29/10/16

Ο Νικηφόρος για τον Άρη Βελουχιώτη

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Σπύρος Παπαλουκάς, Χαγιάτι, Παρνασσός, 1923, λάδι σε χαρτόνι, 20 x 24 εκ. 


...Τον Άρη [τον] είδαμε σε λίγο. Ήταν απλά ντυμένος, με πυκνά, μαύρα γένια· με φυσεκλίκια. Μας χαιρέτησε θερμά. Το μάτι του ήταν αεικίνητο· πολύ ζωντανό μάτι...
Αφού τέλειωσαν τα καλωσορίσματα ζήτησε χωριστά κάθε μέλος του αρχηγείου για να συζητήσει. Με ρώτησε ποιες είναι οι εντυπώσεις μου και τι γνώμη είχα πάνω στη ζωή μας. Του μίλησα για τις πολλές συνελεύσεις, για τη γνωστή τακτική μας και τον καλογερίστικο ασκητεμό μας. Δυο λόγια μου ’πε: “–Καλά· συμφωνάς πως πρέπει να γεμίσουμε τη ζωή των παιδιών, για να μη περπατάει το μυαλό τους στο σπίτι, στη γελάδα, στο χωράφι· να τους δώσουμε περιεχόμενο στη δουλειά τους για ν’ αποχτήσουν οντότητα κι αυτοπεποίθηση. Μόνο έτσι θα κάνουμε αντάρτικο.”
Μίλησε ύστερα με τους Αριστείδη, Διαμαντή και τον Περικλή, και δεν είχε βασιλέψει ακόμα καλά ο ήλιος, που έδωσε το σύνθημα να ετοιμαστούμε γιατί θα κατεβαίναμε στη Στρώμη. Ο Αριστείδης θυμήθηκε να ρωτήσει:
“–Μέσα στο χωριό θα πάμε;”
“–Βέβαια, μέσα”, του ’πε ο Άρης.
“–Είχα τη γνώμη πως δεν θα ’ταν αυτό σωστό, γιατί...”
“–Καλά· άμα θα κάνουμε συνέλευση λες τη γνώμη σου,” τον διέκοψε χαμογελώντας πονηρά ο Άρης. Γέλασα και ’γω κοιτώντας τον Αριστείδη που μ’ είδε και γέλασε κι αυτός.
Όταν ξεκινούσαμε είχαμε γνωριστεί με όλους τους αντάρτες.
Στη Στρώμη γίναμε δεχτοί μ’ ακράτητο ενθουσιασμό! Φάγαμε σ’ ένα καφενείο κι ύστερα μίλησε ο Άρης. Πρώτη φορά τον άκουγα. Έμεινα καταγοητευμένος από την απλότητα της ομιλίας του, τη σιδερένια του λογική και τα τετράγωνα επιχειρήματα του. Όλη του την αισιοδοξία, τη μετάδιδε με καταπληκτική ευκολία στο ακροατήριο. Σαν τον άκουγες παραδεχόσουν πως και το πιο δύσκολο, φτάνω να πω τ’ αδύνατο, ήταν κατορθωτό! Να κάτι που μου ’κανε ιδιαίτερα εντύπωση: Όταν έφτασε να μιλήσει για τις ζημιές που μπορεί να πάθουμε στο σκληρό μας αγώνα, όχι μόνο δεν προσπάθησε ν’ αποφύγει το τόσο λεπτό και δύσκολο σημείο στο οποίο έσπασε ο ενθουσιασμός και του πιο ορμητικού, μα το ’πιασε απ’ την αντίθετη ακριβώς πλευρά: “–Μπορεί να καούν τα χωριά μας. Χίλιες φορές να καούν. Η Δόξα θα βρει λίγα φτωχά χορτάρια όταν θα περπατάει στην έρημη γη μας, για να στεφανώσει μ’ αυτά τα σημερνά παιδιά της Ελλάδας. Ή μήπως δεν είμαστε άξιοι να φορέσουμε ’μεις το στεφάνι αυτό που άξια στεφάνωσε τους παππούδες μας; Αλλά μη σας τρομάζουν οι θυσίες· ίσα-ίσα που θα τις αποφύγουμε μόνο σαν ακολουθήσουμε όλοι ενωμένοι το δρόμο που σας δείχνουμε ’μείς.”...

Πόσο φοβόμαστε ’μεις να μιλήσουμε έτσι! Γι’ αυτό και δεν επρόκειτο να συναρπάσουμε το λαό όπως ο Άρης. Αυτός δεν ξεκίνησε από κοινά μέτρα και σταθμά· ούτε λογάριασε το συνηθισμένο τρόπο σκέψης. Σηκώθηκε ψηλότερα, αποφασιστικά και μαγνήτισε κυριολεκτικά τις μάζες όπου περάσαμε. Ο λόγος του στην αρχή, η παρουσία του μόνο αργότερα, φτάνει για να φυσήξει ένας καινούριος αγέρας όπου πατούσε το πόδι του. Με τον Άρη δε λογάριαζες κόπους· με τον Άρη δε σκεφτόσουν το θάνατο· με τον Άρη αποχτούσες την αυτοπεποίθηση ότι ’κείνο που θα θελήσεις το πετυχαίνεις. Μαζί του κοιμόσουν βρεγμένος μες το χιόνι σα να επρόκειτο για το ζεστότερο κρεββάτι· όργωνε προς χίλιες κατευθύνσεις τη Στερεά σα να πήγαινε περίπατο· κάποτε έφτασε απρόσμενος κάπου, λίγο πριν, μιας σοβαρής επιχείρησης. Είμαστε πολλοί εκεί και ανώτεροι αξιωματικοί· και ακόμα παντού εμπόδια βλέπαμε· οι δυνάμεις δε μας έφταναν, χαράματα ή μεσημέρι να καθορίσουμε; Δεν καταλήγαμε. Έφτασε ο Άρης. τρεις  κουβέντες είπε. Και ’κείνο που δε μπορούσαμε ’μεις με εξαπλάσιους αντάρτες να τ’ αποφασίσουμε, το τέλειωσε ’κείνος με 110 μόνο.
                Αυτές ήταν οι πρώτες μου προσωπικές εντυπώσεις απ’ τη γνωριμία του Άρη. Κι όταν ζήτησα το λόγο να ’πω και ’γω δυο λόγια στους Στρωμίτες, ύστερα απ’ αυτόν, δε μίλησα παρά μόνο για τον Άρη. Το ’πα απερίφραστα: “Πρώτη φορά γνώριζα τέτοιον άνθρωπο.” Κι είχα την πεποίθηση πως μιλώντας για τον Άρη μιλούσα για τον αγώνα...


***

Ο Άρης κάηκε σα λαμπάδα μέσα στο μαρτύριο που τον κατάτρωγε από νωρίς ότι το κίνημα δεν πήγαινε καλά. Λίγο μετά τη Βάρκιζα, άρχισε να γίνεται η σκιά του παλιού εαυτού του. Ο κλονισμός του έγινε τραγικός όταν διάβασε την αποκήρυξή του. Όσοι βρίσκονταν τότε μαζί του διηγούνται ότι ο κλονισμός του ήταν ψυχικός, ακόμα και πνευματικός. “Δεν ήταν σε θέση να κρατήσει σταθερό κάπου το βλέμμα του. Οι βολβοί των ματιών του έπαθαν ένα μόνιμο τρεμούλιασμα”, μας είπανε. Σκεφτείτε το δράμα μας.
Άλλος φίλος μας διηγήθηκε το εξής συνταρακτικό από το δράμα των τελευταίων ημερών του Άρη. Ο φίλος αυτός υπηρετούσε στην ταξιαρχία εθνοφυλακής Τρικάλων που είχε σταλεί σε καταδίωξη του Άρη και ήταν παλιός αντάρτης και υπεύθυνος της παράνομης οργάνωσης των αγωνιστών που υπηρετούσαν στην ταξιαρχία. Το 80% από τη δύναμη της μονάδας αυτής ήσαν οργανωμένοι παλιοί αντάρτες, Επονίτες και Εαμίτες από τα χωριά της αδούλωτης Θεσσαλίας. Και διηγείται ο φίλος αυτός: “δεν το βαστάγαμε. Οι στρατιώτες έκλαιγαν κρυφά από το κακό τους. Αποφάσισα και φώναξα έναν και του ’δωσα ένα σημείωμα να το πάει στον Άρη. Έγραφα: “Καπετάνιε, δεν το βαστάμε άλλο να μας έχουν να κυνηγάμε τον καπετάνιο μας. Η ταξιαρχία ολόκληρη είναι στη διάθεση σου. Δώσε μας διαταγές!”
Ο σύνδεσμος στρατιώτης δεν βρήκε τον Άρη. Ο κλοιός γύρω του από την άλλη πλευρά είχε σφίξει και σε δυο τρεις μέρες ο μαρτυρικός καπετάνιος έδωσε ο ίδιος τέλος στη ζωή του στη χαράδρα της Μεσούντας. Για τον Άρη ήταν αδιανόητο να πέσει ζωντανός στα χέρια των διωκτών του. Έγινε έτσι δραματικό σύμβολο, ότι οι εχθροί της Αντίστασης οσοδήποτε κι αν δυναμώναν το όργιό τους δε θα μπορούσαν ποτέ να μολύνουν την ψυχή της. Δίπλα του, σε μια πράξη ύστατης αφοσίωσης κι αλληλεγγύης τον μιμήθηκε με μια χειροβομβίδα ο πιστός Τζαβέλας, δίνοντας αυτός ένα άλλο σύμβολο, της αιώνιας λατρείας του λαού μας, για τον πρωτοκαπετάνιο του. Και οι διώκτες του ξέπασαν στο άψυχο κορμί του – του ’κοψαν το κεφάλι, όπως και του Τζαβέλα, το κατέβασαν στα Τρίκαλα και το κρέμασαν στον ηλεκτρικό στύλο της πλατείας. Έτσι, στη ζωή, τη δράση και το μαρτύριο του καπετάνιου του ο λαός μας είδε αδερφωμένα τη δόξα και το μαρτύριο του δικού του αγώνα για τη Λευτεριά και την προκοπή του.
Ο θάνατός του συγκλόνισε όλη την Ελλάδα. Χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι αρνούνταν να πιστέψουν ότι ο Άρης, ο αετός, ο αθάνατος, ήταν νεκρός. Στις φυλακές οι κρατούμενοι αγωνιστές έκλαιγαν μέρες. Στη Λαμία, ιδιαίτερη πατρίδα του, έπεσε μια παγωμάρα, έκλεισαν όλα τα μαγαζιά.
Και, τώρα, συγχωρείστε σε μας τους παλιούς και μια περίσσεια συναισθηματική όταν μιλάμε για τον Άρη. Είναι αδύνατο να μιλήσουμε ψυχρά και συγκρατημένα γι’ αυτόν. Προπαντός εμείς, η ρουμελιώτικη γενιά της Αντίστασης: Αντικρίζουμε τους φωτεινούς ορίζοντες των βουνών μας και βλέπουμε τη φωτεινή, χαμογελαστή μορφή του να αναδύεται πελώρια από πίσω τους, μέσα στο γαλάζιο θάμπος του ουρανού ή μέσα στ’ αράθυμα ανακυκλήσματα των σύννεφων. Σα βρεθούμε μέσα στους σκιερούς λόγγους μας, όλα αυτόν μας θυμίζουν, η μυρουδιά του τριμμένου ελατοκλώναρου, του μούσκλιου, του κέδρου, του αγριοσέληνου, το κελάρυσμα των βουνίσιων ποτιστικών αυλακιών, τα καταπράσινα καλαμποκοχώραφα. Στις γυμνές φωτερές άπλες, στα ύψη των βουνών, με τις συλλογισμένες γύρω λεπιδωτές κορυφές και την αιώνια σκεπή, ο σπαραγμός μας είναι αβάσιμος. Ο τόπος είναι φτωχός, οι λόφοι απλώνονται γύρω κύματα, κύματα. Το πρόσωπο της γης είναι αυτού στραμμένο ολόκληρο στον ουρανό και στην αιωνιότητα. Και πηλαλάει απάνω του ένας θρασύς, ασύδοτος άνεμος. Μόνο εμείς οι παλαιοί αντάρτες ξέρουμε τι σπαρακτικό τραγούδι είναι όλα αυτά για την ψυχή μας – που οι πρώτες χινοπωριάτικες μέρες μας τότε μας φέρνανε μοναχούς, μακρυά από τον κόσμο, να περνάμε εκεί κρύες, βουερές νύχτες γύρω σε οδυρόμενες φωτιές που πάλευε να τις αρπάξει ο αγέρας λιχνίζοντας απάνω μας στάχτες και χόβολη, να περνάμε και τις ανεμόδαρτες μέρες διαβατικοί κι ο αγέρας κάνοντας τις τρύπιες χλαίνες μας σημαίες ανεμίζουσες και ξετυλίγοντας ατελείωτα τα συναρπαστικά όνειρά μας για την πατρίδα. Όλα αυτά με τον Πρωτοκαπετάνιο μας ανάμεσά μας. Που μαζί του ήταν παιχνίδι και τραγούδι να τις πατάς και να τις υποτάσσεις τέτοιες βουνοκορφές, κι αισθανόσουν ίσος με τους θεούς. Αυτός ήταν ο αρχηγός μας καπετάνιος Άρης.

[Ο Δημήτρης Δημητρίου, «Νικηφόρος», μόνιμος αξιωματικός, έλαβε μέρος στο Αλβανικό μέτωπο, εντάχθηκε απ’ τους πρώτους στον ΕΛΑΣ και αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους καπετάνιους του στη Ρούμελη]

Από το βιβλίο της Βασιλικής Κομπιλάκου, Το χειρόγραφο του αντάρτη. Ο Νικηφόρος του ΕΛΑΣ, μέσα απ' τα μονοπάτια της προφορικής και συναισθηματικής ιστορίας, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα

Δεν υπάρχουν σχόλια: