24/7/17

Σιμόν Βέιλ: Η ανυποχώρητη πίστη

ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΑΡΤΙΝΟΥ

Vivian Suter, Nisyros (Vivian’s bed), 2016-17, διάφορα υλικά, άποψη εγκατάστασης, Glass Pavilions στην Kurt- Schumacher- Strasse, Κάσελ, documenta 14, φωτ.: Fred Dott


JACQUES JULLIARD, Σιμόν Βέιλ, μτφρ. Τεύκρος Μιχαηλίδης, εκδόσεις Πόλις, σελ. 144

«Είναι μια κοπέλα είκοσι πέντε ετών, άσχημη και εμφανώς βρώμικη […]. Είχε μαύρα, κακοραμμένα και λεκιασμένα ρούχα. Έμοιαζε να μην βλέπει τίποτε μπροστά της και συχνά, στο πέρασμά της, σκόνταφτε πάνω στα τραπέζια […]. Χωρίς καπέλο, με μαλλιά κοντά, κοκαλωμένα και κακοχτενισμένα. Είχε μια μεγάλη, αδύνατη, εβραίικη μύτη, με κιτρινωπή σάρκα, που ξεπρόβαλλε κάτω απ’ τους ατσάλινους σκελετούς των γυαλιών της. Σε έβαζε σε δύσκολη θέση: μιλούσε αργά, με την νηφαλιότητα ενός πνεύματος ξένου προς όλα: η ασθένεια, η κόπωση, οι στερήσεις, ο θάνατος δεν μετρούσαν καθόλου στα μάτια της […]. Είχε μια γοητεία, τόσο με τη διαύγειά της όσο και με την αλλοπαρμένη της σκέψη». Ο Georges Bataille όπως σκιαγραφεί το φάντασμα της Simone Weill. Μια εξαϋλωμένη γυναίκα που κινούνταν μέσα στον κόσμο όντας παραδομένη στο Έξω.
Η Σιμόν Βέιλ είναι το μοναδικό της ίχνος στον αστερισμό του 20ου αιώνα. Ένα ακατάτακτο ίχνος που δεν εντοπίζεται στην κλειστότητα ενός ακαδημαϊκού, ηθικού, πολιτικού, θρησκευτικού περιβάλλοντος, αλλά εμμένει στην αλήθεια της μοναδικής της εμπειρίας, στην αναμνημόνευση του καταγωγικού της τραύματος. Η Σιμόν Βέιλ είναι η εσωτερική της εμπειρία, και γι αυτό η μοναξιά της, όπως θα πρόσθετε ο Bataille. Μια μοναξιά όμως εντός του κόσμου, αφοσιωμένη στο πρόσωπο του άλλου, στην αδυναμία του. Μια πάσχουσα και συμπάσχουσα ευθραυστότητα. Αυτό το αδύναμο κορίτσι, που στρατεύεται σε όλους τους αγώνες, συμπαρίσταται στον εξουθενωμένο άνθρωπο, δοκιμάζεται μαζί του στη γραμμή της βιομηχανικής παραγωγής. Ένας διαρκής αγώνας για τον άνθρωπο και πέραν κάθε θεσμικής ή επαγγελματικής κατοχύρωσης, όπως συνέβαινε και συμβαίνει με την πλειοψηφία των αριστερών διανοουμένων. Η Σιμόν Βέιλ αποφασίζει να μείνει μόνη της απέναντι στον άλλον, αδύναμη στο μετεωρισμό αυτής της θέσης, και στην οριακή διακινδύνευση της αγωνιούσας επιθυμίας της. Ενσωματώνει πάνω της τη δυστυχία του σύγχρονού της ανθρώπου. Εγγράφει στο σώμα της τη φυσιολογία του, μια φυσιολογία του αρνητικού, γινόμενη έτσι η ίδια και η ζώσα μαρτυρία του. «Υπάρχει στη Βέιλ», θα σημειώσει ο Jacques Julliard στο βιβλίο του Σιμόν Βέιλ, «μια φυσιολογία της δυστυχίας, μια μεταφυσική της δυστυχίας κι ένας μυστικισμός της δυστυχίας που έρχονται να συρρεύσουν στη φιλόχριστή της θεώρηση του Σύμπαντος, όπου η απόλυτη αποστέρηση είναι η προϋπόθεση για τη μέγιστη ολοκλήρωση, για τη μοναδική ολοκλήρωση». Ένας αγωνιστικός μυστικισμός που ναι μαζί κι ένας μαχόμενος, βιωματικός στοχασμός. Παίρνει, ένοπλη, μέρος στον ισπανικό εμφύλιο, στη γαλλική αντίσταση, διδάσκει στο λύκειο, εργάζεται στο εργοστάσιο, κι αφοσιωμένη πάντα στο πνευματικό της έργο, και όλη αυτή η ζωή να εγγράφεται στο μυστικό της ορίζοντα, στη μοναδικότητα μιας συμβαντικής συνάντησης που καθόρισε το Είναι της. Αυτό το πνευματικό βάθος που ανιχνεύεται σε όλες τις δραστηριότητές της και που έχει εν τέλει για την Βέιλ κι ένα πρόταγμα Πραγματικού. Το λέει καθαρά: «Η χώρα της καθαρότητας είναι η χώρα του πραγματικού». Μιας αμετάδοτης, εμπειρικής αορατότητας, που διανοίγεται όμως και δεξιώνεται τον άλλον στην συμπαντική του απορία.

Η Σιμόν λοιπόν κάποια στιγμή είδε, και είδε πολύ καθαρά, τόσο που δεν την χωρούσε πλέον καμιά πίστη: «Σε μια στιγμή έντονου φυσικού πόνου, ενώ προσπαθούσα να αγαπήσω, χωρίς να θεωρώ ότι είχα δικαίωμα να ονοματίσω αυτή την αγάπη, ένοιωσα, όντας ολότελα απροετοίμαστη – επειδή ποτέ δεν είχα μελετήσει τους μυστικιστές – μια παρουσία πολύ πιο προσωπική, πολύ πιο αληθινή απ’ αυτή ενός ανθρώπινου όντος, απρόσιτη και στις αισθήσεις και στη φαντασία, μία αγάπη που αχνοφαινόταν μέσα απ’ το πιο τρυφερό χαμόγελο ενός αγαπημένου όντος. Από εκείνη τη στιγμή τα ονόματα του Θεού και του Χριστού εμπλέκονται όλο και πιο επίμονα στις σκέψεις μου». Όχι, δεν μιλά η Τερέζα της Άβιλα, αλλά η ελευθεριακή φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ. Η στιγμή αυτή, οι στιγμές όλες, θα ναι για την Βέιλ όχι μόνο η συνάντηση μ’ αυτό το όνομα, αλλά και με το ανώνυμο αυτού του ονόματος, με την αποφατικότητα της μαρτυρίας του. Αυτή η απόσυρση του Θεού στο μη είναι του ονόματός του, στην αδιαφάνεια των σημείων του. Ένα όνομα που δεν είναι εγγεγραμμένο σε κανένα όνομα, σε καμιά πίστη, σε καμιά θρησκεία. «Τούτο εστίν αληθώς το ευρείν τον Θεόν, το αεί αυτόν ζητείν, το ουδέποτε της επιθυμίας κόρον λαμβάνειν», όπως θα μαρτυρήσει κι ο Γρηγόριος Νύσσης. «Ο Θεός», λέει η Σιμόν Βέιλ, «δεν μπορεί να είναι παρών στη δημιουργία παρά μόνο με τη μορφή της απουσίας». Κομίζει έτσι μιαν σκοτεινή, όσο και σκανδαλώδη έννοια, την έννοια της αποδημιουργίας. Αυτής της απόσυρσης δηλαδή του Θεού μέσα στη δημιουργία του, της σιωπής του, της διάθεσης, εκ μέρους του, ενός κενού που διασώζει την ελευθερία του ανθρώπου και διεγείρει την κοσμική του συνείδηση. Μια γενναιοδωρία ανεντόπιστη στις θρησκευτικές δοξασίες και στην ισχύ των εκκλησιών. Αλλά και μια διάσωση αυτού του ίδιου του ονόματος του Θεού που μένει έτσι ελεύθερο από κάθε εκπτωτικό ορισμό του. Σημειώνει εύστοχα ο Jacques Julliard: «Κάθε απόπειρα ορισμού ή έστω και προσδιορισμού του Θεού αντιστοιχεί σ’ έναν περιορισμό αυτού που εξ ορισμού είναι απεριόριστο. Με αυτόν τον τρόπο η αθεΐα μας απαλλάσσει από μια αναγκαστικά εσφαλμένη θέαση του Θεού. Το ίδιο ισχύει και για κάθε χρησιμοθηρική θέαση, η οποία έχει την τάση να υποβιβάζει τον Θεό σε μια απλή παρηγορητική δύναμη ή, για να το πούμε ανοιχτά, σ’ ένα είδος νοθευμένου πνευματικού φαρμάκου». Η Σιμόν Βέιλ μένει έτσι φιλόχριστη, όπως θα την χαρακτηρίσει ο Julliard, και δεν θα γίνει ποτέ χριστιανή. Θα μείνει πέραν κάθε αναπαράστασης, ακόμη και των δικών της αναπαραστάσεων. Το Είναι της θα ιχνογραφεί μόνο το όνομα Εκείνου, του Χριστού, και της μοναδικής τους συνάντησης. Θα παραδοθεί σ’ αυτό το ίχνος, θα το ενσωματώσει πάνω της και μέσα της, το ίχνος του όμως, το ίχνος, πάντα, μιας απουσίας. Μίας κρυπτικής παρουσίας που θα κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια ολοκληρωτικά στη ζωή και στο έργο της, προ-καλώντας και τη δική της, μοναδική απόσυρση. Μιλά πάλι η Βέιλ: «Είμαι πεπεισμένη ότι, αφενός η δυστυχία και, αφετέρου, η χαρά ως ολοκληρωτική και αγνή προσκόλληση στην τέλεια ομορφιά, που και οι δύο συνεπάγονται την απώλεια της προσωπικής ύπαρξης, αποτελούν τα μοναδικά κλειδιά μέσω των οποίων μπορεί κανείς να εισέλθει στην αγνή χώρα, στην αναπνεύσιμη χώρα, στη χώρα του αληθινού».

Ο Αποστόλης Αρτινός είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: