17/6/18

Ποίηση και παγκοσμιοποίηση

Άποψη της έκθεσης, φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Ο χρόνος της τέχνης
Η ποίηση, και γενικότερα η τέχνη, έχει τη δικιά της ιστορικότητα, απολύτως διακριτή από αυτή της πολιτικής, της οικονομικής, ακόμα και της πολιτιστικής ιστορίας. Οι διαδρομές τους είναι ασύμπτωτες. Άλλοτε η τέχνη προηγείται, άλλοτε έπεται, και σπανίως συμπίπτει, δηλαδή συμπίπτουν οι εξάρσεις και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, με εκείνα της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας.
Ας φέρω ένα παράδειγμα. Ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας της δημιουργίας των εθνών-κρατών. Δεν απέκτησαν όμως όλα τα έθνη-κράτη εθνική λογοτεχνία. Παρ’ ότι τα σχολικά βιβλία κάθε χώρας περιέχουν και τη «λογοτεχνία της», είναι πολύ λιγότερες οι εθνικές λογοτεχνίες που στέκονται ισότιμα έναντι αλλήλων, στον παγκόσμιο χάρτη. Γιατί, στην τέχνη, το στοιχείο της αισθητικής ποιότητας είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Έτσι, έχουμε γλώσσες, μικρές ή μεγάλες, όσον αφορά τον πληθυσμό που τις μιλά, στις οποίες δεν έχει γραφεί ποίηση, που να δικαιούται μια θέση στον παγκόσμιο ποιητικό χάρτη. Έχουμε έθνη-κράτη που δεν διαθέτουν εθνική λογοτεχνία (κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για ατελή έθνη-κράτη, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση).
Η καθ’ ημάς εθνική λογοτεχνία ιδρύεται με το έργο του Διονυσίου Σολωμού, που συνοψίζει, και ανασυνθέτει, γλωσσικές και λογοτεχνικές επιτεύξεις και πολιτισμικές διεργασίες, του ευρύτερου ελληνικού χώρου και χρόνου, όμως το κάνει με συνείδηση ότι ιδρύει εθνική λογοτεχνία, ισότιμη στον ευρωπαϊκό λογοτεχνικό χάρτη της εποχής. Άλλωστε, από το ευρωπαϊκό λογοτεχνικό και φιλοσοφικό γίγνεσθαι αντλεί την παιδεία του και τα εργαλεία του. Και αυτό το κάνει ταυτόχρονα με την επανάσταση του 1821. Αν όμως δεν είχε υπάρξει ο Σολωμός, και ο Κάλβος, αλλά μια σειρά ποιητών σαν τον Γεώργιο Τερτσέτη, θα μιλούσαμε για διακριτή, νεοελληνική εθνική λογοτεχνία, ήδη από το 1821;

Άλλωστε, δεν συνέβη το ίδιο στην πεζογραφία. Παρά τα και εδώ προηγηθέντα, μόλις το 1866 ο Εμμανουήλ Ροΐδης, με την Πάπισσα Ιωάννα, ιδρύει την νεοελληνική πεζογραφία, με όρους ευρωπαϊκής λογοτεχνικής ποιότητας, και μάλιστα με αισθητικές παραμέτρους και τεχνικές που υπερβαίνουν κατά πολύ τις αντίστοιχες του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος της εποχής εκείνης. Αν, λοιπόν, στην περίπτωση του Σολωμού η χρονική ταύτιση είναι πασιφανής, στην περίπτωση του Ροΐδη η χρονική, και εν γένει απόκλιση είναι προφανής (αν, και, καθόλου δεδομένη για τη νεοελληνική λογοτεχνία και φιλολογία, μέχρι τις μέρες μας).
Επιπλέον, η περίπτωση της Πάπισσας μας δείχνει πως το επίπεδο της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης δεν εμποδίζει, ούτε κατ’ ανάγκην ευνοεί, την αισθητική πρωτοπορία, αφού το έργο τέχνης παραμένει προσωπικό επίτευγμα, παρ’ ότι, όπως επίσης μας δείχνει η τεκμηριωτική μεταμυθοπλασία της Πάπισσας, ο συγγραφέας δεν είναι ένας μικρός θεός-δημιουργός, αλλά ένας γραφέας, μέσα στο μεγάλο κείμενο του κόσμου και της γλώσσας του.

Η γλώσσα
Η ποίηση γράφεται σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, και είναι αξεχώριστη από αυτήν. Η διάδοση ενός λογοτεχνικού έργου, μέσω των μεταφράσεών του, δεν δηλώνει τίποτα περί της αισθητικής ποιότητάς του. Για παράδειγμα, το έργο του Καζαντζάκη συνεχίζει να αντιμετωπίζεται τουλάχιστον με επιφύλαξη στα καθ’ ημάς. Και καλώς. Γιατί κρίνεται ως λογοτεχνικό έργο. Αντίθετα, συνεχίζει να διαβάζεται παγκοσμίως, ακόμα και να σκηνοθετείται στο Χόλυγουντ, χωρίς αυτά να προσθέτουν τίποτα στη λογοτεχνική του αξία. Γιατί δεν αρκεί ο μύθος, στη σύνθεση του οποίου ο Καζαντζάκης είναι δεξιοτέχνης, ούτε η ενσωμάτωση των κυρίαρχων ιδεών μιας εποχής, για να γραφεί σημαντικό λογοτεχνικό έργο. Η λογοτεχνία γράφεται μέσα στη γλώσσα. Κι εκεί ο Καζαντζάκης είναι άτεχνος, ιδιαίτερα στα ποιήματά του. Αντίθετα, ακριβώς για αυτό, ο Καβάφης είναι μεγάλος ποιητής. Γιατί αν δεν είχε αυτή την εξαιρετική σχέση με τη γλώσσα −που του επέτρεψε να φτιάξει ένα δικό του, «μικτό» ιδίωμα−, αλλά και αισθητικά με τον μοντερνισμό, δεν θα αρκούσαν ο διδακτισμός και ο επιγραμματισμός του, η ομοφυλόφιλη θεματική, οι ιστορικές αναφορές του, που επικοινωνούσαν ευχερώς με το τότε ευρωπαϊκό μορφωτικό υπόστρωμα, δηλαδή όλα εκείνα που του έδωσαν παγκόσμια απήχηση· δεν θα αρκούσαν, ώστε να μιλάμε για έναν όντως μεγάλο ποιητή.

Η νεύρωση της μετάφρασης
Η νεύρωση των μεταφράσεων κατατρέχει όλες τις μικρές λογοτεχνίες, και τους μικρούς λογοτέχνες. Μικρές, σε πληθυσμό που μιλά τη συγκεκριμένη γλώσσα, αλλά και, μικρές και μικρούς, σε καλλιτεχνικό ανάστημα. Για παράδειγμα, στην εποχή του «Υπαρκτού», μέσα από γνωστά δίκτυα, μεταφράστηκαν άπειρα μεταπολεμικά ποιήματα. Αν κοιτάξει κανείς τα βιογραφικά αρκετών μετρίων, ή και ασήμαντων μεταπολεμικών ποιητών και ποιητριών, θα δει πως έχουν μεταφραστεί σε καμιά δεκαριά γλώσσες.
Αυτή η νεύρωση καλά κρατεί ακόμα, όμως, τώρα, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, το πράγμα αποκτά και άλλες διατάσεις: η πρόσφατη φάρσα της γνωστοποίησης εις το παγκόσμιο κοινό, διά των εκδόσεων Penguin, του προσώπου της σύγχρονης νεοελληνικής ποίησης, με τονισμένες ρεαλιστικά τις ρυτίδες του, λόγω της ανείπωτης κρίσης, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Αντίθετα, εκεί όπου τα πράγματα είναι όντως σοβαρά, και όντως τελέσφορα, αυτή η σχέση έχει αντίστροφη φορά: παραπέμπω στην αλληλογραφία του Καβάφη με τον Forster (1916-1932), ένα μοναδικό τεκμήριο, όπου βλέπουμε έναν χειραφετημένο νεοέλληνα ποιητή, ο οποίος αντιμετωπίζει με αφοπλιστική ευγένεια, αλλά και καβαφικά υπόρρητη ειρωνεία, τον ίδιο τον Forster (που μάλιστα μεσολαβεί για τη δημοσίευση ποιημάτων τού Καβάφη σε περιοδικά και προσφέρεται για την έκδοσή τους σε βιβλίο στην Βρετανία), τον Τ. Σ. Έλιοτ και το περιοδικό του Criterion (που δημοσίευσε κάποια ποιήματα του Καβάφη), κλπ, κλπ.

Οι ευκολίες
Τι αλλάζει λοιπόν, σήμερα, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης; Όλα τα προηγούμενα, και αρκετά αντίστοιχα, κατά τη γνώμη μου συνεχίζουν να ισχύουν. Αυτό που αλλάζει, με την καθιέρωση της αγγλικής σε κοινή γλώσσα και την ευκολία της επικοινωνίας μέσω ίντερνετ, είναι μια ορισμένη ευκολία στην πρόσβαση. Το ερώτημα βέβαια είναι πώς χρησιμοποιείται αυτή η ευκολία, από τον κάθε σύγχρονο ποιητή και ποιήτρια. Μπορεί, λόγου χάριν, πολύ εύκολα, να βρει ένα μεταφρασμένο στα αγγλικά ποίημα, σχεδόν του κάθε ποιητή, από κάθε χώρα και γλώσσα, ώστε να είναι «ενημερωμένος». Είναι μια επιλογή του, να ασχοληθεί με αυτό. Το σημαντικό όμως για μένα είναι η πρόσβαση σε σημαντικά κείμενα, ποιητικά, κριτικά, θεωρητικά, που συνήθως έφθαναν, σε χώρες και γλώσσες όπως η δική μας, με καθυστέρηση δεκαετιών, ή δεν έφταναν ποτέ. Αυτή λοιπόν η δυνατότητα είναι όντως σημαντική.
Έτσι, ένας σύγχρονος ποιητής μπορεί να έχει εύκολη πρόσβαση στο έργο του Έζρα Πάουντ, και στην θηριώδη βιβλιογραφία γι’ αυτόν. Αυτή είναι η συνθήκη της δημοκρατικοποίησης, την οποία ευνοεί η παγκοσμιοποίηση. Αν όμως ο σύγχρονος αυτός ποιητής ή ποιήτρια αναλώσει τούτη τη δυνατότητα στο να γνωρίζει κάθε μέρα κι έναν ποιητή από κάθε απίθανη γλώσσα και χώρα, τότε είναι άξιος της μοίρας του. Αν, μάλιστα, αναλώνεται στο να «δικτυωθεί» με τέτοιους ποιητές, ώστε να ανταλλάξουν μεταφράσεις, δημοσιεύσεις και ταξίδια, τότε είναι «τελειωμένος» πριν την ώρα του.

Το κοσμοείδωλο
Το σημαντικότερο που έχει όντως αλλάξει, μέσα στη συνθήκη της παγκοσμιοποίησης, είναι πως έχει παρέλθει η εποχή, και η αντίληψη, της αέναης προόδου. Μετά το 1989, με την κατάρρευση της διπολικότητας του κόσμου, κατέρρευσαν και οι μεγάλες, αντιτιθέμενες εννοιολογήσεις του καλού και του κακού, δηλαδή κατέρρευσαν τα ηγεμονικά παγκόσμια κοσμοείδωλα, άλλαξε  ο ρυθμός του κόσμου.
Ένας σύγχρονος ποιητής, σε οποιαδήποτε χώρα και γλώσσα, με αυτή την πραγματικότητα έχει να αναμετρηθεί. Για να οριστεί μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, τα ερείσματά του θα τα βρει στα μεγάλα έργα, εκείνα που περιέχουν στοιχεία και παραμέτρους της μεγάλης διάρκειας. Το παράδειγμα του Πάουντ είναι νομίζω χαρακτηριστικό, όπως, αντίστοιχα, τα παραδείγματα του Τζόυς, του Μπόρχες ή του Μαγιακόφσκι και, ευρύτερα, εκείνα του Τζίγκα Βέρτοφ ή του Μπέλα Μπάρτοκ. Αυτά είναι τα έργα που μπορούν να μας δώσουν ερείσματα που νοηματοδοτούν τη σημερινή εποχή. Γιατί στην τέχνη δεν υπάρχει δημοκρατία· το πολίτευμα της πόλεως των τεχνών και των ιδεών είναι αριστοκρατικό. Η δημοκρατία του χρόνου, δηλαδή η αξίωση ότι στους ποιητές μιας εποχής τούς ανήκει η εποχή τους, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.

Η επιλογή
Υπάρχουν βέβαια και πολλά ακόμη, τα οποία όμως αφορούν απλώς την πολιτισμική ισχύ, κρατών, οικονομιών, γλωσσών, ιδεολογιών. Ως προς αυτό, η παγκοσμιοποίηση δεν έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικό. Άλλο όμως η πολιτισμική ισχύς και άλλο η τέχνη. Γιαυτό, η πολιτισμική ισχύς δεν πρέπει να τίθεται ως κριτήριο, είτε με διάθεση άκριτης αποδοχής είτε στη βάση μιας «αντιστασιακής» λογικής. Ο Τόμας Πύντσον είναι ένας μεγάλος συγγραφέας της εποχής μας, που αισθητικά αποκρίνεται στο αίτημα της νέας μορφής μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη, ενώ ο Φίλιπ Ροθ είναι ένας ηθογράφος της συμφοράς, άλλων εποχών. Και οι δύο είναι όμως «σύγχρονοί μας» αμερικανοί συγγραφείς. Από εμάς εξαρτάται ποιον θα επιλέξουμε να διαβάσουμε.
Το ερώτημα λοιπόν σήμερα, για έναν σύγχρονο ποιητή, είναι τι διαβάζει, ποια ερείσματα χρησιμοποιεί, τι επιλέγει από την πληθώρα των προσφερομένων ερεθισμάτων. Και, πρώτα απ’ όλα, τι διαβάζει στη γλώσσα του. Τι διαβάζει από τα σύγχρονα έργα, δηλαδή από τα αισθητικά σύγχρονα έργα. Φερ’ ειπείν, διαβάζουν, δηλαδή μελετούν, οι νέοι μας ποιητές, Γυναίκα της Ζάκυθος, Πάπισσα Ιωάννα, Εγγονόπουλο, Βαλτινό;
Το ήμισυ, ή και περισσότερο, από το ταλέντο ενός καλλιτέχνη, είναι να επιλέγει τα καλλιτεχνικά έργα με τα οποία συνδιαλέγεται. Κι αν κάποτε αυτό ήταν πολύ δύσκολο, σήμερα, με την παγκοσμιοποίηση και το ίντερνετ, αυτό είναι πια δυνατό, ακόμα και για κείμενα στην ίδια τη γλώσσα μας, που κάποτε ήταν δυσεύρετα, όπως για παράδειγμα η «Ελληνική Πατρολογία» και η βυζαντινή υμνογραφία, όπου περιέχονται κείμενα της υψηλής ποιητικής των αιώνων. Έτσι, αυτή η δυνατότητα ευχερούς πρόσβασης, καταρρακώνει και το τελευταίο άλλοθι του «περιβάλλοντος» και της «εποχής», το τελευταίο αποκούμπι του μεταρομαντισμού (ο οποίος έχει τόση σχέση με το κίνημα του ρομαντισμού, όσο η οπερέτα με την όπερα). Άγνοια κειμένων δεν συγχωρείται πλέον...

Η ηθογραφία του «άλλου»
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, πληθαίνουν τα καλλιτεχνικά έργα, ακόμα και τα ποιητικά, που υποτίθεται ότι συνομιλούν και εντάσσουν τον «άλλο», νοούμενον ως υποκείμενο, δηλαδή ως ακμαίο και αρραγές υποκείμενο της νεωτερικότητας. Ο δε «άλλος» είναι κάποιος χαρακτήρας από τους προβλέψιμους μέσα στον συρμό της εποχής: είναι μαύρος, τρανς, γυναίκα, μειονοτικός κλπ κλπ. Εν ολίγοις, η νατουραλιστική ηθογραφία, και ο πρωτόλειος κοινωνιολογισμός των αρχών του 20ού αιώνα, περιφέρεται σήμερα, σε όλες τις τέχνες, ως «αποτύπωμα της εποχής», δηλαδή ως τέχνη της παγκοσμιοποίησης, αξιοποιώντας την ακαδημαϊκή νομιμοποίηση μέσω των πολιτισμικών σπουδών. Όμως, ακόμα κι αν δεν το έχουν πληροφορηθεί οι συγκεκριμένοι διδάκτορες και καλλιτέχνες, η νεωτερικότητα μας έχει αφήσει χρόνους, μαζί με όλες τις βεβαιότητές της περί του υποκειμένου και των ταυτοτήτων.

Η μορφή
Σε πείσμα όλων των καιρών, σε πείσμα όλων των εκτάσεων, ακόμη και σήμερα, και, αν προσφύγουμε στην ιστορία των αιώνων, νομίζω για πάντα, μόνο διά της μορφής ένα καλλιτεχνικό έργο κομίζει αισθητικό πρόταγμα, ή συμβάλλει στη σύνθεσή του, το οποίο πρόταγμα με τη σειρά του είναι η χρήσιμη εισφορά της τέχνης, στη δημιουργία του κοσμοειδώλου, που αντιστοιχεί στο εκάστοτε ιστορικό παρόν, με το οποίο κοσμοείδωλο οι άνθρωποι και οι κοινωνίες πορεύονται στον βίο τους. Τα υπόλοιπα πρόσκαιρα και προβλέψιμα αφορούν, αντίθετα, την τρέχουσα χρηστικότητα κάποιων πολιτιστικών έργων, ως αναλώσιμα έργα εποχής, ακόμα κι αν καταναλώνονται ως έργα τέχνης (η φενάκη της λαϊκιστικής δημοκρατίας της πρόσληψης). Γιατί πάντα υπάρχει μια ποίηση εποχής, όπως και σήμερα υπάρχει η τρέχουσα ποίηση της παγκοσμιοποίησης. Προβλέψιμο, πολύ προβλέψιμο. Και καθόλου πρωτότυπο. Έτσι γινόταν πάντα. Άλλωστε, η νεοελληνική κοινωνία έζησε, για περισσότερο από μισόν αιώνα, με ποιητές εποχής τον Σούτσο, τον Αχιλλέα Παράσχο και τον Γεώργιο Σουρή (ο οποίος μάλιστα προτάθηκε πέντε φορές για Νόμπελ...).
Συνελόντι ειπείν, η ποίηση, ως τέχνη, αφορά, και πάντα θα αφορά, μια άλλη συζήτηση.

Το κείμενο περιέχεται στο ομότιτλο αφιέρωμα, του καινούριου τεύχους του περιοδικού Poetix. Γράφουν επίσης: Ελισάβετ Αρσενίου, Αναστάσης Βιστωνίτης, Παναγιώτης Βούζης, Πέτρος Γκολίτσης, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Γιώργος Μπλάνας, Παντελής Μπουκάλας

Δεν υπάρχουν σχόλια: