ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Το ερώτημα, εάν πρέπει να μιλάμε για «γενιά
του ’70» ή για «ομάδα ποιητών του ’70», όπως έχει χαρακτηρίσει τα τελευταία
χρόνια τούς εν λόγω ποιητές ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος κριτικός τους, ο Αλέξης
Ζήρας, νομίζω ότι υποδεικνύει ένα τοπίο πολυσχιδές, χωρίς δεσπόζουσες, χωρίς
κεντρικά προτάγματα. Με αυτή την έννοια, και η δικιά μου προσέγγιση
αποδεσμεύεται από την προσδοκία μιας ολοποιητικής αποτίμησης της «ιδεολογίας
της γενιάς του ’70», που αποτελεί το θεματικό πεδίο της συμβολής μου στο
προκείμενο αφιέρωμα, όπως ακριβώς μου ζητήθηκε, και αυτόχρημα αποκτά τον
χαρακτήρα της επισήμανσης ιδεολογικών χαρακτηριστικών που αναπτύσσονται σε αυτό
το πεδίο, άλλοτε ως επιμέρους και άλλοτε ως ευρύτερες τάσεις, οι οποίες
εμφανίζονται, και ενίοτε κυριαρχούν, μέσα σε μια διαδρομή πενήντα ετών.
Μιλώντας βέβαια για ιδεολογία ενός
καλλιτεχνικού πεδίου, και ειδικότερα ποιητικού, το πρώτο που θα πρέπει να
εξετάσει κανείς είναι η ίδια η αντίληψή του για την τέχνη (του), και εν
προκειμένω η ποιητική ιδεολογία του.
Πώς όμως θα τη συναγάγουμε; Εν πρώτοις, χρειάζεται να προσδιορίσουμε την
ιδιαίτερη θέση αυτών των ποιητών στη διαδρομή της νεοελληνικής ποίησης. Και οι
ποιητές που συζητάμε, εν συνόλω, αποτελούν έναν κρίκο, ένα κεφάλαιο, στη
μακρόσυρτη διαδρομή του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού, μια διαδρομή που
νοείται με απαρχή την ποίηση του Κ. Π. Καβάφη και φθάνει ως τις μέρες μας,
συνιστώντας σήμερα το κυρίαρχο ποιητικό ιδίωμα.
Ο
Καβάφης, που προσελήφθη (περιοριστικά) ως παράδειγμα της ποίησης του ατομικού
στιγμιοτύπου, και, αντίστοιχα, ο Σεφέρης, που χρησίμευσε (πάλι περιοριστικά) ως
παράδειγμα της απλής, δημοτικής, συνομιλητικής γλώσσας, έδωσαν νομίζω τη βάση
εκκίνησης για τον ποιητικό τρόπο των εν λόγω ποιητών. Το «περιοριστικά» δεν
έχει βέβαια κάποιο αρνητικό πρόσημο, αφού κάθε επόμενος επιλέγει, ή και
εκμαιεύει, αυτό που του είναι χρήσιμο από το έργο των προηγηθέντων, με βάση τις
δικές του ανάγκες και προτεραιότητες. Κι εδώ το κρίσιμο είναι πως αυτή η βάση
εκκίνησης ήταν η κατάλληλη, ώστε να εισπραχθεί και να μιληθεί από τους ποιητές
του ’70 το περιρρέον κλίμα της δικιάς τους εποχής (το οποίο κλίμα δεν είναι
φυσικά αποκλειστικά νεοελληνικό αλλά εμφανώς ευρύτερο, και αφορά όλο τον Δυτικό
κόσμο – όπου αυτοδικαίως περιλαμβάνεται και η ανατολική Ευρώπη), ή, μάλλον,
αυτή η βάση εκκίνησης ήταν η κατάλληλη, προκειμένου να μιληθεί η δικιά τους
σχέση με αυτό το ευρύτερο κλίμα.
Αναφέρομαι σε όλη εκείνη την πολιτισμική
διεργασία των δεκαετιών του 1960 και 1970, που ως συμβολική κορύφωσή της έχει
τον γαλλικό Μάη του 1968. Αυτή η διεργασία δεν αποτύπωσε βέβαια μια ιδιαίτερη,
δική της ποιητική φυσιογνωμία, μια δική της ποιητική γενιά στον Δυτικό κόσμο
(όπως έγινε με τους μοντερνιστές), αν και μέσα της, ως στοιχείο της ίδιας της
διεργασίας, υπάρχει σε περίοπτη θέση το αμερικάνικο μπητ, για το οποίο έχει
γίνει αρκετός λόγος, ακόμα και για «μεταφύτευσή» του στα καθ’ ημάς από τους υπό
συζήτηση ποιητές και ποιήτριες.
Κατά τη γνώμη μου, με εξαίρεση κάποιες
γνωστές περιπτώσεις, κυρίως σε μια ορισμένη φάση τους (αλλά και ανάλογα προανακρούσματα
στην καθ’ ημάς ποιητική σκηνή, ήδη από το 1960), δεν μπορούμε να δούμε τους
ποιητές του ’70 ως μια ελληνική εκδοχή του αμερικάνικου μπητ. Βεβαίως σχεδόν
όλοι το γνώρισαν, στα πρώτα τους ποιητικά βήματα, αφού π.χ. ήδη από το 1964
έχουν δημοσιευθεί δύο μεταφράσεις του ποιήματος «Αμερική» του Άλεν Γκίνσμπεργκ:
από τον Κλείτο Κύρου στο τεύχος 9 του περιοδικού Μαρτυρίες (προδρομική έκδοση των Σημειώσεων) αλλά και στο τεύχος 2-3 του περιοδικού Πάλι, από τον Δημήτρη Πουλικάκο.
Ελάχιστοι όμως, και για λίγο, αναζήτησαν στο μπητ μια αντίληψη για την ποίηση,
πόσω μάλλον μια ποιητική (την οποία άλλωστε δεν διέθετε). Από την άλλη, το μπητ
ήταν αυτό που συνέβαινε ποιητικά στην εποχή τους, μια εποχή κατ’ εξοχήν
εξωστρεφής στα ερεθίσματά της, ιδιαίτερα για τους εκκολαπτόμενους ποιητές μας
που η νεότητά τους ασφυκτιά μέσα στον ελληνοχριστιανισμό της επτάχρονης
δικτατορίας, οπότε ήταν φυσικό να δώσουν ιδιαίτερη σημασία σε αυτή την
ελευθεριάζουσα ποιητική αύρα που ερχόταν από την άλλη όχθη του Ατλαντικού,
αγκαλιά με το ροκ και την ενδυματολογική ατημελησία, ως διάρρηξη της
μεταπολεμικής τακτοποίησης, κοινωνικής και πολιτισμικής.
Μιλώντας για την ποίηση του ατομικού
στιγμιοτύπου και την απλή, συνομιλητική γλώσσα, και παραπέμποντας αντίστοιχα
στον Καβάφη και στον Σεφέρη, θέλω να επισημάνω αυτό ακριβώς: πως ο «αέρας» των
μπητ (μαζί και η πολιτισμικού τύπου αμφισβήτησή τους), και κυρίως το
συνολικότερο ελευθεριάζον κλίμα, δεν αποτέλεσαν την ποιητική μήτρα απ’ όπου
βγήκαν οι ποιητές του ’70, αλλά ότι τα εν λόγω ερεθίσματα/εναύσματα
«μεταγράφηκαν» από τους νεαρούς ποιητές πάνω σε αυτές τις δύο υποδοχές. Γιατί η
ποιητική ιδεολογία των συνεχιστών του μοντερνισμού είναι που διαπερνά το σύνολο
των ποιητών και ποιητριών του ’70, ενώ η «αμφισβήτηση», η οποία για ένα
διάστημα επιχειρήθηκε να τους αποδοθεί ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους, με
γενικότερες αλλά αλλότριες συνδηλώσεις, δεν υπήρξε, πρώτα απ’ όλα, ως
διακύβευμα αμφισβήτησης της μοντερνιστικής ποιητικής.
Το αντίθετο: θα έλεγα ότι αυτοί οι ποιητές
εμπέδωσαν ποιητικά τον μοντερνισμό, τον κοινωνικοποίησαν ως ποιητικό ιδίωμα,
προσαρμοσμένο στις δικές τους ιστορικές δυνατότητες, ήτοι στη φάση που τον
παραλαμβάνουν ως ποιητική γλώσσα. Ποια
είναι αυτή η φάση; Δεν πρόκειται βέβαια για τη στιγμή της ακμής του ελληνικού
ποιητικού μοντερνισμού, αλλά για τη μακρά περίοδο της κάμψης του (μεταπόλεμος)
και, εν προόδω, της κρίσης του. Καταλήγω λοιπόν στο εξής συμπέρασμα: η ποιητική
ιδεολογία των ποιητών και ποιητριών του ’70 είναι η ιδεολογία της συνέχειας. Εννοούμενη βέβαια η συνέχεια ως επιγονικότητα
και διεύρυνση (και όχι ως δοκιμασία και εξάντληση των ορίων του μοντερνισμού,
ως μετασχηματισμός, ως ενδεχόμενη υπέρβαση).
Για να είμαι απολύτως σαφής, και πρώτα απ’
όλα για να μην αδικήσω τους εν λόγω ποιητές, θα πρέπει να προσθέσω ότι δεν τους
χαρακτηρίζω πειθήνιους μαθητές/συνεχιστές των ενδόξων προγόνων τους.
Εμφανιζόμενοι στον ποιητικό στίβο μέσα σε ένα ιστορικό πλαίσιο της χώρας όπου
–από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1980,
δηλαδή την περίοδο που διαμορφώνουν το ποιητικό τους πρόσωπο– κυριαρχεί ένας
γιγάντιος και αφόρητος αναχρονισμός, με τα τσάμικα και τα κλαρίνα της χούντας
αλλά και την επιστροφή στις ρίζες και τα γράμματα στον Μακρυγιάννη της
Μεταπολίτευσης, η ταύτιση αυτών των ποιητών και ποιητριών με τον ελληνικό
ποιητικό μοντερνισμό αποτελούσε μια στάση έντονης κοινωνικής και ιδεολογικής
διαφοροποίησης από τις αισθητικές δεσπόζουσες του όλου κοινωνικού σώματος, και
φυσικά της εξουσίας (του).
Θα πρέπει δε να συνυπολογίσουμε, ότι οι
ποιητές της γενιάς του ’30 κοινωνικά είχαν μεγαλοαστική καταγωγή, ενώ οι
μεταπολεμικοί ποιητές έφεραν ή επικαλούντο τις δάφνες της αντίστασης και το
άγος των διώξεων, με αποτέλεσμα, και οι μεν και οι δε, σε ένα βαθμό να είναι
προστατευμένοι, να βρίσκονται στο απυρόβλητο, από τον παροιμιώδη, χαμερπή
φασισμό του κοινωνικού μέσου όρου απέναντι στον ποιητή και την ποίηση.
Αντίθετα, οι ποιητές του ’70 κοινωνικά ήσαν απλά και «άδοξα» παιδιά μικροαστών
της πόλης και επαρχιώτες, που τους επαπειλούσε το στίγμα του «ψώνιου», από την πρώτη
στιγμή της ενασχόλησής τους με την ποίηση, αλλά μέχρι και σήμερα, αφού για την
κοινωνία το ποίημα είναι ταυτισμένο με τους στίχους των τραγουδιών, ή με τα
αυτοσχέδια στιχάκια και τις μαντινάδες· πέραν αυτών, το ποίημα είναι κάτι
ασαφές και νεφελώδες, εν τέλει αδιάφορο, όπως και οι ποιητές. Έτσι, η ταύτισή
τους με την εμπέδωση του –κοινωνικά ακατανόητου– ποιητικού μοντερνισμού, δεν
ήταν ανώδυνη αλλά συνιστούσε μια θαρραλέα στάση, ακριβώς επειδή αυτοί οι
ποιητές απευθύνθηκαν σε ακροατήρια ευρύτερα των φιλολογικών κύκλων και
διεκδίκησαν το εύλογο και θεμιτό της παρουσίας, του ρόλου τους, του λόγου τους.
Ως ασφαλή δείκτη του
κοινωνικού κλίματος, μέσα στο οποίο νοείται η ποίηση και η ποιητική ιδιότητα τα
χρόνια εκείνα, θα πρέπει να θεωρήσουμε τα σχολικά βιβλία, απ’ όπου είναι
αμφίβολο αν οι περισσότεροι από τους ποιητές αυτούς πρόλαβαν να διδαχθούν
Καβάφη (δηλαδή μόνο τις «Θερμοπύλες»
και την «Ιθάκη») ή Σεφέρη – ούτε λόγος για Εμπειρίκο και Εγγονόπουλο, πόσω
μάλλον για Ρίτσο. Όχι μόνο η νεοελληνική κοινωνία, αλλά και η εκπαίδευση, ως
ανεκτό ποιητικό πρότυπο είχαν ακόμη τον Παλαμά και τον δεκαπεντασύλλαβο που
απηχούσε τις υπαίθριες, αγροτικές κοινωνικές μνήμες, ενώ οι μαθητές υφίσταντο
και μια σειρά «νεωτέρων», όπως ο Σωτήρης Σκίπης... Επίσης, θα πρέπει κανείς να
προσφύγει στις κινηματογραφικές ταινίες της εποχής, όπου ο ποιητής Φανφάρας
δίνει το στίγμα της ποιητικής ιδιότητας, ενώ ο λόγος της μοντερνιστικής ποίησης
διακωμωδείται χυδαία. Αν και αυτά είναι αντικείμενο μιας κοινωνιολογικής
μελέτης, τα αναφέρω ως ενδείξεις του κοινωνικού κλίματος, χωρίς το οποίο δεν
είναι δυνατόν να εννοήσουμε τη συνθήκη μέσα στην οποία οι ποιητές του ’70
διαμορφώνουν το ποιητικό τους πρόσωπο.[...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου