27/1/19

«Ναζήδες» και «τεμπέληδες»: Μια μακρά ιστορία

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Δημήτρης Πετρολέκας, Ενθύμιον, μικτή τεχνική, 22 x 32 εκ.




ΣΤΡΑΤΟΣ Ν. ΔΟΡΔΑΝΑΣ - ΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ (επιμ.), Ο «μακρύς» ελληνογερμανικός εικοστός αιώνας: Οι μαύρες σκιές στην ιστορία των διμερών σχέσεων, Επίκεντρο 2019, σελ. 488


Με αφορμή την επανεκκίνηση των ελληνογερμανικών σχέσεων, έπειτα από μια δεκαετία επιδείνωσης και εκατέρωθεν εγκλωβισμού στα στερεότυπα που καλλιέργησαν τα ΜΜΕ, ο συλλογικός τόμος Ο «μακρύς» ελληνογερμανικός 20ός αιώνας, που κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες, επιχειρεί, μέσα από ένα σύνολο ερευνητικών εργασιών που βασίζονται στην αξιοποίηση πρωτογενούς αρχειακού υλικού και σε νέες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις, να συμβάλει στην αναβάθμιση του δημόσιου διαλόγου γύρω από τις σχέσεις της Ελλάδας με τη Γερμανία στη μακρά διάρκειά τους. Στη συνέχεια δημοσιεύουμε τμήμα της εισαγωγής των επιμελητών.
...Η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, το 1974, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοδυτικογερμανικές σχέσεις, το οποίο ταυτίστηκε λίγο πολύ με το κοινό ευρωπαϊκό. Τα κόμματα της SPD και της CDU έδειξαν έντονη επιθυμία να συνεργαστούν με τα αντίστοιχα αδελφά κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία, με στόχο την εμπέδωση της δημοκρατίας και της δημιουργίας υγειών πολιτικών θεσμών. Επίσης, η Βόννη στήριξε ενεργά το αίτημα της Αθήνας για ένταξη στην ΕΟΚ, αίτημα που έγινε τελικά αποδεκτό, με την Ελλάδα να εισέρχεται το 1981 στην οικογένεια των εύρωστων οικονομικά δυτικών κρατών. Από το σημείο εκείνο οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Δυτική Γερμανία διαμορφώθηκαν κυρίως μέσα στο κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο.


Η κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ, με τα όσα θετικά επέφερε, επηρέασε και τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία βρήκε την Ελλάδα και την επανενωμένη Γερμανία να υποστηρίζουν διαφορετικά στρατόπεδα (σερβικό και κροατικό), ενώ το Μακεδονικό Ζήτημα δημιούργησε άλλη μια εστία αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο χώρες. Την ίδια εποχή επανήρθε στην ελληνική επικαιρότητα και το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. Ωστόσο, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της γερμανικής επανένωσης το 1990, οι γερμανικές κυβερνήσεις έμειναν πιστές στη μεταπολεμική επιχειρηματολογία, επικαλούμενες το γεγονός ότι η λεγόμενη «Συμφωνία 2+4», με την οποία η Γερμανία ανακτούσε την εθνική κυριαρχία της, δεν ήταν νομικά δεσμευτική συνθήκη ειρήνης, για να μην βρεθεί αντιμέτωπη με κύμα διεκδικήσεων. Απέναντι στο ελληνικό αίτημα για την έναρξη διαπραγματεύσεων, η γερμανική πλευρά επικαλούνταν την παραγραφή των ναζιστικών εγκλημάτων ή όπως ο τότε υπουργός Εξωτερικών Hans-Dietrich Genscher το έθεσε «το ζήτημα θεωρείται λήξαν μετά την πάροδο πενήντα χρόνων από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου». Αυτή η δήλωση αποτελεί έκτοτε μόνιμη επωδό της γερμανικής διπλωματίας, σε συνδυασμό με την υπενθύμιση της διαχρονικής γερμανικής πολιτικής και οικονομικής υποστήριξης της Ελλάδας από όλες τις μεταπολεμικές (δυτικο)γερμανικές κυβερνήσεις, έως πρόσφατα.
Ειδικά, ωστόσο, η συμπαράσταση της κυβέρνησης Gerhard Schroeder στην προσπάθεια της Ελλάδας να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικονομική και νομισματική ένωση κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90 οδήγησε σε αναθέρμανση των διμερών σχέσεων, χωρίς να προηγηθεί όμως από ελληνικής πλευράς – όπως και στο παρελθόν – οριστική παραίτηση από τη διεκδίκηση επανορθώσεων. Διαχρονικά, αλλά ειδικά στο πρόσφατο παρελθόν, οι επισκέψεις των Γερμανών αξιωματούχων στην Ελλάδα (όπως οι πρόσφατες επισκέψεις των Γερμανών προέδρων Gauck και Steinmeier) κινήθηκαν στο πλαίσιο της αναγνώρισης και ανάληψης της ιστορικής ευθύνης για τα όσα υπέστη η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής, με δηλώσεις και κινήσεις καλής θέλησης, που δεν συνέδεαν τη συμφιλίωση με την Ελλάδα με το ζήτημα της καταβολής των πολεμικών επανορθώσεων.
Την περίοδο της οικονομικής κρίσης μετά το 2010 οι διμερείς σχέσεις βρέθηκαν εγκλωβισμένες στα στερεότυπα των ΜΜΕ σε Ελλάδα και Γερμανία, σύμφωνα με τα οποία το Βερολίνο εμφανιζόταν ως «εμμονικό» με την επιβολή πολιτικών λιτότητας, σε συνδυασμό με την έλλειψη αλληλεγγύης προς τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, αγνοώντας τη θέληση των υπολοίπων είκοσι έξι μελών της Ε.Ε., την ώρα που σε αρκετά γερμανικά Μέσα κυριαρχούσε το λαϊκιστικό αφήγημα των «αντιπαραγωγικών» και «τεμπέληδων» Ελλήνων, που αρνούνται να αλλάξουν νοοτροπία και να αναλάβουν την ευθύνη ανασυγκρότησης της χώρας τους. Σύμφωνα με ειδικούς, βέβαια, η ηθικολογία στα ΜΜΕ αντανακλούσε στις περισσότερες περιπτώσεις την επιθυμία των δημοσιογράφων να υιοθετήσουν την εθνική ρητορική, όπως συμβαίνει συνήθως σε περιόδους κρίσεων.
Ο τρόπος με τον οποίο κατά την πρόσφατη τραυματική περίοδο σκιαγραφήθηκαν τα «εθνικά» χαρακτηριστικά των «πτωχευμένων» Ελλήνων και των «διαχρονικά υπεροπτών» Γερμανών, επανέφερε στην επικαιρότητα το παρελθόν των ελληνογερμανικών σχέσεων και ειδικά τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία προσέλαβε και έκτοτε διαχειρίζεται τη «μακριά σκιά της γερμανικής Κατοχής», αποσιωπώντας όμως άλλες, θετικές πτυχές, όπως της ενεργούς στήριξης σε πολλούς Έλληνες κατά την Επταετία (1967-1974), οι οποίοι βρήκαν άσυλο στη Δυτική Γερμανία. Ας μη λησμονηθεί ότι το έδαφος της Δυτικής Γερμανίας αποτελούσε ασφαλές καταφύγιο και ορμητήριο αντιστασιακών εκδηλώσεων, όπως οι ραδιοφωνικές εκπομπές του Παύλου Μπακογιάννη.
Όπως, ωστόσο, προκύπτει από το εύρος των θεματικών του ανά χείρας τόμου, οι ελληνογερμανικές σχέσεις δεν μπορούν να αναλυθούν στο στενό αφηγηματικό πλαίσιο της ναζιστικής Κατοχής, αγνοώντας σύνθετες ιστορικές διεργασίες. Με αφορμή την τρέχουσα συγκυρία, σκοπός του συλλογικού αυτού τόμου είναι η σε βάθος εξέταση των διμερών σχέσεων, μέσα από την ανάδειξη νέων ιστοριογραφικών προσεγγίσεων και την αξιοποίηση πρωτογενούς αρχειακού υλικού, που θα επιτρέψουν τη διάχυση των επιστημονικών πορισμάτων σε ένα ευρύτερο κοινό, γεγονός που συμπίπτει με μια φάση επανεκκίνησης των διμερών σχέσεων. Με τον τρόπο αυτό θα αναβαθμιστεί ο δημόσιος και επιστημονικός διάλογος για το δύσκολο, επώδυνο και ενίοτε συγκρουσιακό παρελθόν Ελλάδας-Γερμανίας (από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και σήμερα), αποφεύγοντας ταυτόχρονα την εργαλειοποίηση του παρελθόντος όσον αφορά την ανάλυση και ερμηνεία των διμερών σχέσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: