» δεν είναι τυχαία. Γιατί η μελέτη της Μαρίας Μοίρα καταλήγει σε μια αρχιτεκτονική πρόταση: «Η διερεύνηση της ‘λογοτεχνικής’ πόλης του Ηρακλείου, σε επίπεδο συμπερασμάτων αλλά κυρίως αναρωτήσεων και γόνιμων αμφιβολιών, είναι δυνατόν να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός διαλόγου στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής κοινότητας, ο οποίος, ανατροφοδοτούμενος από υλικό διαφορετικών κλάδων της επιστημονικής έρευνας και της καλλιτεχνικής δημιουργίας, θα ασχοληθεί με την κριτική ανάλυση, την κατανόηση και τον σχεδιασμό του αστικού χώρου». Μια τέτοια ανάλυση και κατανόηση του αστικού χώρου δεν μπορεί να δεχτεί τη βίαιη ρήξη με το οθωμανικό παρελθόν που προκάλεσαν η οικοδομική δραστηριότητα του μεσοπολέμου στο Ηράκλειο αλλά και η ιδεολογική προτίμηση στον βενετικό ιστορικό χώρο. Στο βιβλίο η βυζαντινή, η αραβική, η βενετική και η οθωμανική πόλη δεν συνιστούν απλώς αρχαιολογικά στρώματα του αστικού χώρου, ούτε καν διακριτές ιστορικές μνήμες του. Αντιπροσωπεύουν διαφορετικά, ισότιμα ωστόσο συστήματα ιστορικής «γραμματικής», για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της συγγραφέα, ή αλλιώς διαφορετικές αλλά ισότιμες λογικές οργάνωσης και ερμηνείας του αστικού χώρου. Μια γραμματική  που αναπαράγουν και οι ιστορικοί χάρτες του Ηρακλείου, βενετικοί κυρίως, και που αντανακλά στις μεταβολές των ρόλων της πόλης στη διάρκεια της ιστορίας της: το Ηράκλειο γίνεται διαδοχικά ή και συγχρόνως πόλη-φρούριο, πόλη-λιμάνι, πόλη-αγορά, πόλη-στρατόπεδο, πόλη–κέντρο εξουσίας. Μια γραμματική που ο αρχιτέκτονας πρέπει να κατανοήσει για να μπορέσει να επινοήσει και να σχεδιάσει τη δική του πόλη. Γι’ αυτό και ενώ ξεκινά από τις «πολεοδομικές σταθερές», τη γεωγραφική θέση της πόλης, τα τείχη που τη μετατρέπουν σε κάστρο, το οδικό δίκτυο, τους οικιστικούς πυρήνες, τις πλατείες, η αρχιτέκτονας γοητεύεται από τους ρευστούς, ενδιάμεσους χώρους, εκείνους που αποτελούν «ανοιχτό κείμενο» για την ιστορία: τις πύλες του τείχους, τα εσωτερικά όρια μεταξύ κέντρου και απόκεντρων συνοικιών, την αμφίσημη τέλος σχέση με τη θάλασσα. Χώροι στους οποίους εστιάζει και η σύγχρονη ματιά της φωτογράφου Νίνας Λασιθιωτάκη, καταφέρνοντας με τη φωτογραφία να αιχμαλωτίσει ό,τι δεν έχει ακόμα συλλάβει η ιστορία: τις μικρές αδιόρατες σκιές που ρίχνει το παρελθόν στο παρόν, τα φευγαλέα περάσματα των ανθρώπων στον χώρο.
Επομένως ιστορία, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική και φωτογραφία στη μελέτη της Μαρίας Μοίρα περιγράφουν διαδικασίες συγκρότησης, ανασυγκρότησης και επινόησης ενός «αδιόρατου» αστικού χώρου, ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από τη συστηματική οργάνωση και χαρτογράφηση του περιεχομένου και της πρώτης ύλης του βιβλίου, δηλαδή των λογοτεχνικών κειμένων. Το έργο έχει την εμφάνιση και τη δομή μιας αυστηρής επιστημονικής μελέτης, ώστε θα μπορούσε να αποτελεί άριστο ακαδημαϊκό διδακτικό εγχειρίδιο: αρχίζει με περίληψη, εισαγωγή και παρουσίαση της μεθοδολογίας, ενώ κάθε κεφάλαιο έχει τη δική του εισαγωγή, ανάλυση, σύνοψη και τα δικά του συμπεράσματα. Μετά την εκτενή ιστορική εισαγωγή που ξεκινά από τη βυζαντινή περίοδο και φτάνει ως τον 20ό αιώνα, ακολουθεί η συστηματική ανάλυση  οκτώ λογοτεχνικών κειμένων, γραμμένων από γυναίκες λογοτέχνες με μια εξαίρεση, τα οποία οργανώνονται σε επτά λογοτεχνικά αφηγήματα και εξετάζονται σε ισάριθμα κεφάλαια:
·                     την πόλη-μήτρα, φυλακή και συγχρόνως τόπο διαβατήριων τελετών ενηλικίωσης, στα Μετάλλια της Κλαίρης Μιτσοτάκη,
·                     την πόλη-λαβύρινθο των κοινωνικών και πολιτισμικών διακρίσεων που ξεχνιούνται προσωρινά στις σφαγές, στον Αιώνα των Λαβυρίνθων, και την πόλη-εσθήτα που ντύνει  σαν φαντασιακός μανδύας την εικόνα του πραγματικού αστικού χώρου στα μάτια της νεαρής οθωμανής στο Ένα σχεδόν Γαλάζιο χέρι της Ρέας Γαλανάκη,
·                     την πόλη-μητρικό μορφοείδωλο που τυλίγει ασφυκτικά τους νεαρούς ήρωες με τα δεσμά των οικογενειακών και κοινωνικών παραδόσεων στο Άνθρωποι και Υπεράνθρωποι της Γαλάτειας Καζαντζάκη,
·                     την έμφυλη πόλη όπου διακρίνεται η ανδρική από τη γυναικεία  επικράτεια, το δημόσιο από το ιδιωτικό στη Συβαρίτισσα της Λιλής Ζωγράφου, και όπου η ιστορία ανατρέπει τις διακρίσεις αλλάζοντας συγχρόνως και την ηρωίδα,
·                     την έκκεντρη πόλη του περιθωρίου, των κρυφών, φτωχών και κακόφημων συνοικιών του Ηρακλείου που θα γεφυρώσει με το «κέντρο» η νεαρή δασκάλα στο Τρίτο Χριστιανικό Παρθεναγωγείο της Έλλης Αλεξίου,
·                     την  πόλη των επικέντρων, των μουσουλμάνων και των χριστιανών, όπου τα θρησκευτικά και ιδεολογικά σύνορα ενώνουν και χωρίζουν συγχρόνως στον Καπετάν Μιχάλη του Νίκου Καζαντζάκη,
·                     και τέλος την πόλη των μνημονικών θραυσμάτων από τα Ομόκεντρα διηγήματα («Μαυρόασπρο») της Ρέας Γαλανάκη, όπου η ανθρώπινη μνήμη ανασυγκροτεί επιλεκτικά τον αστικό χώρο από κατακερματισμένους τόπους.

Σ’ αυτή την ποιητική του αστικού χώρου τον πρώτο ρόλο έχουν τα «βήματα των ανθρώπων του», για να θυμίσουμε έναν ανατρεπτικό στοχαστή της πόλης και της ανθρώπινης εμπειρίας της, μεταξύ άλλων, στον οποίο αναφέρεται συχνά και η ίδια η συγγραφέας, τον Michel de Certeau: είτε πρόκειται για τις κρυφές διαφυγές των λογοτεχνικών ηρώων μέσα στον αστικό χώρο, είτε για τις προσωπικές διαδρομές των ίδιων των δημιουργών τους από και προς τη γενέθλια πόλη, αυτό το βιβλίο αντηχεί τα ανθρώπινα βήματα, που άλλοτε συμπαρασύρονται και άλλοτε αντιστέκονται στις κυρίαρχες διαδρομές της πόλης στην ιστορία. Αλλά αντηχεί και την ευαίσθητη γραφή της ίδιας της Μαρίας Μοίρα που μετατρέπει την ποιητική της πόλης σε ποίηση.

Η Ελευθερία Ζέη είναι ιστορικός, καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης

Έργο της Μυρτώς Ξανθοπούλου, φωτ. Θ. Μαλάμου

Δεν υπάρχουν σχόλια: