17/7/16

Η εκπεσμένη κοινωνία και ο ποιητής-παρίας

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Βλάσης Κανιάρης, Εσωτερικό, 1974, εγκατάσταση, μεικτή τεχνική, 110 x 370 x 235 εκ., Ιδιωτική συλλογή


ΣΠΥΡΟΣ ΚΑΤΣΙΜΗΣ, Μεταφορά, εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 56

Δεκαέξι μεμονωμένες συλλογές και δυο συγκεντρωτικές εκδόσεις ποίησης, αρχίζοντας από το κάπως μακρινό 1952, δεν είναι μικρό πράγμα. Δείχνουν κυρίως την αδιάλειπτη παρουσία της ποίησης του Σπύρου Κατσίμη (γεν.1933) σ’ αυτά τα εξηντατέσσερα χρόνια, ενός λυρικού έργου που συναντήθηκε και συμπορεύτηκε με τον μυστικισμό της ενοχικής «ήττας», η οποία διαπνέει ένα μεγάλο μέρος της ποίησης των δυο πρώτων λογοτεχνικών γενεών του ελληνικού μεταπολέμου. Με παραδειγματικές περιπτώσεις αυτές του Τάσου Λειβαδίτη και του Θανάση Κωσταβάρα, του Βύρωνα Λεοντάρη, του Τάσου Πορφύρη, του Ανέστη Ευαγγέλου και του Πρόδρομου Μάρκογλου, αλλά και ορισμένων μεταγενέστερων και αφανέστερων, όπως του Νίκου Αντωνάτου.
Στο έργο του Κατσίμη, προπάντων, η ήττα είναι η συνθήκη που ορίζει τον μεταπολεμικό  άνθρωπο, συνθήκη συμβιβασμών και υποχωρήσεων με τον κανόνα «προόδου» της εποχής, έτσι ώστε τα πολιτικά συμφραζόμενα των γνωστών μας μετεμφυλιακών, καθεστωτικών κολασμών και διώξεων να εμφανίζονται ως το τίμημά της. Συνθήκη, επίσης, που παίρνει τη μορφή ενός ηθικού στίγματος το οποίο  απλώνεται διαπαραταξιακά, καθώς για να επικρατήσει παρακάμπτει ιδεολογίες, πεποιθήσεις και φρονήματα,  εκμαυλίζοντας και καθιστώντας συν τω χρόνω παθητικές και συγκαταβατικές ακόμα και τις συνειδήσεις που είχαν άλλοτε στέρεες αξιακές βάσεις.

Αυτοί που συνεχίζουν να ανθίστανται, σύμφωνα με την ποιητική «φιλοσοφία» του Κατσίμη, όπως αναπτύσσεται και στην πρόσφατη συλλογή του, τη Μεταφορά, είναι όσοι έχουν ξεκόψει από το κυρίως ρεύμα. Οι φαινομενικά ευπαθείς αλλά καθόλου ευάλωτοι. Όσοι έχουν τεθεί εκ πεποιθήσεως ή εκ των πραγμάτων στην περιμετρική  της εκπεσμένης κοινωνίας: οι παρίες, οι παράλογοι κατά την επικρατούσα  συστημική λογική, οι αρνητές της εύκολης επιτυχίας, οι ποιητές εντέλει που με την παρουσία τους αναλαμβάνουν τη διαφύλαξη του καταδιωκόμενου άδολου από τη βουλιμία της γενικής εξαχρείωσης. Γι΄ αυτό και ο εστιασμός σε όλα σχεδόν τα ποιήματα της Μεταφοράς γίνεται πάνω σε ασκητικά πρόσωπα, που έχοντας κρατήσει αποστάσεις από την οικονομική και πολιτισμική χειραγώγηση αποτελούν την αίρεση του γενικού κανόνα! Να ένα: «Έλαβες θέση με τους άλλους δρομείς/ για τα χίλια πεντακόσια μέτρα/ και μόλις δόθηκε το σύνθημα/ τους ακολούθησες στον πρώτο γύρο/ και μετά/ βγήκες από το στάδιο τρέχοντας/ στην έρημη εποχή» («Εκτός μέτρου», σ. 25)
Δεν χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να διαπιστώσουμε ότι το διακύβευμα της ποίησης του Κατσίμη είναι κατεξοχήν ηθικό. Αλλά και συγκρουσιακό την ίδια στιγμή, εφ΄ όσον αντιπαραθέτει στάσεις ζωής και αισθητικές αντιλήψεις που δεν περιορίζονται στην αντίθεση ατομικότητας-συλλογικότητας, αλλά, έτσι όπως απευθύνονται σε μια κοινωνία που νοσεί βαρύτατα από κάθε πλευρά, φτάνουν να θίξουν τη διαστροφική τερατουργία του θεμελιώδους προτάγματος του μοντέρνου, την εξώνηση της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση και το περιβάλλον: «Στο μέρος αυτό η άσφαλτος/ τα κάλυψε όλα./ Έτσι, σαν είδε τον σωρό/ με πέτρες και χώμα/ πλησίασε με λαχτάρα, γέμισε/ τις τσέπες του// με τη γη που ονειρεύτηκε.» («Ο σωρός», σ. 42). Με ετούτη την  έννοια λοιπόν είναι ένα διακύβευμα απολύτως ενοφθαλμισμένο στην ήδη μακρά και παρατεταμένη εποχή της κρίσης - την λέω «μακρά και παρατεταμένη» διότι, όπως θα το έθετε εύλογα ένας λίγο διορατικός νους, η τρέχουσα κρίση επιτάχυνε τη διαδικασία αποσύνθεσης, όντας στην ουσία το επιστέγασμα και η κορύφωση της ηθικής ήττας του μεταπολέμου!
Είναι μια ποίηση ελάσσονος τόνου, χαμηλής φωνητικής κλίμακας, «μικρών ονείρων», κατά τη διατύπωση του ίδιου του ποιητή, που ωστόσο δείχνει καθαρά το τραύμα και τον καημό της. Κάτι που εξάλλου είναι και η σταθερή θέση της εδώ και αρκετά χρόνια. Πρόκειται για ολιγόστιχα και επιγραμματικά ή βραχυσκοπικά ποιήματα, για σύντομες παραβολές που κλείνουν μ’ ένα κάπως εκκρεμές επιμύθιο, και που αναπτύσσονται πολλές φορές ακαριαία γύρω από μια σταθερή αντιπαράθεση του άλλοτε με το τώρα. Ενός άλλοτε κερδισμένου στη νεότητα του ποιητή που η περσόνα του το νοσταλγεί επειδή αυτό έζησε και γνώρισε κι αυτό μόνο μπορεί να αντιτάξει στη δυσανεξία της τρέχουσας ζωής: «[...] επέμενα να σου μιλώ/ για την αξία των μικρών/ αγαπημένων χώρων και πραγμάτων/ και τις μοναδικές στιγμές των αισθημάτων/ από τα χρόνια που δεν ζούσαμε/ τέτοιον ξεπεσμό» («Μεταφορά», σ. 11).
Παράπονο, υπόκωφος θρήνος, οιμωγή, όπως και να ονομάσουμε αυτό το μελαγχολικό μινύρισμα για ό,τι χάθηκε χωρίς επιστροφή, συνεχίζει, αν θεωρούμε χρήσιμες τις συγκρίσεις (αν και δεν συγκρίνουμε αξιακά το ειδικό βάρος του κάθε έργου), την ελεγειακή ρητορική την οποία εγκαινίασε ο Λειβαδίτης μετά το 1965,κρύβοντας κι αυτός το πρόσωπό του, όπως άλλωστε ο Αναγνωστάκης, ο Σαχτούρης και ο Λεοντάρης, στον τοίχο της ήττας που βίωσαν οι πιο ευαίσθητες συνειδήσεις στον μεταπόλεμο.
Ακόμα και η πιο βατή, ευανάγνωστη και ευκρινής ποίηση, σαν του Κατσίμη, μπορεί να ευνοεί δεύτερες αναγνώσεις, έχοντας πίσω από τη ρεαλιστική αναπαράσταση της αφήγησης ενός μικροστιγμιοτύπου, μια ή περισσότερες εικόνες βάθους. Εκεί άλλωστε εν γένει βρίσκεται και η υπεροχή του μεταφορικού λόγου απέναντι στον, συνήθως, αναφορικό λόγο της πεζογραφίας. Στην προκείμενη συλλογή υπάρχει ένα ποίημα, «Η απόλυση» (σ.13) που μπορεί να μην κλείνει το επιμύθιό του ικανοποιητικά από τεχνικής απόψεως, έχει όμως συγκεντρωμένους στις οχτώ αράδες τους συμβολισμούς εκείνους οι οποίοι ανυψώνουν το κατά βάση επουσιώδες του αφηγούμενου περιστατικού, μεταβάλλοντάς το σε σημαντικό και ουσιώδες. Ανάμεσα σε λογιστικά βιβλία και λογαριασμούς παρεισφρέει μια κιτρινισμένη, παλιά ερωτική επιστολή. «Πώς βρέθηκε το κίτρινο χειρόγραφο/ ανάμεσα σε καταλόγους, αριθμούς/ επωνυμίες, κώδικες, λογαριασμούς/ δίπλα στον υπολογιστή σου [...]», αναρωτιέται ο ποιητής. Από μια πλευρά, η παλιά επιστολή είναι ο ταραξίας ή ο παρίας που χαλάει την ευταξία της επαγγελματικής ενασχόλησης, γιατί εισάγει ξαφνικά σ’ έναν κόσμο διαυγή αλλά στερημένο από συναισθήματα τη συγκίνηση της ερωτικής ανάμνησης. Αυτή είναι η πιο φανερή συνθήκη, αλλά υπάρχει και μια άλλη, σ’ ένα δεύτερο πεδίο: το χειρόγραφο γράμμα συνταράσσοντας συναισθηματικά το φασματικό πρόσωπο του λογιστή ενεργεί αποσυνθετικά και αποδομεί την μηχανιστική σχέση εργασίας, καθώς υποκινεί τη φαντασία και τη μνήμη και δημιουργεί σύγχυση εκεί όπου (στο βασίλειο των αριθμών) η σύγχυση είναι ανεπίτρεπτη και μοιραία!  Και φυσικά μια τρίτη που ήδη τη μνημονεύσαμε και που αφορά στα περισσότερα (αν όχι όλα) τα ποιήματα του Σπύρου Κατσίμη, έτσι ώστε να αποτελεί ένα είδος κοινού τόπου προς τον οποίο συγκλίνουν τόσο αυτή όσο και οι προηγούμενες συλλογές του: εννοώ  το αέναο ανακάλεσμα μιας αλλοτινής συνθήκης ζωής που ετοίμαζε με αφέλεια το μέλλον της, χωρίς να υποψιάζεται  ότι με την αθωότητα ένα μονάχα μέλλον προβλέπεται: αυτό του σφαγείου. «Εκείνη τη σημαία που κρατούσες/ στην τελευταία μάχη, ανεμίζοντας/ όνειρα και φαντασιώσεις, ούτε συ/ αν ζούσες τώρα, θα την έβρισκες/ μέσα στις τόσες θλιβερές/ απομιμήσεις.» («Ο σημαιοφόρος», σ.36).
                                                                                                                                        
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: