ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Πριν από λίγες εβδομάδες κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις
«Κέδρος» τα Άπαντα τα ποιητικά του Κώστα Βάρναλη (1884-1974), δηλαδή ως
«συγκεντρωτική έκδοση» της ποίησής του και περιλαμβάνει τις έξι συλλογές που
είχαν κυκλοφορήσει αυτοτελώς από τις ίδιες εκδόσεις – από τους Πυθμένες
(1904) ώς τη μεταθανάτια Οργή λαού (1975) – καθώς και μία ανθολόγηση
ποιημάτων που έκανε ο ίδιος ο ποιητής το 1956. Συγκρατώ από τους τελευταίους
του στίχους (Οκτώβριος 1974) τον αναστοχασμό για την ποιητική του:
«Με πάθος την αλήθεια φανερώνω,
μα ποιος μ’ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά.
Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει,
όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου»…
Θα μπορούσε πράγματι η συγκεντρωτική αυτή έκδοση να διαβαστεί
σε ενιαία διπλή οθόνη, δηλαδή σε συσχετισμό με τις αισθητικές του επεξεργασίες
για να διαφανούν έτσι πληρέστερα οι δίοδοι ποίησης και ποιητικής του Βάρναλη,
ακόμη και για την ανάδειξη της χρονικής τους αντιστοίχησης και με στόχο την
πλαισίωση της συνολικής του «αυτονεκρολογίας», όπως θα σημείωνε κι ο ίδιος.
Κατά την ολοκλήρωση της ιδεολογικής του «μεταστροφής»
εμφανίζεται στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής και των θεωρητικών της
προϋποθέσεων με το πολυσυζητημένο βιβλίο του Ο Σολωμός χωρίς Μεταφυσική
και ιδίως με τις μικρότερες εργασίες που δημοσιεύθηκαν στην Αναγέννηση
και τη Νέα Εστία. Φυσικά εδώ θα μας απασχολήσει όχι ο ποιητής αλλά ο
αισθητικός Βάρναλης που για να θεμελιώσει τις αναλύσεις του ως κριτικός
της λογοτεχνίας επεξεργάζεται τις θεωρητικές της αρχές στον φιλοσοφικό καμβά
του μαρξισμού.
Αποσαφηνίζοντας το σύνδεσμο της τέχνης με τις
κοινωνικές συνθήκες υποδεικνύει ξανά την ανάγκη να διαφορίζονται οι
«πραγματιστικές» από τις «αξιολογικές» κρίσεις. Συναφώς διακρίνει στην τέχνη
την αποστολή της «κοινωνικοποίησης» του συναισθήματος μέσα από τις μορφές
που γεννά το ελεύθερο «ξέσπασμα των ψυχικών και πνευματικών μας δυνάμεων». Εδώ
όμως θα υπογραμμίσει ότι τόσο στις «κατώτερες» όσο και στις «ανώτερες» τέχνες
η «ανιδιοτέλεια» δεν παρουσιάζεται ποτέ «καθάρια», εφόσον η «αστική τέχνη»
αποσκοπεί στην υποστήριξη των «καθεστωτικών ιδανικών» και αντίστοιχα η
«επαναστατική» στην υπονόμευσή τους.
Ο
Βάρναλης συνεργάσθηκε με όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά περιοδικά της κομμουνιστικής
(και όχι μόνο) Αριστεράς του μεσοπολέμου, διακριβώνοντας συνάμα χωρίς
δισταγμό τις επιδράσεις που δέχεται η «επαναστατική τέχνη» από τους «τρόπους
της αστικής τάξης και όχι σπάνια από την ψυχολογία της». Η αυτονόητη παρουσία
των «μικροαστικών στιγμάτων» στο έργο των λογοτεχνών που ζουν σε καπιταλιστικό
καθεστώς αναβάλλει για μια τουλάχιστον γενιά μετά την κοινωνική επανάσταση τη
δυνατότητα να γεννηθεί «πλέρια προλεταριακή τέχνη». Αυτά όμως τα «στίγματα»
δεν μπορούν να τους αφαιρέσουν τον «τίτλο και τη δράση του επαναστάτη». Η υπόμνηση επίσης
ότι η δικαιοδοσία του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» εξαντλείται στο πεδίο της πεζογραφίας
συνοδεύεται με την έκφραση επιφυλάξεων για την περίπτωση εμφύτευσής του σε
χώρες που διαφέρουν από την κοιτίδα του.
Οι αποστάσεις που κρατά ο Βάρναλης από την
επίσημη αισθητική θεωρία, η οποία κωδικοποιείται στο όνομα του
«μαρξισμού-λενινισμού», λειτούργησαν και ως δικλείδες αυτοάμυνας στις
διαδοχικές επικρίσεις που εκτοξεύονταν από τους διερμηνευτές αυτού του κώδικα της λογοτεχνικής κριτικής
ενάντια στους «ιδεαλιστικούς ρύπους», τον «απολεμικό κομπογιαννιτισμό» και το
«παραγνώρισμα της μάζας» στη σκέψη του. Η τελευταία μάλιστα κατηγορία ενισχύεται
με την υπόδειξη να «ζυγώσει πιο πολύ τις μάζες» και να μελετήσει τη
«μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία».
Επιφυλλιδογράφος,
για βιοποριστικούς λόγους, στον Ανεξάρτητο (όπως και στην Πρωΐα)
ξαναθυμάται τα στάδια της πνευματικής του πορείας, υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει
σχολείο «αταξικό», διαβεβαιώνει ότι μόνο η «ματεριαλιστική» μέθοδος ερμηνείας
των «εγκόσμιων» ερματίζει τον νου και δεν τον αφήνει να «παραδέρνει σα φτερό
στον κάθε άνεμο» και διαπιστώνει ότι η «προλεταριακή τέχνη» χρησιμοποιεί τον
«ωμό ρεαλισμό» και την ειρωνεία ή ότι η «επαναστατική τέχνη» μετατρέπεται σε
«φορέα της κοινωνικής επανάστασης». Στη μετακατοχική περίοδο γράφει στον Ρίζο
της Δευτέρας (όπως και αργότερα στην Αυγή) και στην Κομμουνιστική
Επιθεώρηση, οπότε θα στηλιτεύσει τον υπερρεαλισμό που αντικατέστησε το
«λογοκρατημένο κ’ ενσυνείδητο δούλεμα του λόγου» με το «ασυνείδητο και άλογο
παραλήρημα» υποβοηθώντας έτσι την ιδεολογική ενίσχυση της «Αντίδρασης».
Ο
Βάρναλης, τόσο στο ποιητικό όσο και στο αισθητικό πεδίο, κατασκεύασε το profile του ως διανοούμενος της Αριστεράς
κατά τη δεκαετία του ’20, ακριβέστερα από το Φως που καίει ώς την Αληθινή
απολογία του Σωκράτη, όταν δηλαδή γνώρισε τη «λευτεριά στο σκλάβωμα σε
κάποιο ιδανικό σωστό» και προσπάθησε να ξεσηκώσει με τους «Σκύθες» τους
«σκλάβους» για να γίνει «κουρνιαχτός ολάκερ’ η δημοκρατία των ‘αρίστων’». Αν
πολιτικά κινήθηκε ως «παροδίτης» της κομμουνιστικής Αριστεράς, τούτο του
επέτρεψε τη διατύπωση αντιρρήσεων ως προς την ευστοχία των αισθητικών
θεωρημάτων της «προλεταριακής τέχνης» και του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού».
Αρκέσθηκε πάντως στα δόκιμα εκφραστικά μέσα της γενιάς του και αξιοποίησε
την αισθητική μαθητεία του στο Παρίσι για να επεξεργασθεί κριτικά την εφαρμογή
του «ιστορικού ματεριαλισμού» στη σφαίρα της λογοτεχνικής κριτικής.
Αν στην
ποίησή του εντοπίζουμε τη μακρά «αναστολή» της πρωτότυπης παραγωγής, ώσπου
δηλαδή να εμφανισθούν οι συλλογές του Ελεύθερος κόσμος (1964) και Οργή
λαού (1975), στις αισθητικές δοκιμές που επιχείρησε δεν υπήρξε καμιά
συνέχεια. Ίσως ήταν η απόρροια της δεκαετίας της «μεταστροφής», όταν πράγματι
μεγάλη σημασία αποκτούσε η θεωρητική της δικαίωση. Τούτο άλλωστε υπενθυμίζει
η αναδημοσίευση κειμένων αυτής της περιόδου σε περιοδικό της μετεμφυλιακής
Αριστεράς, με ανοιχτούς ορίζοντες στην τέχνη και
τις ερμηνευτικές της προσεγγίσεις, που τον τίμησε και συνάμα έδωσε
την ευκαιρία να αναδειχθεί η ποιότητα της ιδεολογικής του «μεταστροφής»,
κάποτε μάλιστα σε συστοιχία με τις επισημάνσεις της μεσοπολεμικής
κριτικής.
Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει
Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Ovostem C, 2003, αρχειακή εκτύπωση σε χειροποίητο χαρτί, λάδι, 21 x 29 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου