ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ
Jacqueline Puruntatameri, Jilamara Design, 120 x 40 εκ., ώχρα σε καμβά |
ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ, Λιθοξόος, εκδόσεις
Κέδρος σελ. 88
Η νήσος Χρυσή (υπαρκτή μεν πλην
και μια συνεκδοχή ή ονοματοθεσία της ουτοπικής του χώρας), είναι το νέο
πρόσχημα του ποιητή για να συναντηθεί με τη φύση, να θηλάσει την ομορφιά και τη
σοφία της, να συναρμοστεί με ερωτικό
τρόπο μαζί της (η γη ερωμένη, μάνα, κόρη), να διαλογιστεί επί των δρωμένων που
λαμβάνουν χώρα από ανθρώπους, ζώα και φυτά στην επιφάνεια και τα σπλάχνα της.
Διαβάζει το πέρασμα του χρόνου στα κέρατα των κατσικιών, φέρνει στα πόδια του
τις νύχτες τους αστερισμούς και παραδίνεται με ψυχή και σώμα
σε μια μυστηριακή ένωση με τον κόσμο. Τολμά -σε μια σύζευξη του απείρου με το
εδώ- να “δένει κόμπο τη γη με τον ουρανό”. Θέλει “ευρυγώνια να είναι η όρασή
του”. Aπό όλα τα όντα προσπαθεί να αποσπάσει την
εσωτερική τους ουσία και με τα ξόρκια των λέξεων (όπως τα ρυθμικά
επαναλαμβανόμενα Σάμ-σα, Χάμ-σα) να εισέλθει στο ανερμήνευτο. Ο κόσμος είναι
ένα πελώριο ζώο που ανασαίνει και που ακούμε τους παλμούς του, όταν στήσουμε το
ποιητικό αυτί. Και “ύδωρ αρχή του όλου” (διότι και νήσος, άρα κείμενη μέσα στα
νερά η Χρυσή), παρόντα δε εκεί και τα υπόλοιπα κοσμογονικά στοιχεία: γη-άμμος,
αέρας-άνεμοι, άπειρο-ουρανός-αστερισμοί, φωτιά-έρωτας και όλη η σκέψη άρα των
προσωκρατικών. Μα και αναγωγή, δια του συμπλέγματος αγελάδας-γυναίκας-κυνηγού,
στους πυθαγόρειους, στο σύμβολό τους της ιερής τετρακτύος, ως αρμονίας ύλης και
πνεύματος, ενστίκτων και νου και της θείας τάξης του σύμπαντος. Φυσικά και η ανατολική φιλοσοφία
έχει το μερίδιό της, δια της τελικής απορρόφησης των όντων από το κοσμικό άπαν, τότε που κανείς
γίνεται “ένα με τον καθένα και με το κάθε τι”.
Τα φυσικά τοπία εδώ όμως -δια της
μνήμης- εναλλάσσονται, ή αντιδιαστέλλονται
-σε μικρότερη ωστόσο έκταση- με τα αστικά, τα οποία επισκέπτονται παλιοί
και νέοι νεκροί, η έρημος είναι μια περιστρεφόμενη πύλη εισόδου, ή η κάθοδος
από μια σάπια σκάλα στα καταγώγια της πόλης. Οι γυναίκες του στριπτήζ εκθέτουν
το σώμα τους στα εξ ίσου ένοχα μάτια του παρατηρητή. Πώς η κόλαση τότε γίνεται
το σπίτι μας (εν αντιθέσει με τον φυσικό παράδεισο), πώς πια στα τεχνητά και
νοσηρά αυτά περιβάλλοντα “οι ψυχές δεν θεραπεύονται με φάρμακα”!
Η γλώσσα ωστόσο του δημιουργού
είναι σαν ορυχείο. Σκάβει για να βρει το δικό του πολύτιμο λόγο-κόκκο χρυσού
μέσα στις σκουριές, αλλά και την αντικαθιστά με σιωπή, όταν χρειάζεται (“μάθε σπάνια
να μιλάς...”). Το γνωστό και από άλλοτε πεζόμορφο -αλλά καθόλου πεζό- ιδιαίτερο
ύφος, με τον διάχυτο αναβλύζοντα λυρισμό
και κάποτε (πχ. ποίημα “Οβίδιον”) εκπεφρασμένο με τυπικό δεκαπεντασύλλαβο ή με
το τοπικό ιδιόλεκτο (ποίημα “ο Καλέ
Γιωργάκης”), διανθίζεται σε αυτή τη συλλογή με λεκτικά και νοηματικά στοιχεία
που παραπέμπουν στους σηματωρούς του. Στο ομοιοκατάληκτο ποίημα πχ. με τίτλο “Ο δημιουργός”
επιφαίνεται θεωρώ ο Οδ. Ελύτης. Άλλωστε έχουν οι δυο τους συγγένεια με τον οραματικό τους χαρακτήρα για τη φύση
και τον κόσμο. Ο Σεφέρης επανέρχεται με τη ρήση
“ό,τι πέρασε, πέρασε σωστά”, όταν ο Πρατικάκης λέει “ό,τι δόθηκε, δόθηκε
και μοιράστηκε σωστά”, ή με το “σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα” του πρώτου,
συνομιλεί το “η κραυγή της πέτρας να τρίβει τη μνήμη στην ακονόπετρα” του
δεύτερου και με τον ηδονικό του Ελπήνορα ή με την πλάγια αναφορά στην Κίχλη
του. Ο Κάλβος παρίσταται στο στίχο “των ανέμων κυκλοδίωκτοι κέδροι”, “και με
φως και με θάνατο ακαταπαύστως”. Μνήμη
Σολωμού με το στίχο “άστραψε φως και γνώρισε ο νιος τον εαυτό του” και αμιγώς
με το ύφος και τα μέτρα εκείνου (μια σπουδή στην ποίησή του προγονικού
αρχιτεχνίτη;) το ομοιοκατάληκτο επίσης ποίημα με τίτλο “Το κεράκι της αγάπης”.
Μετά βουτιά στον Αισχύλο με το επίθετο “βαθυχαιτείης”.
Το ποίημα με τίτλο “Με τον τρόπο του Ράινερ Μαρία Ρίλκε”, οδηγώντας αμέσως
στον ποιητή αυτόν και εμμέσως -με το περιεχόμενο επώνυμο Σκαρντανέλι με το
οποίο υπέγραφε στα τελευταία του- στον Χέλντερλιν και στην αναδυόμενη, μέσα από
την ψυχική νόσο, ανάκτηση της απλότητας-αθωότητας, δεν αφήνει αμφιβολίες για
τις επόμενες αγάπες του και την καταχώρηση στις τάξεις των ρομαντικών, όπου
“κράτα ψηλά τη σημαία της ομορφιάς” είναι η επιταγή, που “ενώ στενεύει ο
κύκλος...” “ολοένα ένα μονοπάτι στο ανέφικτο ανοίγεται”, και που “η μαγνητική
ψυχή μόνο από ευγενή μέταλλα έλκεται και έλκει”. Και ο Παπαδιαμάντης δεν θα
λείψει από την προγονική αυτή χορεία της αιμοδοσίας του Πρατικάκη με την
αναφορά στο “σκοτεινό τρυγόνι” του, έστω παραλλαγμένο ως “εγώ ο αλλού τρυγόνι”
στο αιώνιο πένθος για το χαμένο ταίρι του. Φυσικά η μεγάλη του επίδραση -γνωστή
εξ αρχής- είναι ο Ν. Καρούζος, καθώς αποτελεί και το κυρίως θέμα-πρόσωπο
παλαιότερής του συλλογής, εδώ με εκφράσεις όπως “η απληστία, η μεγάλη παγκόσμια
γουρούνα” ή “πασχίζοντας να βάλουν τα βουβά δάκρυα και τους λυγμούς της λάβας
στάλα στάλα στην εναρθροσύνη”, ή “σαν ιερά μυρμήγκια που τραβούν τις
γραμματοσύνες προς τα αστρικά τυπογραφεία τους” και με την “Άμπελο των άστρων”
του αντί της “Ελάφου των άστρων” εκείνου. Και άλλες αναφορές από τον Μπρεχτ μέχρι τον Δάντη, ή τον
ακροτελεύτιο υπαινιγμό στο Σιμωνίδη.
Προφανής λοιπόν με αυτά η σύνδεση: στη νήσο Χρυσή, ο κόσμος βιώνεται με τα
μάτια της παιδικής αθωότητας σε συνδυασμό
με το ποιητικώς οράν που μας χάρισαν οι μεγάλοι δημιουργοί της ενήλικης πια
αθωότητας. Βοηθός η γλώσσα από την οποία ο ποιητής απαιτεί “οι συνειρμοί να
εισχωρούν ο ένας μέσα στον άλλον σε ονειρική συνεύρεση ή σαν σπαθιά στα θηκάρια
τους”. Σ' αυτόν τον τόπο μπορείς εύκολα να ονειρευτείς. Ακόμα κι “ο ύπνος γεννά
ένα βασίλειο ονείρων”. Και υπάρχει εκεί ακόμα και το “αυτοκρατορικό δικαίωμα
στην τεμπελιά”, μια κατάσταση πλήρους ευδαιμονικής αμεριμνησίας και όπου ο
χρόνος σαν σταματημένος στο αεί.
Ο έρωτας, περισσότερο από ποτέ,
είναι παρών στη συλλογή αυτή, σαν έκφραση της “αγίας ηδονής”, σαν πλούτος
αστείρευτος, σαν παραδείσιος χωροχρόνος,
σαν εισαγωγή στη συμπαντική μουσική, σαν φυλή και σαν πατρίδα. Ή ιδανική
ερωμένη (και γιατί να γράφεται τόσο συχνά το γήινο όνομά της; αρκούσε μια
αρχική αφιέρωση, επειδή στην ποίηση απευθύνεσαι σε όλους και πρέπει να
εκφράσεις και το δικό τους αίσθημα, να μιλήσεις επ' ονόματί τους, το γνωρίζει
άλλωστε καλά ο ποιητής αποφαινόμενος κατά το του Σεφέρη πρότυπο “για να μπορούν
αμέριμνα να τρέχουν και να είναι παιδιά μελλοντικών ανθρώπων τα λόγια μας”),
είναι η γυναίκα που την κοιτάζεις και δια μέσου αυτής τον ουρανό, η γυναίκα που η παρουσία της
χαρίζει λέξεις και ποιήματα (“κι απ' το στόμα σου η πρώτη λέξη μου θα φτερουγίσει”),
η γυναίκα που αναμορφώνει και νοηματοδοτεί το γύρω κόσμο. Η γυναίκα με τα
γνωρίσματα-αρώματα του κέδρου, η που “κάνει εύφλεκτα τα σωθικά”, ικανή να
δωρίζει σε μια στιγμή μια ολόκληρη αιωνιότητα.
Αναφορές στο θάνατο, τον άλλο
τόπο του ανθρώπινου λογισμού, δεν θα λείψουν, με αφορμή τους φυσικούς πια
προγόνους. “Στο ξόδι μου δεν επιτρέπω θρήνους και μοιρολόγια”, διατυπώνει ο
παππούς του ποιητή, αλλά και “φεύγει ήσυχος καθώς έπραξε κατά πώς έπρεπε και
δεν τον βαραίνουν ενοχές”. Είναι η άλλη όψη, εκείνη μιας υπεύθυνης ζωής με αυτάρκεια και ελεήμονα διάθεση, καθώς
“ό,τι ήταν να πάρω, το πήρα με παστρικά χέρια” και “ό,τι δόθηκε, δόθηκε και
μοιράστηκε σωστά”. Γενναία οφείλει κανείς να αναχωρήσει, σαν έρθει η ώρα και να
υποταχτεί σοφά στην “κατά την του χρόνου τάξιν”, στη δύναμη της ισορροπίας των
αντιθέτων . Στη ζωή “μόνο μ' εκείνα που δωρίζεις μπορείς να γίνεις κροίσος”
αποφεύγοντας μάλιστα “το συνεχές σηπτικό φαγοπότι”.“Η φρικτότερη πείνα είναι η
αφθονία”, είτε αναφερόμαστε σε κοινωνικά, είτε σε αισθηματικά ζητήματα.
Ένας λιθοξόος λοιπόν ο ποιητής (εκ
των εξεχόντων, ο συγκεκριμένος, ζώντων ποιητών μας), πελεκάει το λόγο, τη
γλώσσα, τη γυναίκα, τον παραδομένο κόσμο, σμιλεύει την ομορφιά. Ίσως οι
παραινέσεις του να αφορούν και άλλους νεώτερους ομότεχνούς του, ή και όλους
μας, όταν καλεί “να είσαι φορέας
αθωότητας” και όταν παρακινεί “στο ευφάνταστο να κωπηλατείς”. Ο σοφός γνωρίζει
να αποσύρεται στην ερημιά, να καταργεί τον εαυτό του και τη μαστροπεία του νου,
ως να του προσφερθεί η χάρη να δει τον κόσμο καινούριο. Κι ύστερα μας δανείζει
τα μάτια του.
Η Κυριακή Αν. Λυμπέρη είναι ποιήτρια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου