ΤΟΥ ΑΛΚΗ ΡΗΓΟΥ
Τούτη την χρονιά που έχει ανακηρυχθεί σε έτος Νίκου Καζαντζάκη, εξήντα
χρόνια από τον θάνατό του (26 Οκτωβρίου 1957), αξίζει να μιλήσουμε για ένα
τελείως αγνοημένο έργο, στα αφιερώματα για τον μεγάλο Κρητικό που έχουν δει το
φώς της δημοσιότητας μέχρι σήμερα, καθώς και για τον συγγραφέα του.
Πρόκειται για το δίτομο έργο, συνολικά
718 σελίδων, του Νίκου Πουλιόπουλου: Ο
Νίκος Καζαντζάκης και τα παγκόσμια ιδεολογικά ρεύματα. Η κοσμοθεωρία του, η
πολιτική ιδεολογία και δράση, τομ. Α΄ Αθήνα 1972, τομ. Β΄ Αθήνα 1975. Ένα έργο πολύμοχθο, το οποίο κατορθώνει
μια σε βάθος ολιστική αντιμετώπιση-ανάλυση του έργου αυτής της πολυσύνθετης προσωπικότητας,
μέσα από την προσέγγιση των φιλοσοφικών, κοινωνικών, και κυρίως ιδεολογικο-πολιτικών
ρευμάτων, από την αρχαία Ανατολή μέχρι τον μεταπολεμικό κόσμο, με τα οποία
αναμετρήθηκε στη δική του «Οδύσσεια» ο μεγάλος αυτός ταξιδευτής του κόσμου και
των ιδεών.
Ένα έργο γραμμένο από έναν άδολο θαυμαστή και συνοδοιπόρο τού
Καζαντζάκη, από το 1944 μέχρι τον θάνατό του. Έναν «ρομαντικό του σοσιαλισμού… που είδε κυρίως τον σοσιαλισμό μέσα από το
ουμανιστικό πνεύμα … ακριβώς κατά το πρότυπο του Καζαντζάκη» όπως
χαρακτηρίζει τον Πουλιόπουλο ο Γ. Δ. Λεονταρίτης σε επιφυλλίδα του στην Καθημερινή της 31ης Οκτωβρίου του 1992,
δεκαεπτά χρόνια από τον ξαφνικό θάνατό του από καρδιακή προσβολή, στην
αγαπημένη του Κύπρο, την ώρα επίσημου γεύματος που είχε παραθέσει προς τιμή του
ο Μακάριος.
Για αυτόν τον, άγνωστο στους πολλούς, μαχητή του Δημοκρατικού
Σοσιαλισμού και των αντιαποικιακών αγώνων, αξίζουν δυο λόγια παραπάνω. Ανιψιός
του άλλου εκείνου Πουλιόπουλου, του γραμματέα του ΚΚΕ και, μετά την διαγραφή
του, επικεφαλής της τροτσκιστικής ομάδας «Σπάρτακος», ιδρυτικού μέλους της 4ης
Διεθνούς, που τον εκτέλεσαν οι Ιταλοί στα 1943 στο Νεζερό (σήμερα Αγ. Στέφανο)
κοντά στον Δομοκό, επηρεάζεται έντονα από τις ιδεολογικές του θέσεις και γράφει
πολλά για την προσφορά του στο εργατικό κίνημα. Μάχιμος δικηγόρος –όπως και ο
Θείος του–, ποινικολόγος, από το 1946 υπερασπίστηκε διωκόμενους δημοκρατικούς
πολίτες και κατά την δικτατορία 1976-1974 μέλη αντιστασιακών οργανώσεων σε
στρατοδικεία. Παράλληλα, δραστηριοποιείται στο σοσιαλιστικό κίνημα στο οποίο
και συναπαντιέται με τον Καζαντζάκη τον Νοέμβρη του ’44 σε μια προσπάθεια
συγκρότησης ενός ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Συναπάντημα που προσδιόρισε όλη την επόμενη ζωή του, με αποτέλεσμα
τούτο το ανεπανάληπτο έργο, το οποίο δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει με έναν ακόμη
τόμο, αφού η γραφή του έμεινε στη μέση. Και ήταν μέσα στη δικτατορία που
αντάμωσαν τα βήματά μας, σε ένα «ελεύθερο» σεμινάριο του καθηγητή Κοινωνιολογίας
στην Πάντειο και υπουργού της χούντας Δ. Τσάκωνα, σεμινάριο πάνω στις πολιτικές
ιδέες του Νίκου Καζαντζάκη. Εκείνος βαθύς γνώστης του θέματος, εμείς
γοητευμένοι από το ελευθεριακό πνεύμα του Καζαντζάκη, γεμάτοι από ιδέες ενός
ελεύθερου πολιτικά και κοινωνικά αύριο και από ελπίδες ενός ανατέλλοντος
αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος. Συνάντηση που συνεχίστηκε με ατέλειωτες ώρες
συζητήσεων –ήταν ένας γοητευτικός, πολύπειρος συνομιλητής– στο γραφείο του στην
οδό Παπαδιαμαντοπούλου, που καθόρισαν πολλές από τις σταθερές αντιλήψεις μας
για την πολιτική ως δράση και ανιδιοτελή προσφορά. Αλλά αυτό είναι μια άλλη
προσωπική ιστορία.
Γυρίζοντας στο αντικείμενο αυτού του άρθρου, με βάση κατά κύριο λόγο το
κείμενο του Πουλιόπουλου αλλά και νεώτερα στοιχεία, θα παραθέσουμε, έστω και
επιγραμματικά, την ιδεολογικό-πολιτική πορεία του Καζαντζάκη, που αρχίζει με
την πρώτη παρουσία του στα ελληνικά γράμματα, φοιτητής ακόμη της Νομικής, με το
κείμενο «Η αρρώστια του αιώνα μας» ( Πινακοθήκη
Μάρτιος-Απρίλιος 1906) και κλείνει με τις «Σημειώσεις από την Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ
(δημοσιεύτηκε με σχολιασμούς της Ελένης Καζαντζάκη στη δεύτερη έκδοση του
βιβλίου του Κίνα - Ιαπωνία, Αθήνα
1962). Και στα δύο κείμενα αναδεικνύεται η βαθύτερη αγωνία του συγγραφέα τους, για
τα ιδεολογικά προβλήματα του καιρού της γραφής τους. Απέναντι στα οποία δεν
στάθηκε θεατής αλλά δυναμικά παρών, πραγματώνοντας με ένα ανοιχτό προσωπικό και
αφανάτιστο τρόπο βίωσης κάθε προοδευτικής κίνησης για την λευτεριά τ’ ανθρώπου,
που την προσλαμβάνει ως «λύτρωση» μέσα από τον αγώνα ενότητας Λόγου και Πράξης
:
«Η πιο ιερή μορφή της Θεωρίας είναι η πράξη. Η πράξη είναι η πλατύτερη
θύρα της λύτρωσης».
Αυτή η αντίληψη τον οδηγεί στο αναγεννητικό
δημοτικιστικό κίνημα των αρχών του 20ού αιώνα, στον κύκλο του
περιοδικού Νουμάς και του «Εκπαιδευτικού
Ομίλου», του οποίου υπήρξε το νεώτερο ιδρυτικό μέλος, με αρθρογραφία τόσο στο
περιοδικό όσο και στο Δελτίο του Ομίλου,
όπου γίνεται και μέλος της συντακτικής του ομάδας. Λίγο αργότερα προσχωρεί στην
Ομάδα των Κοινωνιολόγων του Αλ. Παπαναστασίου. Αναλαμβάνει την Προεδρία της «Εταιρείας
Διονύσιος Σολομός» στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου συνηγορεί για την είσοδο
της Δημοτικής στα σχολεία. Παίρνει μέρος στους αγώνες ενάντια στην αντίδραση
που προσπαθεί να εμποδίσει το δημοτικιστικό κίνημα, γράφει μάλιστα και ένα εκτενές
μανιφέστου υπέρ της ανάγκης της γλωσσικής μεταρρύθμισης, που δημοσιεύεται στα 1909.
Την ίδια περίοδο γράφει χρονογραφήματα στην ριζοσπαστική για την εποχή της Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη και στη
συνέχεια ανταποκρίσεις από το Παρίσι (1908), όπου πήγε για μεταπτυχιακές
σπουδές. Χαρακτηριστικό δείγμα ανταπόκρισης :
«Όλα τα σημάδια από κει, πέρα από την πατρίδα, όλες οι μονωμένες φλόγες
δείχνουν πως λαμποφωτζεται από ‘Ξημέρωμα’. Εδώ στην ξενιτειά βλέπει κανείς
καλύτερα τα σημάδια της Αυγής: Σήμερα ένας καλλιτέχνης, γλύπτης, χθες ένας
ζωγράφος και ένας ποιητής. προχθές ένας μεγάλος Ριζοσπάστης, αύριο ένας
Πολιτικός. Από χιλιάδες μέρη ξεπηδούνε, τα φλογερά μυστικά που θα καίγανε στην
άλλη εκείνη αυγή τα μέτωπα των Νέων της Φιλικής Εταιρείας, αχτίνες που αν
ενωθούν και φιλιώσουνε θα κάνουνε όλες μαζί ένα μεγάλο Ξημέρωμα.» Με αυτόν
ακριβώς τον τίτλο και το πρώτο του και βραβευμένο κοινωνικό δράμα Ξημερώνει (1906), το ανέβασμα του οποίου
προκάλεσε σάλο στην τελματωμένη αθηναϊκή πραγματικότητα και τον έκανε μέσα σε
μια νύκτα ευρύτερα γνωστό.
Παρ’ όλο τον θαυμασμό του στον
Ελ. Βενιζέλο και τις ελπίδες που γέννησε η άφιξή του στην Αθήνα, αρνείται τον
διορισμό του από την πρώτη του κυβέρνηση στη θέση του Γενικού Γραμματέα του
Υπουργείου Παιδείας, διαβλέποντας τον επερχόμενο συμβιβασμό του στο γλωσσικό
θέμα.
Οι αντιλήψεις του και το πάθος εκφοράς
τους αναδεικνύονται και στην αλληλογραφία με την πρώτη γυναίκα του την Γαλάτεια,
αργότερα με τον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη και τον Δημοσθένη Δανιηλίδη -αυτόν
τον πρωτοποριακό της επιστήμης της Κοινωνιολογίας που επίσης παραμένει τελείως
αγνοημένος- με τον οποίο και προσπάθησε την δεκαετία του ’20 στη Γερμανία να εκδώσουν
ένα σοσιαλιστικό περιοδικό, υπό τον τίτλο Nova Graecia, καθώς και στην αρθρογραφία του στην Αναγέννηση του Δημήτρη Γληνού. Αλλά και
στην πράξη της εθελοντικής του κατάταξης στον Στρατό στην περίοδο των Βαλκανικών
πολέμων, όπου υπηρέτησε στο ιδιαίτερο γραφείο του Πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου, στην
ανοιχτή αντιμοναρχική στάση του στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού και κυρίως στην
ανάληψη της ευθύνης -με τον διορισμό του ως Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου
Περίθαλψης στα 1919- για τον επαναπατρισμό 150 χιλιάδων ελλήνων του Καυκάσου και
την εγκατάστασή τους σε Μακεδονία και Θράκη. Αποστολή που έφερε σε πέρας λίγο πριν
την Συνθήκη των Σεβρών. Με την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων τον Νοέμβρη
του 1920, παραιτείται από το Υπουργείο και φεύγει για το Παρίσι, και λίγο
αργότερα για το Βερολίνο.
Η παρουσία του εκεί την τετραετία 1920-24 στέκει καθοριστική των
αντιλήψεών για το σοσιαλιστικό του ιδεώδες. Επηρεάζεται έντονα από το έργο της
Ρόζας Λούξεμπουργκ και τον βαθύτερο ουμανιστικό δημοκρατικό κομμουνισμό της,
όπως και το ριζοσπαστικό φεμινισμό μιας άλλης γυναικείας προσωπικότητας, της
Ραχήλ Λίπσταιν-Μινκ, μοιραίας παρουσίας-απουσίας από τότε στη ζωή του. Την ίδια
περίοδο (1924) ανακαλύπτει στην Ασσίζη της Ιταλίας -όσο αντιφατικό και αν
φαίνεται- τον «φτωχούλη του Θεού» Άγιο Φραγκίσκο και το κοινωνιστικό του
κήρυγμα που δένει με τις σοσιαλιστικές του αντιλήψεις. Την ίδια χρονιά άλλωστε
επιστρέφοντας στην πατρώα γη ιδρύει μια Σοσιαλιστική Ομάδα και συνεργάζεται
έντονα με το κομμουνιστικό κίνημα των «παλαιών πολεμιστών» στην Κρήτη. Για να
ακολουθήσει σχεδόν φυσιολογικά τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς η σύλληψή
του –έστω και για 24 ώρες– από τις αστυνομικές αρχές, ως «πνευματικού ηγέτη»
του κινήματος. Στην απολογία του στην Αστυνομία -που δημοσιεύτηκε στη Νέα Εφημερίδα του Ηρακλείου του Ιωσήφ
Κούνδουρου, με τίτλο «Ομολογία Πίστεως» (16 Φεβρουαρίου 1925) – δεν διστάζει να
γράψει :
«Πιστεύω πως το αστικό καθεστώς είναι ανίκανο πια να ρυθμίσει τις
σύγχρονες ανάγκες κι ανησυχίες του κοινωνικού συνόλου. Οικονομικώς στηρίζεται
στη ληστρική ατομική οργάνωση της παραγωγής και στην άνιση κατανομή του
πλούτου. Κοινωνικώς δεν υπάρχει πια καμιά ηθική που να στηρίζει τις σχέσεις των
ανθρώπων. Πολιτικώς η άρχουσα τάξη διαχειρίζεται την πολιτική εξουσία προς
όφελός της, εις βάρος της μεγίστης πλειοψηφίας του λαού και αποδείχνεται μάταιη
κάθε αλλαγή προσώπων ή θεσμών. Δεν υπάρχει πια στο αστικό καθεστώς ένα ανώτερο
ιδανικό, που να δίνει ευγένεια και συνοχή στις ενέργειες των ατόμων και των
κρατών. Δεν υπάρχει πίστη. Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα θέαμα που όμοιό του
παρατηρήθηκε στο τέλος κάθε πολιτισμού. Η αστική τάξη γκρέμισε τη φεουδαρχία,
απέδωκε –σε θαυμαστή ποσότητα και ποιότητα– ό ,τι μπόρεσε στη σκέψη, στην
τέχνη, στην επιστήμη και στην πράξη. Τώρα διαγράφει την μοιραία καμπύλη προς τα
κάτω. Ποια τάξη θα διαδεχτεί το αστικό καθεστώς; Ακλόνητα πιστεύω η τάξη των
εργαζόμενων: εργάτες, αγρότες και πνευματικοί παραγωγοί».
Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό κείμενο πολιτικής προοπτικής, που
δούλεψε στη συνέχεια ξανά και ξανά και για την άλλη «Απολογία» του στη δίκη με
τον Παναϊτ Ιστράτι και τον Δημήτρη Γληνό στα 1928.
Την ίδια χρονιά, τον Νοέμβρη του 1925, ως ανταποκριτής της εφημ. Ελεύθερος Λόγος, επισκέπτεται για πρώτη
φορά την νέα ρωσική μπολσεβίκικη πραγματικότητα. Στέκεται αντικειμενικός κριτής
του καινούργιου καθεστώτος. Βεβαιώνεται πως ο ρούσικος κομμουνισμός στην πράξη
είναι κάτι διαφορετικό από τις θεωρητικές διακηρύξεις του. Προβλέπει μάλιστα τις
«δεξιές παρεκκλίσεις» της νέας σταλινικής ηγεσίας, χωρίς όμως να θελήσει «να κατασκεπάσει τη Ρούσικη φλόγα». «Σιγά-σιγά
άρχισα να ψυχανεμίζομαι την πανανθρώπινη σημασία που είχε το αιματερό πείραμα
που γίνονταν στην απέραντη χώρα, στην απέραντη ψυχή της Ρουσίας». Χωρίς
φανατισμούς «με μάτι αθόλωτο έβλεπε σφαιρικά τη ρωσική πραγματικότητα με τις
δυνατότητες και τις αδυναμίες. Δεν έγινε ποτέ αντίπαλος αλλά και δεν συμφώνησε
ποτέ προκαταβολικά και άκριτα με τις προπαγανδιστικές επαγγελίες της
κομμουνιστικής ηγεσίας», σημειώνει ο Πουλιόπουλος.
Αλλά για τις επισκέψεις
του στη Ρωσία που ακολούθησαν και ευρύτερα την ιδεολογικο-πολιτική του πορεία
και στάση στα ελληνικά και παγκόσμια θα συνεχίσουμε την επόμενη Κυριακή.
Άποψη της έκθεσης του Μιχάλη Ζαχαρία
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου