15/4/17

Η ποιητική της ανασκαφής και της μετάβασης

Σχεδίασμα ανάγνωσης του καβαφικού έργου

Κύριλλος Σαρρής, «Επιτύμβιο», 2001, 43 x 29 x 8 εκ., από την έκθεση Επιγράμματα που πραγματοποιήθηκε στη γκαλερί Nitra στην Αθήνα σε επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου


ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Πύργος όδ’ ειναλίης επί χοιράδος, ούνομα νήσω
ταυτόν έχω, όρμου σύμβολόν ειμι Φάρος.
Διοδώρου

Ξεκινώντας από τα ιδρυτικά κείμενα των Σεφέρη και Τσίρκα, σε ότι αφορά τη σχέση της καβαφικής ποίησης με την Ιστορία, η βιβλιογραφία, ως γνωστόν, είναι τεράστια. Η δήλωση του ίδιου του ποιητή ότι θα μπορούσε να είναι ιστορικός, οι πλείστες αναφορές στα ποιήματά του στο ιστορικό αρχείο, σε πραγματικά ή και φανταστικά ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα, μοιάζει να επιβεβαιώνουν αυτή του τη δήλωση. Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλη προσέγγιση στο έργο του, η οποία, εξ όσων γνωρίζω, έως πρόσφατα είχε μείνει ανεξερεύνητη: εκείνη της σύνδεσης του καβαφικού έργου με την Αρχαιολογία.
Η σύνδεση αυτή είχε αρχίσει να με απασχολεί από τότε που έγραψα το δοκίμιο «Σκέψεις για την ποιητική της μετάβασης». Άλλες προτεραιότητες, ωστόσο, δεν άφησαν την έρευνα αυτή να προχωρήσει. Το Έτος Καβάφη, στάθηκε αφορμή να επιστρέψω στις σημειώσεις και το υλικό που είχα συγκεντρώσει για το θέμα αυτό. Συμβαίνει συχνά, μια διαφορετική πρόταση ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων να απασχολεί ταυτόχρονα και άλλους ερευνητές. Έτσι, και στην περίπτωσή μου, μια αναπάντεχη επιβεβαίωση της υπόθεσης εργασίας μου ήρθε να μου προσφέρει η σημαντική μονογραφία του Κυριάκου Σαββόπουλου, ερευνητή στον τομέα της Αιγυπτιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, A Historical Guide to CAVAFY’S ALEXANDRIA (331BCE-641CE).
Στη μονογραφία αυτή διάβασα τα ακόλουθα: «Ο Καβάφης δεν ήταν απλώς ένας αναγνώστης ιστορικών και λογοτεχνικών πηγών, όπως του Στράβωνα και του Πλούταρχου. Φαίνεται πως ήταν παρατηρητής, από πρώτο χέρι, αρχαιολογικού υλικού και ευρημάτων στους Αλεξανδρινούς αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία, που συμπεριλαμβάνανε επιγραφές, ταφικά μνημεία, γλυπτά και νομίσματα … Ήταν μέσα από τέτοιες πηγές που εμπνεόταν για την αναβίωση επεισοδίων και χαρακτήρων του Αλεξανδρινού παρελθόντος». Πέρα από τις ιστορικές ανασκαφές και εκείνες που πραγματοποιούνταν στην Αίγυπτο και την Αλεξάνδρεια, πριν και κατά την εποχή του Καβάφη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες που μας προσφέρει ο Κ. Σαββόπουλος, σχετικά με τη συμμετοχή, δραστηριότητα και προσφορά ελλήνων αρχαιολόγων και προσωπικοτήτων στην ανασύσταση του παρελθόντος της πόλης. Αναφέρεται ο διεθνούς φήμης αρχαιολόγος δρ. Τάσσος Νερούτσος, τον οποίο ο Καβάφης «γνώριζε από νέος προσωπικά και θαύμαζε ιδιαίτερα», αναφέρεται επίσης στο Ελληνο-Ρωμαϊκό Μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1892, πρώτος πρόεδρος του οποίου ήταν ο Αμβρόσιος Ράλλης, καθώς και στη σύσταση της Αρχαιολογικής Εταιρείας της Αλεξάνδρειας το 1893. 

Οι πραγματολογικές και ιστορικές πληροφορίες που μας προσφέρει ο Κ. Σαββόπουλος, σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του Καβάφη στα αρχαιολογικά πεπραγμένα της εποχής του και την επιρροή που άσκησαν στην ποίησή του, στάθηκαν για μένα πολύτιμες, ιδιαίτερα ως επιβεβαίωση της υπόθεσης εργασίας μου. Εδώ, μπαίνω στον πειρασμό να παρατηρήσω πως ίσως και η επιλογή του Καβάφη να μετακομίσει στην οδό Lepsius, να μην ήταν τυχαία! O Lepsius (1810-1884) ήταν ένας από τους διασημότερους γερμανούς αιγυπτιολόγους. Πέραν των σημαντικών αρχαιολογικών ανασκαφών του σε όλη την αιγυπτιακή επικράτεια, ήταν συνάμα και μεταφραστής επιγραμμάτων και ειδικός στην ετυμολογία ιερογλυφικών, δημοτικών, και ελληνικών λέξεων!
Το παρόν σχεδίασμα, λοιπόν, προσβλέπει στη δυνατότητα σύνταξης μιας ποιητικής της ανασκαφής. Ίσως δεν είναι τυχαίο που ο Καβάφης, παρομοιάζει την ποίησή του με «αμφορέα» και τον εαυτό του με «τεχνουργό κρατήρων». Έτσι, έννοιες, όπως εκείνες του τόπου και του χρόνου, εδώ/εκεί, τότε/τώρα, του δίπολου λήθη/ενθύμηση και της μετέωρης στιγμής της μετάβασης του ορίου από/προς, θα αποτελέσουν τη βάση μιας προσπάθειας προσέγγισης της τεχνοτροπίας με την οποία ο ποιητής, μέσω των αρχαιολογικών καταλοίπων, επιχειρεί να ανασυνθέσει τη σκηνοθεσία, την εικονογραφία, την καθημερινότητα, την ομιλία, την ψυχολογία των ανθρώπων, το ήθος και το έθος ενός θαμμένου κοινωνικού και πολιτισμικού κοσμοειδώλου, καθώς και τη μετέωρη εκείνη στιγμή όπου το οικείο κοσμοείδωλο παρακμάζει και τη θέση του έρχεται να κατακτήσει το άλλο του. 
Οι νέες αυτές οριοθετήσεις απαιτούν να στραφεί η προσοχή μας στο διακείμενο του αφηγηματικού λόγου του παντογνώστη αφηγητή της Ιστορίας, όπου ο χρόνος της αφήγησης και ο χρόνος του αφηγήματος δεν συμπίπτουν. Η διάταξη των ιστορικών «γεγονότων» εξαρτάται από την αιτιατή δομή της πλοκής, στην οποία ο ιστορικός κατατάσσει τα δρώμενα των ιστορικών προσώπων. Ο αναγνώστης, στον οποίο ο ιστορικός απευθύνει το λόγο του, καθοδηγείται πλήρως από αυτόν και ταυτίζεται αναγκαστικά με τη σκοπιά του. Σε αντίθεση, στην αρχαιολογική ανασκαφή είναι τα ίδια τα διάσπαρτα, ασύνδετα ευρήματα που καθορίζουν το αφήγημα και τη σκοπιά του αφηγητή.
Έτσι, το βλέμμα του Καβάφη δεν καθοδηγείται από τον αναπαραστατικό λόγο κάποιου ιστορικού, προκειμένου να συντάξει τις εικόνες του παρελθόντος. Εστιάζει απευθείας εκεί όπου «ασπρίζουν τα μαυσωλεία της ποίησης», σε μια χρονική στιγμή όπου το τότε και το τώρα συμπίπτουν για τον θεατή: «Ιδού το άγαλμα / Εν εκστάσει βλέπω νυν / του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν», γράφει ο Καβάφης στο ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΝΔΥΜΙΩΝΟΣ. Είναι, λοιπόν, τα απτά, υλικά κατάλοιπα της ανασκαφής που εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του ποιητή, από το εκεί του γήινου σκότους και τα βάθη του τότε χρόνου, στο άπλετο φως του εδώ, τώρα: συλημένοι τάφοι, σπασμένα αγάλματα, θραύσματα αγγείων και ψηφιδωτών, σαρκοφάγοι, νομίσματα, σπαράγματα τοιχογραφιών, θεσπέσια πορτραίτα νεκρών, δυσδιάκριτα, ασύνδετα γράμματα, και «ακρωτηριασμένες γραμμές», στα κενά της επιτάφιας και επιγραμματικής γραφής: «Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία».
Θα μπορούσαμε, άραγε, να υποθέσουμε πως το είδος του επιγράμματος άσκησε κάποια επιρροή στην ποίηση του Καβάφη, σε ό,τι αφορά την οικονομία του λόγου, την απουσία περίτεχνων ρητορικών σχημάτων και τη σαφήνεια της έκφρασης; «Φημί πολιστιχίην ου κατά Μούσαν είναι· μη ζητείτ’ εν σταδίω δόλιχον· πολλ’ ανακυκλούται δόλιχος δρόμος· εν σταδίω δε οξύς ελαυνόμενιος πνεύματός εστι τόνος», σημειώνει ο Παρμενίων, «Πάγκαλών εστ’ επίγραμμα το δύστιχον ην δε παρέλθης τους τρεις, ραψωδείς, κουκ επίγραμμα λέγεις», γράφει ο Κύριλλος.
Όλα όσα συναντά το βλέμμα του ποιητή και συνθέτουν το ποίημα, είναι τα διάσπαρτα υλικά ευρήματα που υπαινίσσονται τους τρόπους διάρθρωσης της πολιτικής, κοινωνικής, επαγγελματικής και καθημερινής ζωής, μιας θαμμένης στα βάθη της γης απούσας κοινωνίας: Βασιλείς και έμποροι, ναυτικοί, φιλόσοφοι, γραμματικοί, ποιητές και περιπλανώμενοι εραστές, εμφανίζονται χάρη στην ανασκαφή, αλλά και χάρη στις ανακαλύψεις της παλαιογραφίας: φθαρμένοι πάπυροι, πολύτιμα βιβλία με διακοσμήσεις, διατάγματα, χρονικά, έπη, φιλοσοφικές διατριβές. Είναι άραγε τυχαίο που ο Καβάφης γράφει τους τίτλους των ποιημάτων του με κεφαλαία γράμματα;
Έτσι, η απούσα αρχαία κοινωνία εμφανίζεται τώρα παρούσα και ομιλούσα. Δεν είναι πλέον ο διαμεσολαβητικός λόγος του παντογνώστη, ιστορικού αφηγητή, που αναπαράγει το λόγο των απόντων. Η ποίηση δίνει το λόγο, απευθείας, στα ίδια τα πρόσωπα της παρελθούσας εποχής, ώστε να ακουστεί η ομιλία τους: 
Ο Λάνης που αγάπησες εδώ δεν είναι, Μάρκε,
στον τάφο που έρχεσαι και κλαις, και μένεις ώρες.
Τον Λάνη που αγάπησες τον έχεις πιο κοντά σου
στο σπίτι σου όταν κλείεσαι και βλέπεις την εικόνα,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες που ν’ αξίζει,
που αυτή κάπως διατήρησεν ό,τ’ είχες αγαπήσει.
Είναι τα ίδια τα πρόσωπα που αφηγούνται στιγμές της ζώσας εμπειρίας τους, επεισόδια του βίου τους, ή και κάποιου συγκαιρινού τους, μέσω ενός λόγου που φορές εκφέρεται από τα άδυτα της συνείδησης και της μύχιας σκέψης τους, ο εσωτερικός, βουβός εκείνος λόγος που απευθύνεται διαλεκτικά προς εαυτόν:
Μέσα στα καπηλειά     και τα χαμαιτυπεία
της Βηρυτού κυλιέμαι     Δεν ήθελα να μένω
στην Αλεξάνδρεια εγώ.     Μ’ άφισεν ο Ταμίδης·
κ’ επήγε με του Επάρχου     τον υιό για ν’ αποκτήσει
μια έπαυλι στον Νείλο…
Ο αρχαιολόγος, μετά την ταξινόμηση και τη συγκρότηση όλου αυτού του ποικιλόμορφου υλικού που συλλέγει, καλείται να συνταιριάσει και να συντάξει το αφήγημα που θα επιβεβαιώσει τις υποθέσεις του. Η διαφορά με το καβαφικό ποιητικό αφήγημα εντοπίζεται στη δομή του ποιητικού χωροχρόνου: σε αντίθεση με τον αρχαιολόγο, για τον ποιητή η στρωματογραφία του εκεί και του τότε βιώνεται ως στιγμή δεσπόζουσας ενύπαρξης με το εδώ και τώρα:
Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή
επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.
…………….
Α, να, ήρθες συ με την αόριστη
γοητεία σου. Στην ιστορία λίγες
γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,
κ’ έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στον νου μου.
Σ’ έπλασα ωραίο κ’ αισθηματικό.
……
Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα,
που χθες την νύχτα αργά, σαν έσβυνεν
η λάμπα μου –άφισα επίτηδες να σβύνει–
εθάρεψα που μπήκες μες στην κάμαρά μου
[πλάγια δικά μου].
Εικάζω, πως η χωροχρονική αυτή σύζευξη παρελθόντος και παρόντος δομεί τη συγκινησιακή έκφραση, την εικονογραφία και τη σκηνοθεσία στην ποίηση του Καβάφη. Γιατί, όπως η αρχαιολογική ανασκαφή έφερε κάποτε στο φως το άγαλμα του Ενδυμίωνα, τα απτά, υλικά κατάλοιπα της ποιητικής ανασκαφής δεν ανασταίνουν για τον ποιητή μόνο τον λόγο, τη σκέψη, τα αισθήματα και τις σκηνές βίου των αρχαίων προσώπων. Όμοια με την έκλαμψη της ακούσιας μνήμης του Μπερξόν, χάρη σε ένα υλικό αντικείμενο, η έσωθεν ανασκαφή, φέρνει, αίφνης, στη θύμηση του γερασμένου ποιητή, από το τότε στο τώρα, ενσώματο, έναν πανέμορφο νέο και την εφήμερη, ερωτική σχέση που κάποτε έζησαν μαζί: 
Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο
Θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια
που είδα· θάναι είκοσι χρόνια πριν…
…………………………………..
Θ’ ασχήμισαν –αν ζει– τα γκρίζα μάτια·
Θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.

Μνήμη μου, φύλαξέ τα σύ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.
Στην ποίηση του Καβάφη, η σύζευξη του τότε/τώρα οδηγείται ως το ακραίο εκείνο σημείο της πλήρους ταύτισης, ακυρώνοντας έτσι τις γραμματικές πτώσεις του ιστορικού χρόνου. Αυτό συμβαίνει όταν ο ιστορικός χρόνος επιφέρει το βαθύ, τραυματικό ρήγμα που σηματοδοτεί τη διαφορά: είναι η μετέωρη εκείνη στιγμή της μετάβασης από/προς, η στιγμή όπου η ειδωλολατρική κοσμοαντίληψη παρακμάζει και η χριστιανική κοσμοαντίληψη έρχεται να επιβάλλει νέες μορφές εξουσίας, νέους κώδικές ηθικής και ταυτοτήτων. Έτσι, ο λαός διασπάται σε αντίπαλες συλλογικότητες, που φορές συγκρούονται βίαια, ενώ τα άτομα βιώνουν το διχασμό της ταυτότητάς τους, καθώς ταλαντεύεται ανάμεσα στην εθνική και χριστιανική πίστη, τον «άγονο έρωτα» και την ομοφοβία. Στο ΘΕΑΤΡΟΝ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ (400 Μ.Χ), ο ειρωνικός, αυτοβιογραφικός λόγος του «ευειδούς» νέου, αντιλαλεί εκείνον του ποιητή Καβάφη: 
Πολίτου εντίμου υιός –     προ πάντων, ευειδής
έφηβος του θεάτρου,     ποικίλως αρεστός,
ενίοτε συνθέτω     εν γλώσση ελληνική
λίαν ευτόλμους στίχους,     που τους κυκλοφορώ
πολύ κρυφά, εννοείται–     θεοί! Να μην τους δουν
οι τα φαιά φορούντες,     περί ηθικής λαλούντες – 
στίχους της ηδονής     της εκλεκτής, που πηαίνει
προς άγονην αγάπη     κι αποδοκιμασμένη.
Οι καιροί όπου η ηδονή του Έρωτα και της Εξουσίας έπαιζε τις ενθουσιώδεις, εφήμερες παραστάσεις της στα θέατρα της οικουμένης, παρήλθαν. Εκείνος που αποχαιρετά την Αλεξάνδρεια που χάνεται, πρέπει να περιμένει τη σκαπάνη του αρχαιολόγου για να ξαναβγεί στο φως, είτε με τη μορφή αντικειμένου στο Μουσείο, είτε, χάρη στο βλέμμα και την ενσυναίσθηση του ποιητή, ως ένα ξεχασμένο, αλλά υπαρκτό, περιπλανώμενο υποκείμενο των ελληνιστικών χρόνων: 
Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μοιάζει σαν να χαμογελά το πρόσωπό του,
το έμορφο, λεπτό του πρόσωπο,
αυτός είν’ ο Οροφέρνης Αριαράθου.
...
Α εξαίσιες της Ιωνίας νύχτες 
που άφοβα, κ’ ελληνικά όλως διόλου
εγνώρισε πλήρη την ηδονή.
Η ποιητική της μετάβασης, μετατρέπει στην ποίηση του Καβάφη τον ιστορικό χρόνο σε ένα παρόν διαρκείας. Στο κατώφλι μεταξύ παλαιού/νέου, ο χρόνος στέκει μετέωρος, καθώς η φορά του ακολουθεί τις ταλαντεύσεις αιώρας. Οι δύο αντίπαλες κοσμοαντιλήψεις, και η πάλη τους για επικράτηση, καθορίζουν τώρα όχι μόνο τη σκέψη και το λόγο της μεταβατικής εποχής αλλά και τον καθημερινό βίο των απλών ανθρώπων. Η νέα εξουσία επινοεί ένα σύστημα αξιολογικών όρων που καλύπτει τα πάντα: την οικονομική και πολιτική ιεραρχία, τις πολιτισμικές δοξασίες, την οργάνωση της κοινωνίας, τα ήθη και έθιμα. Τώρα, το αδάμαστο άλλο, ελλοχεύει κρυμμένο εντός. 
Έτσι, ο Μυρτίας, «εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανός», πιστεύει πως το σώμα του μπορεί να υπακούει ταυτόχρονα τον κώδικά της ηδονής και της ασκητικής: «Το σώμα μου στες ηδονές θα δώσω, / στες απολαύσεις τες ονειρεμένες, / στες τολμηρότερες ερωτικές επιθυμίες, /…γιατί όταν θέλω, / …στες κρίσιμες στιγμές θα ξαναβρίσκω / το πνεύμα μου, σαν πριν, ασκητικό». Σε εποχές κρίσης και μετάβασης, τίθεται πάντα το ερώτημα αν η νέα κοσμοαντίληψη, που ανατρέπει την παλιά, χειραφετεί ή χειραγωγεί. 
Στα ποιήματα που αναφέρονται στον θεοσεβούμενο-παραβάτη Ιουλιανό και την ψυχική διχοστασία του· στη σκηνοθεσία των συμβάντων στα χρόνια της αυτοκρατορίας του· στη συμπεριφορά και τις αντιλήψεις των υπηκόων του· στον επικριτικό, ειρωνικό λόγο που εκφέρουν γι’ αυτόν, ιδίως οι γυναίκες – έτσι που να θαρρεί κανείς πως ξάφνου βρίσκεται μαζί με τη Γοργώ και την Πραξινόα στο φεστιβάλ του Αδώνι, όλο αυτό το ευρύτατο φάσμα των αντιφάσεων και των επιπτώσεων που επιφέρει η εμπειρία της μετάβασης στο κοινωνικό σώμα, καλύπτεται με θαυμαστή δεξιοτεχνία και οικονομία στην ποίηση του Καβάφη. 
Καθώς ο χώρος ενός άρθρου είναι περιορισμένος, θα σχολιάσω συνοπτικά δύο μόνο ποιήματα που αναφέρονται στο Σεράπιον, τον περίφημο Αλεξανδρινό ναό, από την υλική παρουσία του οποίου η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φώς μόνο κατάλοιπα από τα θεμέλια. Λέγεται, ότι ο Φάρος της Αλεξάνδρειας χτίστηκε πάνω σ’ αυτά Η καταστροφή του ναού, σήμανε το τέλος της εθνικής θρησκείας: «Λυτρώθηκε το κράτος επί τέλους. / Ο μιαρότατος, ο αποτρόπαιος / Ιουλιανός δεν βασιλεύει πια. // Υπέρ του ευσεβεστάτου Ιοβιανού ευχυθώμεν.» Πέραν των εκκλησιαστικών και ιστορικών πηγών, το Σεράπιον, ως ζώσα παρουσία στη ζωή των Αλεξανδρινών, εμφανίζεται μόνο σε δύο ποιήματα του Καβάφη. 
Στα δύο αυτά ποιήματα, η ποιητική δομή συγκροτείται στη βάση της διχοτομίας και τη διχοστασίας. Στο ποίημα ΙΕΡΕΥΣ ΤΟΥ ΣΕΡΑΠΙΟΥ, η διχοτομία του χώρου –εκτός ο ειδωλολατρικός ναός, εντός ο οίκος του Χριστού– αντανακλάται στη διαίρεση της οικογένειας: ο μεν πατέρας είναι εθνικός ιερεύς, ο δε γιος πιστός χριστιανός. Η διχοστασία αφορά την ψυχική κατάσταση του νέου, ο οποίος, παρότι αλλαξοπίστησε, λατρεύει τον καλό πατέρα του. Ο λόγος του απευθύνεται στον Χριστό, στον οποίο εξομολογείται προσευχόμενος το αμαρτωλό του δίλημμα: 
Ιησού Χριστέ, τα παραγγέλματα
της ιεροτάτης εκκλησίας σου να τηρώ
εις κάθε πράξιν μου, εις κάθε λόγον,
εις κάθε σκέψι είν’ η προσπάθειά μου
η καθημερινή. Κι όσους σε αρνούνται
τους αποστρέφομαι – Αλλά τώρα θρηνώ·
οδύρομαι, Χριστέ, για τον πατέρα μου
μ’ όλο που ήτανε –φρικτόν ειπείν– 
στο επικατάρατον Σεράπιον ιερεύς.
«Πάτερ ημών». Ποιον απ’ τους δύο; Γιατί, σε εποχές κρίσης και μετάβασης, ο φίλος γίνεται εχθρός: διασπώνται στα δύο, λαοί, πόλεις, χωριά, οικογένειες, ζευγάρια, προδίδονται οι όρκοι αιώνιας φιλίας και έρωτα. 
Στο ποίημα ΜΥΡΗΣ· ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ 340 Μ.Χ., η διχοτομία χώρου και χρόνου είναι πιο σύνθετη. Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ο νεαρός αφηγητής, στο θρήσκευμα εθνικός, μόλις πληροφορείται το θάνατό του χριστιανού συντρόφου του Μύρη, σπεύδει στο σπίτι του. Δεν μπαίνει, ωστόσο, στη «μεγάλη κάμαρη» όπου κείται ο αγαπημένος νεκρός. Στέκεται καρφωμένος απόμερα, τώρα, εντός, ενώ η σκέψη του στρέφεται προς στο τότε, εκτός : 
Στεκόμουν κ’ έκλαια σε μια άκρη του διαδρόμου.
Και σκέπτομουν που η συγκεντρώσεις μας κ’ η εκδρομές
χωρίς το Μύρη δεν θ’αξίζουν πια·
και σκέπτομουν που πια δεν θα τον δω
Στα ωραία κι άσεμνα ξενύχτια μας
...
και σκέπτομουν πως έχασα για πάντα
την εμορφιά του, που έχασα για πάντα
τον νέον που λάτρευα παράφορα.
Κι ενώ η σκέψη τον τρέχει εκτός, σε άλλο χρόνο και τόπο, ταυτόχρονα το βλέμμα του παρατηρεί λεπτομερώς όλα όσα συμβαίνουν εντός της κάμαρας όπου ο Μύρης κείται νεκρός: «Μπήκαν κατόπι μες στην κάμαρη / τέσσαρες Χριστιανοί ιερείς, κ’ έλεγαν προσευχές / ενθέρμως και δεήσεις στον Ιησούν». Στο νοερό, εσωτερικό μονόλογο του νέου, φανερώνεται και η τυραννική, ψυχική διχοστασία του Μύρη: 
Γνωρίζαμε, βεβαίως, που ο Μύρης ήταν Χριστιανός.
...
Μα ζούσεν απολύτως σαν κ’ εμάς.
Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές∙ 
…………….
Ποτέ για την θρησκεία του δεν μιλούσε.
Μάλιστα μια φορά τον είπαμε
πως θα τον πάρουμε μαζύ μας στο Σεράπιον.
Όμως σαν να δυσαρεστήθηκε
 μ’ αυτόν μας τον αστεϊσμό: θυμούμαι τώρα.
[πλάγια δικά μου].
Το ανοίκειο, χριστιανικό τελετουργικό, που εγγράφει πάνω στο νεκρό σώμα του ηδονικού Μύρη μια πλαστή ταυτότητα, αποκαλύπτει στον νεαρό εραστή του την αγεφύρωτη διαφορά που τώρα τον χωρίζει από το λατρευτό, χαμένο αντικείμενο του πόθου του:
αισθανόμουν που ενώθη, Χριστιανός,
με τους δικούς του, και που γένομουν
ξένος εγώ, ξένος πολύ·
Πετάχτηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι,
Έφυγα γρήγορα πριν αρπαχθεί, πριν αλλοιωθεί
απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη.
Ποιος ξέρει. Ίσως, η αρχαιολογική σκαπάνη να φέρει κάποτε στο φως, στα περίχωρα της Αλεξάνδρειας, ένα χριστιανικό νεκροταφείο, κι ένας από τους τάφους, πάνω στην πέτρα, να φέρει την επιγραφή: ΜΥΡΗΣ· ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ 340 Μ.Χ. Μπορεί και κάποιο ανώνυμο επίγραμμα να μνημονεύει το κάλλος του και τον αγιάτρευτο έρωτα που έτρεφε γι’ αυτόν ο εραστής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: