27/9/15

Σταριλίκια: Ο Τέρρυ Ήγκλετον, ο θάνατος, κι εμείς

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ

Tony Cragg, άποψη της έκθεσης στο Μουσείο Μπενάκη


Η ομιλία του γνωστού ακαδημαϊκού Τέρρυ Ήγκλετον στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο την Τετάρτη πριν τις εκλογές, ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική: έδειξε πόσο ευαίσθητοι και προσεκτικοί πρέπει να είναι οι διανοούμενοι όσο γερνούν και γίνονται όλο και πιο διάσημοι. Εγώ, τουλάχιστον, στο τέλος της ομιλίας αναρωτιόμουν αν στη συνέχεια ο ομιλητής θα μοίραζε και καθρεφτάκια στους ιθαγενείς μιας χώρας απομακρυσμένης από τα κέντρα των εξελίξεων. Μετά από μια ομιλία χωρίς κανέναν ειρμό, με μπόλικα αστειάκια που θύμιζαν τον Μπομπ Χόουπ (τα περίφημα one-liners με τα οποία άρχισε την καριέρα του ο γνωστός κωμικός, διασκεδάζοντας αμερικανούς στρατιώτες σε εμπόλεμες ζώνες ήδη από το 1941), η ομιλία κινήθηκε σε ένα φάσμα προβληματισμού, από τη θεολογία μέχρι τη λογοτεχνία, από την αρχαία τραγωδία στον Τιτανικό, έπεσαν γνωστά και άγνωστα ονόματα, ενώ έγινε αντικείμενο χλεύης, μέσα από περιγραφές, οριακά ρατσιστικού χαρακτήρα, ο πρύτανης ενός μεγάλου πανεπιστημίου της Νότιας Κορέας, που είχε καλέσει τον ομιλητή να μιλήσει εκεί. Θα μπορούσα να συνεχίσω, αλλά τα παραπάνω είναι αρκούντως ενδεικτικά.
Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία για την ποιότητα του έργου του Ήγκλετον, για το οποίο γνωρίζω λίγα, γιατί η ποιότητά του έχει κριθεί με εξαιρετικά σχόλια από τους ομότεχνούς του, από την κοινότητα των κριτικών λογοτεχνίας, και η επιρροή του έχει υπερβεί τα όρια αυτής της κοινότητας, επηρεάζοντας δημιουργικά έναν σημαντικό αριθμό ερευνητών. Το πρόβλημα, λοιπόν, που έχω δεν αφορά το περιεχόμενο του έργου του.
Το θέμα μου είναι άλλο, και δεν αφορά μόνον τον Ήγκλετον: είναι η συμπεριφορά πολλών σταρ, πολλών διανοουμένων σταρ, οι οποίοι έχουν κατακτήσει το δικαίωμα να πηγαίνουν απροετοίμαστοι, για να μιλήσουν σε αμφιθέατρα και εκδηλώσεις, δίνοντας την εντύπωση πως αρκεί η ίδια η παρουσία τους για να θεωρηθούν σοφίες οι προφανότητες που θα πουν. Ελπίζω να είναι σαφές το πρόβλημα, όπως και οι συνδηλώσεις του στα ημέτερα.

Επί της ουσίας, όμως.           
O Ήγκλετον υποστήριξε ότι “οι ανθρωπιστικές επιστήμες έμειναν χωρίς χρηματοδότηση και μοιραίως περιθωριοποιήθηκαν”. Θεώρησε ότι “οι ανθρωπιστικές επιστήμες θεμελίωσαν τις πολιτισμικές αξίες και την ηθική τους κοινότητα σε μια κουλτούρα η οποία ήταν ακόμη διαχωρισμένη από την πολιτική ενώ ... τώρα οι επιστήμες έχουν γίνει κομμάτι της πολιτικής, έχουν μετατραπεί σε πεδίο σφοδρών πολιτικών συγκρούσεων”. Δεν θα ήθελα να αντιδικήσω αναλυτικά με αυτές τις διαπιστώσεις, αλλά η εντύπωσή μου είναι πως οι ανθρωπιστικές (μαζί και οι κοινωνικές) επιστήμες, ήταν μέρος του πολιτικού και ιδεολογικού, σχεδόν από τις απαρχές τους, τον 18ο αιώνα. Ποτέ δεν ήταν ουδέτερα πεδία, που γενικά καλλιεργούσαν το ανθρώπινο πνεύμα. Το να αναδεικνύεται η σχέση των ανθρωπιστικών σπουδών με την πολιτική ως το βασικό πρόβλημα των ανθρωπιστικών σπουδών σήμερα, είναι μάλλον προβληματικό. Ως προς τη χρηματοδότηση, θα επανέλθω παρακάτω.
Όταν, λοιπόν, σε καλούν να μιλήσεις και έχεις επιλέξει να μιλήσεις για το μέλλον των ανθρωπιστικών επιστημών (μάλιστα με τον δραματικό τίτλο «Ο θάνατος των ανθρωπιστικών σπουδών;») θα πρέπει να έχεις προετοιμαστεί να μεταφέρεις έναν επεξεργασμένο προβληματισμό, για, ορισμένα έστω, ζητήματα, τη στιγμή που η κυρίαρχη ιδεολογία αρχίζει να βαθαίνει τα ίχνη της στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών, με έναν εξαιρετικά σύνθετο και προκλητικό τρόπο. Είναι μια απαίτηση του ακροατηρίου από έναν αριστερό διανοούμενο, που είναι υποχρεωμένος να δει προβλήματα πέρα από την έλλειψη χρηματοδότησης των ανθρωπιστικών σπουδών. Να δει, με άλλα λόγια, πώς καθορίζεται το νέο πεδίο συγκρούσεων εντός των ανθρωπιστικών επιστημών, και πώς, ουσιαστικά, αποτελεί ένα πεδίο όχι μόνο μεθοδολογικών και επιστημολογικών, αλλά πολιτικών και ιδεολογικών, συγκρούσεων.

Ένα από τα πολλά παραδείγματα

Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο γκουρού της νανοτεχνολογίας Eric Drexler, στο κλασικό του έργο Μηχανές της Δημιουργίας, επιχειρηματολογούσε για ένα μέλλον της ανθρωπότητας χωρίς θάνατο. Οι νανομηχανές θα μπορούν να αυτοαναπαράγονται, θα είναι σε θέση να προστατεύουν τα οστά από κατάγματα, να ενισχύουν και να ανανεώνουν τα κύτταρα και τις συνάψεις νεύρων. Αυτές οι αυτοαναπαραγώμενες μηχανές που θα μπορούν να προγραμματιστούν, θα είναι σε θέση να επαναπροσδιορίζουν τα βιολογικά όρια των οστών, των κυττάρων, των μεμβρανών και, τελικά, του ανθρώπινου σώματος. Η μακροζωία θα είναι μία προσωπική επιλογή.
Επιλογή σε έναν τέτοιο κόσμο θα είναι και ο θάνατος. Έτσι, οι νανομηχανές θα μπορούν να γίνονται το αντίδοτο του θανάτου. Το ερώτημα, βέβαια, δεν είναι αν όσα υποστηρίζονται από τους διαμορφωτές αυτής της ουτοπίας είναι πειστικά, όσο ότι προβάλλονται ως δυνατότητες, ως δυνατότητες που θα μπορούν να πραγματοποιηθούν.
Οι προβληματισμοί αυτοί δίνουν το μήνυμα στην κοινωνία όχι μόνο της μακροζωίας, αλλά της δυνατότητας ακύρωσης του θανάτου. Η μοριακή βιολογία, μαζί με την νανοτεχνολογία, κατάφεραν να διαπραγματεύονται ακόμη και την έλευση του θανάτου. Ο θάνατος επέρχεται, επιχειρηματολογούν οι θιασώτες αυτών των θαυμάτων της βιολογίας, μαζί και της νανοτεχνολογίας, όταν το σώμα δεν είναι προγραμματισμένο καταλλήλως. Η νανοτεχνολογία, όμως, μπορεί να προγραμματίζει και να παρεμβαίνει στα κύτταρα. Η μακροζωία θα μπορούσε να είναι ένας ρεαλιστικός στόχος και ο θάνατος μια κατάσταση υπό διαρκή διαπραγμάτευση.
Στον κόσμο αυτό, η μοριακή βιολογία και η νανοτεχνολογία έχουν μια συμβιωτική σχέση. Σχεδόν κάθε μέρα ακούμε και διαβάζουμε για τις μικρές και μεγάλες επιτυχίες της μοριακής βιολογίας. Είτε είναι νέες θεραπείες για τον καρκίνο, είτε είναι η ανακοίνωση για την ανακάλυψη του γονιδίου της ζήλιας ή της εκλογικής συμπεριφοράς, μας εντυπώνεται συνεχώς η άποψη ότι όλα μας τα προβλήματα θα γίνουν κατανοητά και θα επιλυθούν μέσα από τις επιτυχίες της μοριακής βιολογίας. Φαίνεται πως η κοινωνική πρόσληψη των επιτυχιών της μοριακής βιολογίας είναι η αναγωγιστική άποψη, ότι για όλα ευθύνονται τα γονίδια.
Ο αναγωγισμός, εκτός από μία μεθοδολογική ή φιλοσοφική κατηγορία, μετατράπηκε σε μία ιδεολογική κατηγορία. Ο αναγωγισμός έγινε ο βασικός τρόπος μέσα από τον οποίο προσλαμβάνεται η έρευνα στη μοριακή βιολογία, αποτελεί το βασικό χαρακτηριστικό του δημόσιου λόγου των επιστημόνων, των προτεινόμενων ερευνητικών προγραμμάτων αλλά και των εκλαϊκευτικών εγχειρημάτων.
Ο αναγωγισμός, όμως, δεν περιορίζεται μονάχα στον ρόλο των γονιδίων για την κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι έρευνες εγκεφάλου, με τη χρήση τεχνικών μαγνητικού συντονισμού, διαμόρφωσαν μια διαφορετική αλλά αναγωγιστική αντίληψη που συμπληρώνει, όμως, την αντίληψη περί γονιδίων. Ένας ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός ερευνητών ασχολείται με τη μελέτη της νευρονικής βάσης των ανθρωπιστικών επιστημών. Το σκεπτικό αυτών των ερευνητών είναι ότι εάν κάποια χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς εδράζονται στα γονίδια, τότε κάποια άλλα μπορεί να προέρχονται από τους νευρώνες.

Νευρώνες και ανθρωπιστικές επιστήμες
Την άνοιξη του 2014, πραγματοποιήθηκε ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη. Ο τίτλος του ήταν «Η Τέχνη και η Νέα Βιολογία του Νου». Με απεικονίσεις του εγκεφάλου, όταν κάποιος κοιτάζει έναν πίνακα του Μιχαήλ Άγγελου ή διαβάζει ένα σονέτο του Σαίξπηρ, μια νέα κατηγορία «ειδικών» προχωρά σε ερμηνευτικά σχήματα σχετικά με τις τέχνες και την λογοτεχνία. Μόνο που οι ερμηνευτικές αυτές προσεγγίσεις είναι, ουσιαστικά, ο εντοπισμός και η περιγραφή των τμημάτων του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται μέσα από την αλληλεπίδραση ενός ατόμου με ένα έργο τέχνης. Το σημαντικό εδώ είναι ότι μέσα από τέτοιες προσεγγίσεις γίνεται μια απόπειρα να ερμηνευτούν πολιτισμικά φαινόμενα μέσα από τη βιολογία.
Όπως και στην περίπτωση των γονιδίων, ο νευροαναγωγισμός αρχίζει να καθιερώνεται ως ερμηνευτικό εργαλείο για πολλές ειδικότητες στις ανθρωπιστικές σπουδές. Ενδεικτικό αυτών των δραστηριοτήτων είναι οι ονομασίες πολλών ερευνητικών ινστιτούτων, όπως των Ινστιτούτων Νευρο-ηθικής, των Ινστιτούτων Νευρο-αισθητικής, των Ινστιτούτων Νευρο-οικονομίας, των Ινστιτούτων Πολιτισμικής Νευροεπιστήμης, και τόσων άλλων, που ήδη λειτουργούν ή που συνεχώς δημιουργούνται. 
Ταυτόχρονα με την μετατροπή του αναγωγισμού σε μία ιδεολογική κατηγορία, αρχίζει να θεμελιώνεται και μια άλλη προσέγγιση, κυρίως στις κοινωνικές, αλλά και στις ανθρωπιστικές επιστήμες: η μαθηματικοποίησή τους. 
Προβάλλεται ένας μελλοντικός κόσμος, όπου τα πάντα θα μπορούν να υπαχθούν στα μαθηματικά και στη μαθηματική μοντελοποίηση. Είναι μια «υπόσχεση» που αγγίζει όλες τις διαστάσεις της κουλτούρας μας, υποστηρίζοντας ότι είναι δυνατή η μαθηματικοποίηση κάθε είδους ανθρώπινης δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων προφανώς και των διαφορετικών γνωστικών πεδίων. Έτσι, η μαθηματικοποίηση γίνεται το κλειδί ώστε να υπάρξουν οι «σωστές», οι «αντικειμενικές», και οι «ελέγξιμες» ερμηνείες, για τις προσωπικές συμπεριφορές και τα κοινωνικά φαινόμενα. Τα οικονομικά, η κοινωνιολογία, οι πολιτικές επιστήμες, τα νομικά, η γλωσσολογία, η ιστορία και η γνωσιακή επιστήμη είναι ορισμένες από τις ειδικότητες στις οποίες η μαθηματικοποίηση αποτελεί πια ένα διακριτό ερευνητικό πρόγραμμα.
Αυτά τα ερευνητικά πεδία διεκδικούν σήμερα τον χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, με μια πρωτοφανή επιθετικότητα. Για αυτά τα πεδία υπάρχει εντυπωσιακά υψηλή χρηματοδότηση, και με άλλοθι ότι αντιπροσωπεύουν το καινούργιο και, κυρίως, το «αντικειμενικό», νομιμοποιούνται ως χώροι των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών.
Το μεγάλο διακύβευμα, λοιπόν, δεν είναι ο θάνατος των ανθρωπιστικών επιστημών, αλλά η τόσο ριζική αλλαγή παραδείγματος στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Μια βίαιη αλλαγή που δημιουργεί νέους χώρους συγκρούσεων, οι οποίοι διαμορφώνονται με κριτήρια αποκλειστικά εκείνα της ηγεμονικής ιδεολογίας.

Για αυτά, και κυρίως για το πώς θα τα διαχειριστούμε ως αριστερά, δυστυχώς δεν ακούσαμε τίποτα στην ομιλία. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: