ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
Γιάννης Κονταράτος, Χωρίς
τίτλο, 2015 - 2016, ξυλοχρώματα σε χαρτόνι, 50 x 50 εκ.
|
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, Κλεινόν, μυθιστορίες για την Αθήνα, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 176
Μέρες του ’53
και δεν ήξερα
δεν μπορούσα να νιώσω
τη δυστυχία και τη μοναξιά σου
την πίκρα των ανθρώπων σου
δεν πρόφταινα να διαβάσω
τρέχοντας βιαστικά πάνω στο πράσινο
ποδηλατάκι.
Όσα δεν πρόφτασε να
διαβάσει και να «ακούσει» «τρέχοντας βιαστικά πάνω στο πράσινο ποδηλατάκι» του
ο εφτάχρονος Γιάννης Ευσταθιάδης, διανύοντας την κυριακάτικη έρημη οδό Σταδίου,
τα αναστοχάζεται, τα διαβάζει και τα ζωντανεύει συνδυαστικά τώρα, διασχίζοντας
λογοτεχνικά ρυμοτομημένες περιοχές και δίνοντας τον λόγο σε τριάντα περισσότερο
ή λιγότερο γνωστά πρόσωπα-εκπροσώπους διαφορετικών τάξεων και επαγγελματικών ενασχολήσεων,
ώστε να φωτίζεται η μεταπολεμική, κυρίως, Αθήνα από διαφορετικές οπτικές
γωνίες. Να προβάλουν μέσα από τις επιμέρους αφηγήσεις-μαρτυρίες τους εικόνες
και καταστάσεις της συνηθισμένης, της τρέχουσας αλλά και της σκοτεινής
καθημερινότητας· εικόνες της ανεμελιάς και του ζόφου· εικόνες θεματικά
αυτοτελείς που όμως όλες μαζί συνθέτουν μία τεράστια παλίμψηστη τοιχογραφία,
την τοιχογραφία ενός άλλοτε κλεινού άστεως, στο κέντρο αλλά και στις παρυφές
του οποίου συνέβησαν σημαντικά ή και ασήμαντα πλην αξιομνημόνευτα γεγονότα,
ενδεικτικά των ηθών, των ατομικών και των συλλογικών νοοτροπιών, των
πολιτισμικών προτύπων και των κυρίαρχων, προφανών και σκοτεινών, μηχανισμών που
δέσποσαν, ρύθμισαν και επέβαλαν τρόπους ατομικής και ομαδικής συμπεριφοράς για
πάνω από μισό αιώνα.
Ανάμεσα στις μαρτυρίες
παρεμβάλλονται αποσπάσματα λογοτεχνικών στην πλειονότητά τους κειμένων, που λειτουργούν ως ιντερμέδια, επισφραγίζοντας
την προηγούμενη και προλειαίνοντας το έδαφος για την επόμενη, σαν προεξαγγέλλοντας
τον τόπο -το συγκεκριμένο σημείο της Αθήνας στο οποίο πρόκειται να εστιάσει το
φως της μνήμης του ο αφηγητής- τον χρόνο, τα γεγονότα και τις καταστάσεις,
καθιστώντας ανάγλυφα τα προσδιοριστικά της ειδικής και της γενικώς περιρρέουσας
κάθε φορά ατμόσφαιρας στοιχεία. Κάπως έτσι συνδέονται και συνυπάρχουν πρόσωπα
εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, συνθέτοντας περίεργα από κάθε άποψη ζεύγη (ο
Πέτρος Χάρης με την Ελένη Παπαδάκη, ο Κοσμάς Πολίτης του Λεμονοδάσους με τον Κωστή Παλαμά, ο Καβάφης με τον Γεώργιο
Παπανδρέου, η Ρέα Γαλανάκη με τον Κώστα Χατζηχρήστο, ο Στρατής Τσίρκας με τον
ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού Λινοξυλάκη, ο Ροΐδης με τη λαογράφο Αγγελική
Χατζημιχάλη, η Μαρία Μήτσορα με τον ανθυπολοχαγό του 505 Τάγματος Πεζικού, ο
Παπαδιαμάντης με τον Τσελεμεντέ, ο Θεοτοκάς με τον μαέστρο Ζαχαρία Τσίχλα, ο Λαπαθιώτης με τον
μαραθωνοδρόμο Σπύρο Λούη, ο Κονδυλάκης με τον μετεωρολόγο Ανδρέα Λαζάνη κ.ά.)· σαν
οι συγγραφείς των παρεμβαλλόμενων λογοτεχνικών κειμένων να δημιουργούν, κατά
τρόπο άλλοτε άμεσο και άλλοτε έμμεσο, συνειρμικό, το απαραίτητο ερέθισμα,
προκειμένου να πάρει τον λόγο ο «ιστορητής» της κάθε «μυθιστορίας», να
μιλήσει πρωτίστως για τον εαυτό του, για
πτυχές του ατομικού του βίου, πάντοτε εμπλεκόμενος, ωστόσο, συνειδητά ή
ασυνείδητα, εν τη ρύμη του λόγου του, με ιστορικά, κοινωνικά και ευρέως
νοούμενα πολιτισμικά δεδομένα της εποχής του. Την οποία εποχή του, σημειωτέον,
φροντίζει και συνδέει με το παρόν της αφήγησής του· έχει αυτή τη
δυνατότητα, αφού τις περισσότερες φορές,
αν όχι όλες, «μιλάει», «μυθιστορεί» μετά τον θάνατό του· έχει μεριμνήσει και
γι’ αυτό ο συγγραφέας, ώστε να μπορεί να
επιχειρεί συγκρίσεις του τότε με το τώρα, συχνά καταλήγοντας σε
ενδιαφέροντες συσχετισμούς ή και απολογισμούς, χωρίς όμως ο λόγος του -κι αυτό
νομίζω ότι είναι κάτι που πρέπει να επισημανθεί- να διαπερνάται ή να
διαβρώνεται από την υγρασία της νοσταλγίας -σαν ο συγγραφέας να πιστεύει ότι οι
νεκροί παραμένουν δέσμιοι της πραγματικότητας που έζησαν κι εξακολουθούν νηφάλια
να παρατηρούν, ενδεχομένως και να καταγγέλλουν διακριτικά, στερημένοι ωστόσο από
την όποια δυνατότητα να ενεργοποιηθούν συναισθηματικά.
Εν κατακλείδι: οι μυθιστορίες του
Γιάννη Ευσταθιάδη συνθέτουν ένα γοητευτικό
αμάλγαμα προσώπων, τόπων, τοποθεσιών, γεγονότων και καταστάσεων· παίρνοντας τον
λόγο ο περισσότερο ή λιγότερο γνωστός ήρωας της καθεμιάς αναδεικνύεται, με
τρόπο φυσικό και αβίαστο, σε κορυφαίο ενός αόρατου χορού, τα μέλη του οποίου
συνδέονται, έστω και ερήμην τους, από εικόνες και μνήμες μιας άλλης
πραγματικότητας, όχι κατ’ ανάγκην καλύτερης από τη σημερινή, αναμφισβήτητα όμως
ευκολότερα μετρήσιμης με το εύκαμπτο και ευπροσάρμοστο μέτρο του συναισθήματος
και της συγκίνησης. Συνθέτουν, θα τολμούσα να πω, ένα εντελώς πρωτότυπο είδος
ανθρωπο-πατριδογνωσίας, προσφέροντας στον αναγνώστη ένα περίτεχνα δημιουργημένο
καλειδοσκόπιο, μέσα στον σωλήνα του οποίου προβάλλονται μεμονωμένα ή
συνδυαστικά πτυχές της ιστορίας και της καθημερινότητας μιας πόλης, της Αθήνας,
συνοδευόμενες από τη θέρμη της φωνής του εκάστοτε ιστορητή και, κυρίως,
διαπερασμένες από το νηφάλια συγκινημένο βλέμμα του συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου