ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΜΑΧΑΙΡΑ
Η μελέτη της
σοβιετικής ιστορίας και του 1917 μεταβλήθηκε σταδιακά μετά τη διάλυση της
Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τα σοβιετικά αρχεία, παρόλο
που η πρόσβαση του μελετητή επηρεάζεται, κάποιες φορές απροσδόκητα, από
πολιτικές σκοπιμότητες και διπλωματικούς περιορισμούς, έχουν ανοίξει και
προωθούν με την έκταση και την ποικιλία τους τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος
των μελετητών: από τα υψηλά και μάλλον απρόσωπα κλιμάκια της πολιτικής σφαίρας
στρεφόμαστε σε τοπικές υποθέσεις, στον τύπο, στα λογοκριμένα κείμενα, στην
αλληλογραφία και τα ημερολόγια, σε έγγραφα και κείμενα που γίνονται πηγές μιας
νέας κοινωνικής ιστορίας.
Απελευθερωμένη
από το καταθλιπτικό βάρος που, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αποκτούσε σε χώρους
πέρα από την Ακαδημία, η ιστοριογραφία μπορεί πλέον να παρακολουθεί νέες
μεθοδολογικές τάσεις, όπως την έμφαση στη σημασία της πολιτικής, εφόσον ο
ορισμός του πεδίου της πολιτικής έχει διευρυνθεί, την προσπάθεια να συσχετιστεί
η δράση των ελίτ με τις λαϊκές εκφράσεις και την κρατική εξουσία στα μοτίβα της
καθημερινής ζωής ή την αναγκαιότητα των συγκριτικών μελετών. Αυτή η ανανέωση
της ιστοριογραφίας μπορεί να μετασχηματίσει την αντίληψη του ιστορικού για τον
σοβιετικό σοσιαλισμό, επεκτείνοντας τη σοβιετική ιστορία σε πεδία που
υπερβαίνουν μια απλή και ευθεία ιδεολογική αντίστιξη στον καπιταλισμό.
Η
ιστοριογραφική ανανέωση μπορεί, όπως λέει ο Κότκιν, να προσεγγίσει το σοβιετικό
σοσιαλισμό σαν «μια περίπτωση εφαλτήριο για την κατανόηση των πηγών του
κοινωνικού κράτους πρόνοιας και επομένως της μοντερνικότητας και της αντικειμενικότητας
του πρώιμου 20ού αιώνα, έτσι όπως διαμορφώθηκαν και μετασχηματίστηκαν στο
Μεγάλο Πόλεμο»[1]. Βέβαια, η ιστοριογραφική ανανέωση
δεν είναι μόνο αυτά, δεν είναι προγραμματική ούτε πάντοτε σαφής και
ανιχνεύσιμη, ενώ παράλληλα η μετα-ψυχροπολεμική βιβλιογραφία καταλήγει κάποιες
φορές να υποκαθιστά τη δομική διαίρεση των δύο συστημάτων σοσιαλισμού/καπιταλισμού
με νέες διαιρέσεις γεωπολιτικής τάξης ή πολιτικών καθεστώτων, απομονώνοντας και
πάλι τη σοβιετική εμπειρία από την Ευρώπη και την Αμερική, είτε στο όνομα ενός
ασιατικού συστήματος εξουσίας είτε στα όρια ενός ολοκληρωτισμού του Παλαιού
Καθεστώτος. Παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις όμως, το βασικό διάβημα ανανέωσης
της ιστοριογραφίας του σοβιετικού σοσιαλισμού είναι η προσέγγιση της σοβιετικής
εμπειρίας στο πλαίσιο της δυτικής ιστορίας. Υπό αυτό το πρίσμα, μπορούμε να
βρούμε ένα προνομιακό πεδίο ανάλυσης σε θέματα που αφορούν στη σοβιετική
οικονομία.
Η σοβιετική
οικονομία είναι τόσο μια πραγματικότητα που εγγράφεται σε ένα διάστημα 75
χρόνων, όσο και ένα σύνολο γενικών ή ειδικότερων οικονομικών μοντέλων,
προσελκύοντας, κυρίως στη δεύτερη αυτή εκδοχή της, ένα πλήθος απόψεων και κρίσεων
από επιστήμονες, δημοσιολόγους και πολιτικούς. Ο πολλαπλασιασμός των όρων που
χρησιμοποιούμε για να την ορίσουμε –σοσιαλιστική οικονομία, υπαρκτός σοσιαλισμός,
κεντρικός προγραμματισμός ή οικονομία κεντρικά σχεδιασμένη– αναδεικνύει τη δυναμική
του θέματος και την ευρύτητα της συζήτησης. Η σοβιετική οικονομία λοιπόν μπορεί
να γίνει κατανοητή τόσο ως σύστημα που διαθέτει τη δική του συνοχή, όσο και σαν
μια διαδικασία ανάπτυξης που εγγράφεται στην ιστορική πραγματικότητα και
συνδέεται με τις απαρχές της μέσω μιας ιδιαίτερης διαδρομής, εκείνης της
ρωσικής οικονομίας. Οι δύο προσεγγίσεις είναι συμπληρωματικές, αν και η γενική
συζήτηση περιορίζεται συνήθως στους όρους ενός συνεκτικού συστήματος,
παραμερίζοντας την ιστορική ανάλυση.
Αντίθετα με
την ιδέα που παραμένει ακόμη ισχυρή στα εγχειρίδια και την ιστοριογραφία, το
σοβιετικό οικονομικό σύστημα δεν κατάγεται ούτε από την επανάσταση του
Οκτωβρίου 1917 ούτε από την ιδεολογική συνέχεια που περνάει από τον Μαρξ στον
Λένιν. Η τελευταία βασίζεται συχνά σε συμβολισμούς: σε μια Ρωσία που εγκυμονεί
την επανάσταση, όπως έγραφε ο Μαρξ στη Laura και τον Paul Lafargue το Μάρτιο
1870, η έγκυος Μαρία Ουλιάνοβα γέννησε στο
Σιμπίρσκ τον Απρίλιο 1870 ένα αγόρι που βαφτίστηκε Βλαντιμίρ[2]. Οι ίδιες καταγραφές αξιοποιούν
συνήθως και τη μεσολάβηση των ναρόντνικ, για να τονίσουν την ανελαστική
αποκλειστικότητα της συνέχειας μεταξύ Μαρξ και Λένιν: ο Μαρξ διαμόρφωσε την
άποψή του για την επικείμενη ρωσική επανάσταση μετά από την ανάγνωση του
βιβλίου του Vasilii Bervi,
διακεκριμένης φιγούρας της κίνησης των ναρόντνικ.
Πέρα από τις
συμπτώσεις και τις αποκλειστικότητες όμως πρέπει να επισημάνουμε ότι τα
χαρακτηριστικά της σοβιετικής οικονομίας, όπως διαμορφώθηκαν από τη δεκαετία
του 1950 μέχρι την τελευταία φάση της, δεν υπήρχαν καθόλου πριν από τα τέλη της
δεκαετίας του 1920 ή πιθανόν πριν τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ενώ η
ακαδημαϊκή εκπαίδευση των σοβιετικών οικονομολόγων δεν εδραιώθηκε νωρίτερα από
τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και το πρώτο σοβιετικό εγχειρίδιο οικονομίας
εμφανίστηκε μόλις το 1954. Συγχρόνως, κάποια χαρακτηριστικά της σοβιετικής
οικονομίας ανιχνεύονται πριν από την επανάσταση του Οκτωβρίου 1917. Χρειάζεται
συνεπώς να διακρίνουμε την καταγωγή από την εδραίωση και τη λειτουργία του
σοβιετικού συστήματος, για να αντιληφθούμε ότι το σύστημα δεν έμεινε όσο ακίνητο
θέλουμε να πιστεύουμε[3].
Ο μαρξισμός
της Δεύτερης Διεθνούς διαμόρφωσε τις οικονομικές έννοιες που χρησιμοποίησαν αργότερα
οι σοβιετικοί επικεφαλής, οι οποίοι ήταν αναπόσπαστο μέρος της διανοητικής
κοινότητας γύρω από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Η συνέχεια όμως μεταξύ μιας
θεωρίας που είναι εξελικτική και αντιφατική και μιας πρακτικής πραγματικότητας
είναι συχνά απατηλή. Η κοινωνική πραγματικότητα αλλοιώνει με πολλούς τρόπους
τις συμπαγείς αναπαραστάσεις, ειδικά όταν αυτές εκφράζονται στη δομική αντίληψη
των μπολσεβίκων. Η σύνθεση και η ομοιογένεια της ομάδας που εκφράζει το σύστημα
αναπαραστάσεων παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Στην ομάδα του 1906 που
μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης υπήρξαν πολλά
κύματα ανανέωσης. Το ίδιο συνέβη και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα: είναι
γνωστό ότι η αριστερά του Zimmerwald που
οδήγησε στη διάσκεψη ειρήνης του Zimmerwald το
1915, ξεκίνησε σαν μια αφανής μειοψηφία αλλά αποτέλεσε τον πυρήνα της Κομμουνιστικής
Διεθνούς. Η ιδεολογική προσέγγιση, η ανάγνωση των αναπαραστάσεων και η
αναγνώριση της υποκειμενικότητας στις ανθρώπινες αποφάσεις, δεν μπορεί να
εξαντλείται σε ιδεολογικούς μονισμούς. Στις απαρχές λοιπόν του σοβιετικού
συστήματος πρέπει να αναζητήσουμε και άλλες καταγωγές πέρα από το 1917 και
άλλες επιρροές πέρα από όσες δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της Δεύτερης Διεθνούς
και πέρα από τις συγκρούσεις για τη σημασία των κρίσεων που είχαν οι ορθόδοξοι
μαρξιστές της ομάδας του Πέτερσμπουργκ με τους ναρόντνικ ή τους
σοσιαλ-επαναστάτες (SRους)
αργότερα.
Μία από
αυτές τις επιρροές ήταν το μοντέλο ανάπτυξης που λειτούργησε στη Ρωσία από το
1885 μέχρι το 1914. Αν δεν ήταν μία από τις ρίζες που διαμόρφωσαν τη
μπολσεβικική οικονομία, ήταν ασφαλώς το έδαφος πάνω στο οποίο χρειάστηκε να
ανθίσει. Βασικό στοιχείο της προεπαναστατικής ανάπτυξης ήταν η ισχυρή θέση του
κράτους στην οικονομική δραστηριότητα, είτε άμεσα μέσω της δράσης των δημόσιων επιχειρήσεων
είτε έμμεσα μέσω της νομισματικής και φορολογικής πολιτικής. Δημιουργήθηκε τότε
μια νέα κοινωνική ομάδα επιχειρηματιών που χαρακτηριζόταν από χάσματα και
ανταγωνισμούς. Στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα εδραιώθηκε η αντίθεση μεταξύ των
μεγάλων επιχειρήσεων, που βρίσκονταν στην Ουκρανία και στη λεκάνη μεταξύ
Πολωνίας και Saint Petersbourg,
συνδέονταν με ξένα κεφάλαια και επωφελούνταν της κρατικής ενίσχυσης και των
μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που βρίσκονταν στην περιοχή της Μόσχας και στις
πάνω όχθες του Βόλγα, οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν σε ανοιχτή σύγκρουση με την
εξουσία για λόγους οικονομικούς, πολιτικούς ή και θρησκευτικούς. Με εξαίρεση τη
φορολογική πίεση, οι νομισματικές και εμπορικές σχέσεις ελάχιστα αφορούσαν τον
αγροτικό κόσμο που παρέμεινε στο περιθώριο της οικονομικής ανάπτυξης. Σε
αντίθεση με το σχήμα ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης το 19ο αιώνα, η ρωσική
βασίστηκε κυρίως στις εξαγωγές πρώτων υλών και τις δημόσιες δαπάνες.
Μια άλλη
επιρροή του σοβιετικού οικονομικού συστήματος προήλθε από τους όρους
κινητοποίησης της ρωσικής οικονομίας στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η
ανάγκη μιας βίαιης αναμόρφωσης της οικονομίας, έτσι ώστε να αποκτηθεί η ταχεία
αύξηση της παραγωγής συγκεκριμένων κλάδων, ήταν πιεστική σε όλες οι εμπόλεμες
χώρες, αλλά η ρωσική αντιμετώπιση διέφερε ουσιαστικά από τη γερμανική ή τη γαλλική.
Στη Ρωσία, αυτό έγινε μέσα σε ένα κλίμα οιονεί εξέγερσης των μικρών και μεσαίων
επιχειρηματιών εναντίον της τσαρικής διοίκησης. Η συγκρότηση των
Στρατιωτικο-Βιομηχανικών Επιτροπών των VPK που ενώνονταν από μια κεντρική επιτροπή την Ts.
VPK, έδωσε την ευκαιρία
στους εκπροσώπους του αυτόχθονα καπιταλισμού, που συγκεντρώνονταν γύρω από τη
μοσχοβίτικη ομάδα του Συνδέσμου Βιομηχανίας και Εμπορίου, να δημιουργήσουν
συμμαχίες τόσο με τις τεχνολογικές ελίτ όσο και με τους εργαζόμενους. Η
απόπειρα να λειτουργήσουν επιτροπές εργαζομένων κατέληξε σε ανοιχτή σύγκρουση με την τσαρική διοίκηση, με
δυναμική σχεδόν επαναστατική: από το 1914 αρκετοί βιομήχανοι υποστήριζαν τους SRους, τους μενσεβίκους ή ακόμη και τους μπολσεβίκους. Στην
κεντρική οργάνωση των VPK συναντούμε
αρκετούς από τους SRους ηγέτες και τον Leonid Borisovitch Krasin, γνωστό μπολσεβίκο και διευθυντή του ρωσικού κλάδου της AEG
Siemens. Η ρωσική
βιομηχανική κινητοποίηση δημιούργησε εξάλλου μια παράδοση διοίκησης της
οικονομίας σε διπλή βάση, εδαφική και κατά βιομηχανικό κλάδο, μέσω της προοδευτικής
συνεργασίας υπουργείων και VPK. Ήταν
μια δομή που επαναλήφθηκε σχεδόν αυτούσια μετά την επανάσταση του Οκτωβρίου και
ακολουθήθηκε πρακτικά σε όλη την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης.
Πηγή
έμπνευσης της σοβιετικής οικονομίας ήταν και η γερμανική οικονομία πολέμου, που
διαμόρφωσε μια χαλαρή, αν και καταναγκαστική, φόρμα άμεσης διεύθυνσης της οικονομίας
γύρω από ένα κεντρικό οργανισμό προμηθειών, την KRA. Ο βασικός υπεύθυνος W. Rathenau περιέγραφε την εμπειρία αυτή ως
σοσιαλισμό του κράτους και ο Λένιν την αντιμετώπιζε σαν ένα επιχειρησιακό
μοντέλο προγραμματισμού. Ένας συγκεκριμένος αριθμός αναπαραστάσεων που συνήθως
τις θεωρούμε τυπικά σοβιετικές, για παράδειγμα ο αρνητικός ρόλος μιας ιδιωτικής
αγροτικής παραγωγής ή οι δυσλειτουργίες που προέρχονται από τις ανεπάρκειες της
ανάπτυξης, είχαν ήδη αντιμετωπιστεί στη Γερμανία της περιόδου 1916-1917.
Η NEP δεν ήταν απλώς η ανοχή μεγάλων
περιοχών οικονομίας της αγοράς στην αγροτική παραγωγή και το εμπόριο∙ είχε σαφώς
αντίκτυπο και στο πλαίσιο της εθνικοποιημένης βιομηχανίας, όπου οι παραγγελίες
μέσω συμβολαίου αντικατέστησαν προοδευτικά τις κεντρικές παραγγελίες. Στις
αρχές της δεκαετίας του 1920 η οικονομία της σοβιετικής Ρωσίας ήταν οργανωμένη
σε τρία διακριτά επίπεδα: 1) ένα έμβρυο του οργανισμού προγραμματισμού (το GOELRO που έγινε GOSPLAN) που συγκροτήθηκε με τη βοήθεια γερμανών
ειδικών. 2) την Ανώτατη Επιτροπή Εθνικής Οικονομίας VSNH, που έπαιζε το ρόλο της προεπαναστατικής
Ts VPK, με ευθύνη
σε θέματα επενδύσεων και ανάκαμψης. 3) τις επιχειρήσεις που περιγράφονταν στο
διάταγμα της 10 Απριλίου 1923 ως: «βιομηχανικές επιχειρήσεις του κράτους που η
κυβέρνηση τους επιτρέπει να λειτουργούν ανεξάρτητα και σύμφωνα με το εσωτερικό
καταστατικό τους σε εμπορική βάση και με στόχο να πραγματοποιήσουν κέρδη». Και
στη NEP δεν μπορούμε να
μην αναγνωρίσουμε την οργανωτική δυναμική και τη σταθερότητα που χρειάστηκε να
καταστραφούν συνειδητά και επίπονα όταν από το 1928 ξεκίνησε η συγκρότηση του
σοβιετικού συστήματος.
Είναι καιρός
οι προσεγγίσεις μας στη σοβιετική οικονομία να ξεφύγουν από την παραδοσιακή
ιστορία των ιδεών, από την «παιδικότητα» της αριστεράς, από τα ιδεολογικά
στεγανά, ακόμη και από το 1917. Το διάβημα της μεταψυχροπολεμικής
ιστοριογραφίας για ένταξη της σοβιετικής εμπειρίας στη δυτική ιστορία είναι μια
ευνοϊκή συγκυρία, στην οποία η μελέτη των κλασικών της επανάστασης δε συνιστά
αντίφαση. Όπως αναγνώριζε ο Λένιν το 1918, η εικόνα είναι μερική όταν
εξαντλούμαστε στη συγκυρία του 1917: «για τη Ρωσία στη συγκεκριμένη εξαιρετικά
πρωτότυπη κατάσταση του 1917 ήταν πιο εύκολο να αρχίσει τη σοσιαλιστική
επανάσταση, ενώ να τη συνεχίσει θα είναι πιο δύσκολο για τη Ρωσία από ό,τι για
τις ευρωπαϊκές χώρες»[4].
[1] Stephen Kotkin, «1991 and the Russian Revolution:
Sources, Conceptual Categories, Analytical Frameworks», The Journal of
Modern History, vol. 70, Ιούνιος 1998, 384-425, 425.
[2] Denis Mel’nik, «Revolutionary
Economic Reasoning in the Context of Revolution: The Origins and Fate of
Bolshevik Economics», Slavic Review, vol. 76,
Fall 2017, 722-731, 724.
[3] Jacques Sapir, «L’économie soviétique: origine,
développement,
fonctionnement», no 135, Δεκέμβριος 1995, 175-188.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου