Η
εξαγγελόμενη
της τα διατυπώσεις καν
τόση είναι η πολλή της δαψίλεια
και τεντώνεται μέσα σου
η συνισταμένη
των πιο πολυσύνθετων ευδαιμονιών
ένα μονάχα ακροτελεύτιο
μένει στο χάος του γκρεμού
ερώτημα ΑΝ ΠΟΤΕ ΦΥΓΕΙ
αν ποτέ στον ίλιγγο της η σφεντόνα
στροβιλιστεί τόσο που ν' αποσπάσει
από το αστρικό μας σύστημα
το διαπυρωμένο τούτο αντίβαρο του ήλιου
(Από τη συλλογή Ursa
Minor)
Ο υπερρεαλισμός υπήρξε προσφιλές θέμα του
Παπατσώνη ως δοκιμιογράφου και κριτικού σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Τις
απόψεις του για το πρωτοποριακό αυτό κίνημα πρωτοδιατυπώνει το καλοκαίρι του
1944, σε κείμενό του για τον αγαπημένο του Πωλ Κλωντέλ στη Νέα Εστία,
όπου μεταξύ άλλων χαρακτηρίζει τον Γάλλο λογοτέχνη «πρόδρομο» του κινήματος,
«μεγάλο και σοφό εκμεταλλευτή της εκπλήξεως που κομίζει το απρόοπτο στην
ποιητική φράση».
Το
ίδιο καλοκαίρι, ο Παπατσώνης αρχίζει να γράφει ένα πολύ προσωπικότερο κείμενο
για τον υπερρεαλισμό, που πήρε την τελική μορφή του αρκετούς μήνες αργότερα και
δημοσιεύτηκε στα Νέα Γράμματα τον Ιούλιο του 1945 με τίτλο «Ο
υπερρεαλισμός κ' εγώ».
Στην τελευταία σελίδα του προσχεδίου (το οποίο
διακόπτεται απότομα) εξομολογείται ότι από πολύ μικρή ηλικία, χωρίς ακόμη να
έχει συνείδηση του τι ακριβώς ήθελε, αγωνιζόταν να είναι «όσο πιο πολύ παίρνει
ζωντανός και φυσικός άνθρωπος»· προσανατολίστηκε, έτσι, προς έναν πόλεμο
εναντίον όσων στοιχείων θεωρούσε «νεκρωτικά», τα οποία διαισθητικά συνέδεε με
την «περίφημη και αναλλοίωτη λογική μας» και οδηγήθηκε σταδιακά στην ποίηση
-την οποία περιγράφει με όρους υπερρεαλιστικούς- και τη θρησκεία:
«έβλεπα από πολύ νέος [...] το κάθε
μου ποίημα, ελευθερωμένο από κάθε πρόληψη [...] το θεωρούσα συνάμα και σαν
μανιφέστο γι' αυτή μου την ορμή στη ζωντάνια, μια ζωντάνια που θ' αγκάλιαζε
στους ζωτικούς της χώρους την έκσταση, το παραλήρημα, τη σοφήν ασυναρτησία
του ονείρου, τα λανθάνοντα ρεύματα του ενστίχτου, τον αγώνα, όλο και
περισσότερο, με την πιο μεγάλη δυνατή υπερένταση να ξυπνήσω μέσα μου μια
βασανιστική μνήμη των συναρτήσεών μου με το σύμπαν, τοπικό και χρονικό [...]
'Έτσι
γεννήθηκε μέσα μου η πίστη. [...] την προσανατόλισα κυρίως, αν όχι
αποκλειστικά, στα χριστιανικά της θέματα, καθώς υπήρξαν κι εξελίχθηκαν μέσα στα
2000 χρόνια σε ανατολή και δύση. Ο δυτικός μεσαίωνας και το ανατολικό Βυζάντιο
βρέθηκαν ν' αγκαλιάζουν στην ψυχή μου μια μεγάλη και ακατανίκητη έλξη.»
Ποίηση και πίστη, λοιπόν, υπερρεαλισμός και πίστη,
συνδέονται με το νήμα της αντιλογοκρατίας και δεν θεωρούνται, για τον
Παπατσώνη, έννοιες αντιφατικές, πεποίθηση που θα αναπτύξει περαιτέρω τα επόμενα
χρόνια.
Εκτενέστερο
και με πληρέστερη επιχειρηματολογία από ό,τι το προσχέδιο τού 1944, το κείμενο
«Ο υπερρεαλισμός κι' εγώ» αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα κείμενο στρατηγικής, στο
οποίο ο Παπατσώνης επιδιώκει την αναγνώριση, από την εγχώρια διανόηση, της
ουσιαστικής σχέσης του με τον υπερρεαλισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι το κείμενο
δημοσιεύτηκε στα Νέα Γράμματα, ούτε ότι γράφτηκε πολύ μετά τα πρώτα
υπερρεαλιστικά διαβάσματα του ποιητή, σε μια εποχή κατά την οποία αφενός η
αρχική εικονοκλαστικότητα της εγχώριας παραγωγής έχει αμβλυνθεί και αφετέρου ο
ίδιος, έχοντας αποτύχει να αναγνωριστεί ως πρωτοπόρος του ελεύθερου στίχου και
του μοντερνισμού, ψάχνει άλλη δίοδο μέσω της οποίας να νομιμοποιήσει την -αναμφισβήτητη-
νεωτερικότητά του. Ο Παπατσώνης
υποστηρίζει ότι ο υπερρεαλισμός δεν ταυτίζεται με τον κομμουνισμό και δεν είναι
υλιστικός αλλά, όντας κοντά στη φαινομενολογία του Χούσερλ, ανοίγεται και προς
την ιδεαλιστική, θεοκρατική και γενικότερα μυστηριακή τέχνη. Τον «βαθύ
ερωτισμό» μόνο οι υπερρεαλιστές, διατείνεται, εξέφρασαν τόσο έντονα. Ο ποιητής
ανατρέχει και πάλι στη νεανική φάση της ποιητικής σταδιοδρομίας του -την οποία
τώρα αποκαλεί ευθέως «προϋπερρεαλιστική» καθώς, όπως υπογραμμίζει, ξεκίνησε
δέκα χρόνια πριν από τη δημοσίευση του πρώτου μανιφέστου του Μπρετόν- και
επισημαίνει ότι ένα κριτήριο καθαρά υποσυνείδητο τον έσπρωχνε από πάντα προς
την προσωπική, ως προς τη μορφή και τον λογικό ειρμό, αισθητική του, η οποία
τον έκανε να προϋπαντήσει τις πρώτες εκδηλώσεις του γαλλικού υπερρεαλισμού με
αδίσταχτη κατάφαση. Τη σωτήρια επίδραση του υπερρεαλισμού διακρίνει καθαρότερα
στο πρόσφατο έργο του και, κυρίως, στο Ursa Minor, που τότε είχε
πρωτοκυκλοφορήσει. Πρόκειται, ως γνωστόν, για μια ποιητική σύνθεση που
προοιωνίζεται την ένωση με τον Θεό και τη σωτήρια επέμβαση του
τελευταίου στο εθνικό δράμα της Κατοχής· οι πλούσιες διακειμενικές διασυνδέσεις
του έργου με την Αγία Γραφή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εδώ η εκφραστική
τόλμη φτάνει στο ακραίο όριό της, μας επιτρέπουν να μιλήσουμε για ένα εγχείρημα
συναίρεσης θρησκείας και υπερρεαλισμού όχι πλέον στη θεωρία αλλά στην πράξη.
Στο
πιο ενδιαφέρον, νομίζω, σημείο του κειμένου του, ο Παπατσώνης μιλά με έκδηλο
παράπονο για την σχέση του με τον εγχώριο υπερρεαλισμό, μια σχέση που
εμφανίζεται, σχεδόν, σαν έρωτας χωρίς ανταπόκριση:
Κι ενώ εγώ αισθάνομαι τόσο εγγύς στον
Υπερρεαλισμό, δεν συμβαίνει το ίδιο στο πώς αισθάνεται ο Υπερρεαλισμός σχετικά
μ' εμένα. Φαίνεται να μας χωρίζει ένα χάος αδυσώπητο. Και τούτο είναι ίσως η
λεγόμενη θρησκευτικότητα ή νεοχριστιανικότητα στην ποίησή μου. Φοβούμαι όμως,
πως πρόκειται για κάποια παρεξήγηση μεγάλη. Το Μυστήριο που περιβάλλει τον
άνθρωπο [...] αν θέλησα να το πλαισιώσω συχνά, μέσα στα σύμβολα ενός ωραίου,
σεβαστού και αρχαίου μύθου [...] χιλιάδων χρόνων, δεν βρίσκω να ήταν ένα τόσο
φοβερό αισθητικό παράπτωμα, που να με
κάνει αποδιοπομπαίο από τους κόσμους της ζωντανής τέχνης [...] Η ουσία στην
ποίησή μου, αν θελήσει κανείς να την καλοεξετάσει, είναι άλλη και το κέντρο άλλο:
ερωτισμός, ίσως θεληματικά τοποθετημένος μέσα στη φύση και στο σύμπαν και
τυλιγμένος στο ακατάλυτο μυστήριο της υπάρξεως. Αυτή μου η πίστη κυριώτατα
είναι εκείνη που με τοποθετεί δίπλα στον υπερρεαλισμό ψυχικά, είτε τούτος το
δέχεται, είτε όχι.
Δεκατρία χρόνια πριν, στο αφιέρωμα του Κύκλου
για τον Καβάφη το 1932, σ' ένα μελέτημά του που επίσης κατέληγε αυτοαναφορικά,
ο Παπατσώνης έγραφε ότι τρεις κηλίδες διακρίνουν την ποίησή του: «ψυχαναλυτική
μέθοδος, θρησκευτικότητα, λατινικά [...] Προκειμένου δε για την έννοια της
θρησκευτικότητας [...] είναι η παράλληλη με την ερωτική έννοια. Ένας μικρός
τοίχος τις χωρίζει». Αυτός ο μικρός τοίχος φαίνεται να μην υπάρχει πια στο
κείμενο τού 1945, οπότε το ερωτικό στοιχείο (που, σημειωτέον, δεν εμφανίζεται
καν στο προσχέδιο τού 1944) έρχεται να αντικαταστήσει σε βαρύτητα το
θρησκευτικό ως άξονας του ποιητικού έργου του. Οι λόγοι, το φανταζόμαστε όλοι,
είναι προφανείς.
Το
1948 θα δημοσιευτεί στη Νέα Εστία το πιο πολυσυζητημένο μελέτημα του
Παπατσώνη, «Ο ένδοξός μας βυζαντινισμός». Δυο από τους ποιητές που επαινούνται
στο «Ο υπερρεαλισμός κι' εγώ», ο Σεφέρης και ο Ελύτης, επικρίνονται εδώ για
προγραμματική εκμετάλλευση επιλεγμένου μέρους της εθνικής μας παράδοσης, υπακοή
σε ξένα προστάγματα και συστηματική προσπάθεια να προβληθούν ως εμβληματικοί
εκπρόσωποι της νεοτερικής ποίησης. Στο δίδυμο Σεφέρη-Ελύτη αντιπροτείνεται
εκείνο των Γκάτσου-Εγγονόπουλου, οι οποίοι, με την Αμοργό και τον Μπολιβάρ
αντίστοιχα, προβάλλονται ως αγνότεροι
και πιο πηγαίοι και αυθόρμητοι δημιουργοί. Πέραν
των εξωποιητικών ενστάσεων που ασφαλώς οδήγησαν τον Παπατσώνη σε αυτή την
αντιπαράθεση, είναι γεγονός ότι η εικονοκλαστική ποίηση του Εγγονόπουλου και
του Γκάτσου ταιριάζει περισσότερο στην τόλμη, την αυθορμησία και την παιγνιώδη,
ενίοτε, διάθεση της δικής του ποίησης απ' ό,τι το έργο του Σεφέρη και του
Ελύτη.
Στον
«'Ενδοξό μας βυζαντινισμό» ο Παπατσώνης επιχειρεί να ξαναβάλει στον χάρτη της
ζωντανής παράδοσης τη βυζαντινή κληρονομιά, αλλά και να αναδείξει τον καινοτόμο
χαρακτήρα της, συνδέοντάς την με τον υπερρεαλισμό:
Όλες οι τολμηρότητες, όλες οι πρόοδοι
και τ' ανεβάσματα της τέχνης, βρίσκονται μέσα στους κόλπους της εκκλησίας [...]
Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αγνοήθηκε τόσο επίμονα ο πλουσιώτατος θησαυρός της
υμνογραφίας που παρουσιάζει την πιο αδιάσπαστη εξέλιξη και άνοδο μαζί με τις
αγνότερες, τις ποιητικότερες ουσίες [...] Ούτε ο έρωτας, ούτε η άνοιξη, ούτε η
σαρκική ακόμη πράξη δεν έλειψαν να δώσουν το παρόν μέσα στην υπέροχη αυτή ποίηση.
Πρόσεξε κανείς πόσην υπερρεαλιστική διάθεση κρύβει ο στίχος «λόγχη εκεντήθη ο
υιος της Παρθένου»;
«Δεν πηδάμε από τα Ακριτικά στον Ερωτόκριτο»,
γράφει ο ποιητής καυστικά σε προηγούμενη σελίδα, τονίζοντας ότι η παράκαμψη
μιας εκκλησιαστικής παράδοσης χιλίων διακοσίων ετών δεν μπορεί να αγνοηθεί -ας
υπογραμμιστεί, πάντως, ότι στο κείμενο «Ο υπερρεαλισμός κ' εγώ» είχε ανιχνεύσει
υπερρεαλιστικά στοιχεία όχι στη βυζαντινή υμνογραφία αλλά στη Θεία κωμωδία,
βάζοντας σε πράξη την προτροπή του να μην αμελούμε και την
αντίστοιχη της βυζαντινής χριστιανική Δύση, σαν κάτι παράλληλο και ομόρροπο.
Σε
συνέντευξή του στο περιοδικό Νέα Πορεία το 1955 ο Παπατσώνης έρχεται να
ανανεώσει την εκτίμησή του για τον υπερρεαλισμό, προβάλλοντας ως πρότυπα
εναντίον του «ξενότροπου» δίδυμου Σεφέρη-Ελυτη όχι τους Γκάτσο-Εγγονόπουλο αλλά
τους Εμπειρίκο-Εγγονόπουλο, οι οποίοι εμφανίζονται ως δημιουργοί ενός «καθαρά
ελληνικού» υπερρεαλισμού, «πράγμα που αποτελεί ιδιαίτερο άθλο, γιατί ο
υπερρεαλισμός ακριβώς έχει όλα τα στοιχεία τα πιο ξένα προς την κάθε τοπική
εθνική παράδοση, είναι ποιητική θεωρία καθαρής αφαίρεσης».
Το
1965 το πρωτοποριακό περιοδικό Πάλι θα φιλοξενήσει, σε μετάφρασή του
Παπατσώνη, τον «Αστερωμένο πύργο» από το βιβλίο του Μπρετόν Ο τρελός έρως
(1937), έργο που ο Παπατσώνης τοποθετεί ανάμεσα στα παγκόσμια αριστουργήματα
της ερωτικής λογοτεχνίας, πλάι σε έργα όπως οι αρχαίες τραγωδίες και το Ρωμαίος
και Ιουλιέτα.
Δυο
χρόνια αργότερα, ανακαλώντας τις πρώτες εντυπώσεις που του προξένησε η ανάγνωση
των σχολίων του αρχιεπίσκοπου Ευστάθιου Θεσσαλονίκης στην Ιλιάδα, ο
Παπατσώνης συνδέει για μια ακόμη φορά τον υπερρεαλισμό με τη βυζαντινή
υμνογραφία:
Νέος μού έδιδε την αίσθηση πολύ
περισσότερο υπερρεαλιστικού κειμένου (ήταν τότε που πρωτομελετούσα, η εποχή των
Μανιφέστων του Breton) παρά σχολαστικού γραμματικού έργου επάνω στον Όμηρο
[...] Η παράθεση παρατακτικά της βροχής των κρίσεων, γνωμών, εντυπώσεων, που
αρχικά προκαλεί ο στίχος ή οι στίχοι του ομηρικού κειμένου που αναφέρονται, και
που η μια φέρνει υποσυνείδητα και αυθόρμητα την άλλη, θέλησα να την
παρομοιάσω με τον ειρμό και τον εκφραστικό τρόπο που έχουν λ.χ. οι Οίκοι του
Ακαθίστου όσο κι αν εκεί δεσπόζει το ποιητικό στοιχείο, η στιχουργία κι' οι
συνηχήσεις και παρηχήσεις.
*
Όπως
δείχνουν οι παρατηρήσεις που διατύπωσε ο Παπατσώνης για τον υπερρεαλισμό στο
διάστημα μιας εικοσιπενταετίας, η σχέση του με το κίνημα υπήρξε ουσιαστική.
Ασχέτως των στρατηγικών που ακολούθησε στα σχετικά μελετήματά του προκειμένου
είτε να πετύχει την αναγνώρισή του ως καινοτόμου δημιουργού, είτε να αναδείξει
τη φρεσκάδα της βυζαντινής γραμματείας, είτε να εντοπίσει κοινά θεμέλια στην
ανατολική και τη δυτική κουλτούρα, ο υπερρεαλισμός ανταποκρίνεται στην
πεποίθησή του ότι πίσω από την κατ' επίφαση αντινομία των φαινομένων κρύβεται η
αρμονία του ορατού και του αόρατου κόσμου. Η απόλυτη διαλεκτική την οποία
επιδίωξε ο Μπρετόν, κατά την οποία εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα, ύλη
και πνεύμα συμφύρονται, είναι ένα είδος άθεου μυστικισμού, αλλά πάντως
μυστικισμού, που στην προσπάθειά του να επανενώσει τον άνθρωπο με τη χαμένη,
στην εποχή του ωφελιμισμού, Τάξη του σύμπαντος έρχεται να συναντηθεί με τη
θρησκευτική πίστη του Παπατσώνη. Επιπλέον, η ποιητική του υπερρεαλισμού
προσεγγίζει τη φύση του ποιητικού λόγου του. Παρά την εγκεφαλικότητα και,
ενίοτε, τη δοκιμιακότητά της, η ποίησή του Παπατσώνη δεν παύει να είναι
αντιορθολογική, ορμητική, αυτοαναφορική, με απότομες εναλλαγές τόνου και
διάθεσης, με ανοικειωτική, ενίοτε, χρήση των λέξεων και μια εντυπωσιακή, θα
έλεγα, αμεριμνησία για τη μορφική τελειότητα· ποίηση συχνά απροσδόκητη και
γενικότερα περισσότερο αντισυμβατική από εκείνη των Ελλήνων μοντερνιστών. Ας
σημειωθεί εδώ ότι ένας από τους πρώτους κριτικούς που πολιτογράφησαν
ανεπίγνωστα τον Παπατσώνη στον υπερρεαλισμό είναι ο Καραντώνης, ο οποίος στο
βιβλίο του για τη Στροφή το 1931 μιλά για «εγκατάλειψη του νου στο ρέμα
της ασυναρτησίας και του συνεστραμμένου παραληρήματος α λα Παπατσώνη». Ο Νίκος Φωκάς, στον οποίο χρωστάμε
ορισμένες από τις πιο εύστοχες παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί για τον
Παπατσώνη, θεωρεί ότι, παρά την αισιοδοξία του, ο ποιητής δεν έχει «καμιά
ομοψυχία» με τον υπερρεαλισμό. Δεν θα συμφωνήσω μαζί του. Αν και, όπως καίρια
το θέτει, ο ποιητικός λόγος του Παπατσώνη είναι καθαρά θεολογικός και στενά
δεμένος με τα δόγματα, ο ποιητής δεν δίστασε να σχετιστεί ευθέως με τον
υπερρεαλισμό, αξιοποιώντας τις συγγένειές του με την ποιητική του και
αναγνωρίζοντας τις συνάφειες του κινήματος αυτού με τη θρησκεία, όπως είναι η αγνότητα της ματιάς, η
αξία της παιδικότητας, η προσφυγή σ' ένα λυτρωτικό όραμα για την ανθρωπότητα.
Από τις πάμπολλες ιδιοτυπίες του Παπατσώνη, το κατόρθωμά του να αρθρώσει μια
ποίηση αυστηρά θρησκευτική με τρόπους που είτε προικονομούν -αρχικά- είτε
γονιμοποιούν -στη συνέχεια του έργου του- υπερρεαλιστικούς τρόπους, θεωρώ ότι
είναι ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική
φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου