14/8/13

Βαλίτσα από τη Βαστίλλη

ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΡΟΥΛΛΙΝΟΥ

Μάρω Φασουλή, Άτιτλο, 2009, μικτή τεχνική σε χαρτί, 250 x 150 εκ.
Ήρθαν πιο νωρίς. Οι άνδρες της μεταφορικής εταιρείας. Πιο νωρίς απ’ ότι τους περίμεναν, κι αυτό τους αποσυντόνισε  τελείως. Ο Πάνος σκέφτηκε ότι δεν θα προλάβουν, τον έπιασε το άγχος κι άρχισε να ιδρώνει, εκείνη, η θυγατέρα, η δική της αγωνία άρχισε ν’ ανεβαίνει από τα πόδια προς τα πάνω, να της μουδιάζει το κορμί, αλλά για  πολύ διαφορετικούς λόγους. Για κείνην, οι λόγοι δεν ήταν άλλοι παρά οι ίδιοι που εδώ και ένα μήνα καθυστερούσε. Έμπαινε κι έβγαινε στα δωμάτια, ορθάνοιχτες οι μπαλκονόπορτες, και οι κουρτίνες, που δεν έλεγε να τις ξεκρεμάσει, αναποφάσιστες πήγαιναν πέρα δώθε στο αεράκι. Ξεκινούσε μια δουλειά και την άφηνε στη μέση. Καθόταν στην καρέκλα ή στο κρεβάτι με το βλέμμα απλανές ή πάλι ακουμπισμένο για ώρα πάνω σε κουτιά, βιβλία, άδειες βαλίτσες που την περίμεναν –η προσμονή των πραγμάτων, όχι δική της. Σκαρφάλωνε στο σκαλάκι, έσερνε τα χειμωνιάτικα από τα πάνω ντουλάπια, επέστρεφε στο πατάρι και έχωνε σε σακούλες τα χαλιά, έπιανε το τηλέφωνο, σχημάτιζε τον αριθμό κλήσης και πριν  τον ήχο –εκείνο το ντριννν στα σπίτια των φίλων– το έκλεινε. Κρατούσε σταθερά  κόλλες χαρτιού, στυλό - που όλη την ώρα το έχανε, στην άρνηση κι αυτό βουτηγμένο, σερνότανε να ψάχνει, κάτω από έπιπλα και στοιβαγμένες κούτες, έβριζε, κατέβαζε τα παλιά ρολά και βροντούσε την πόρτα πίσω της. Τα παλιά ρολά: α, ναι, το σπίτι στην επαρχία είχε διπλά τζάμια για καλή μόνωση, από αλουμίνιο φυσικά, και ο θόρυβος; Αυτό το νυχτερινό  ρολάρισμα του κυλιόμενου ξύλου καθώς ο ιμάντας με τα ξέφτια, λεπτά ξέπνοα κομμάτια σπάγκου, αποτυπώματα χιλιάδων δαχτύλων, στις παλιές πολυκατοικίες του καραμανλικού εκσυγχρονισμού. Έλεγε η μάνα της πως, αν μπορούσαν ποτέ ν’ ανοίξουν τα μυαλά των ανθρώπων της γενιάς της και  ν’ ανατμηθούν οι αύλακες της μνήμης τους, εκείνα τα ρολά θα κατείχαν κυρίαρχο ρόλο – πως μοιάζουν οι λέξεις, τώρα μόνο το προσέχει.

Κατέβαινε την Μπενάκη, σαν για πρώτη φορά, έστριβε την Αραχώβης,  και στεκόταν στο παλιό ψιλικατζίδικο. Το σπίτι του Λαπαθιώτη κάπου εδώ γύρω, και ο Ρίτσος έμενε στη Μεθώνης, και, κοίτα να δεις, σε κάδους σκουπιδιών στην Ζωοδόχου Πηγής βρέθηκαν χειρόγραφα του Παπαδιαμάντη. Οι γωνιές των ποιητών καβάντζες τώρα των άστεγων, και τα πρεζόνια μόλις νυχτώσει μπαινοβγαίνουν στο νεοκλασικό με τά ακροκέραμα. Οι προκηρύξεις μπροστά στην εκκλησία, εβδομήντα τρία ήταν αυτό, Φλεβάρη μήνα. Φτάνει, από την δική σου ταινία, μητέρα, αυτά. Η δική μου ταινία; Θα σου πω για κείνο το Δεκέμβρη, το δικό μου Δεκέμβρη της οδού Μεσολογγίου,  ή, μήπως προτιμάς για το κλειστό πια ψιλικατζίδικο – δεν πάει άλλο, το κλείνουμε αύριο, της είπε ένα βράδυ ο φίλος του καπνού και των ασήκωτων κυριακάτικων εφημερίδων. Γύρισε προς το τζάμι, τράβηξε το χαρτί, παραδίδονται μαθήματα ελληνικών, τιμές λογικές, έστρεψε προς εκείνη και της το έβαλε στο ανοικτό της χέρι.  Καιρός για αποφάσεις, μουρμούρισε. Και πάλι πίσω. Το χαρτί και το μολύβι, να μαρκαριστούν κούτες και λοιπές συσκευασίες μεταφοράς υλικών, υλικά ζωής, μη αναλώσιμα, και τα πολυφορεμένα, παπούτσια, ρούχα, να  οδεύουν στο παζάρι δεύτερο χέρι.  
-Έχασα αγαπημένα πράγματα στη μετακόμιση μετά το πτυχίο. Κοίτα, μη χάσεις και συ, μιλούσε η μάνα στο κινητό,  «Όχι,  εγώ θα βάλω τον Ηρόδοτο στην μπλε βαλίτσα». Κάγχασε. Άναψε τσιγάρο, και, «θα μετακομίσει σώος και αβλαβής, θα σας τον χαρίσω κιόλας, με κούρασε πια, κι αυτός και οι Ιστορίες του». Με την πρώτη ρουφηξιά του τσιγάρου ακούμπησε την πλάτη στη συρόμενη πόρτα του καθιστικού, παραπάτησε, το βάρος του σώματος ώθησε την πόρτα με το κρύσταλλο ακόμη πιο μέσα στη σχισμή του τοίχου, κράτησε τα πόδια σταθερά πάνω στο ωραίο πάτωμα, α, ναι, το καμάρι της: αυτές οι παλιοκαιρίτικες πολυκατοικίες των Εξαρχείων με τα δρύινα πατώματα. Άκουσε ένα σβουν, κοφτό,  επαναλαμβανόμενο, γύρισε  προς το δωμάτιό: η θέα περιορισμένη από την στοίβα με τις κούτες,  αλλά αρκετή  για να δει το εργατόπαιδο της μεταφορικής εταιρείας μ’ ένα μηχανικό κατσαβίδι να κατεβάζει από τον τοίχο τα ράφια. Από τα ξεβιδώματα πέρασαν στο αμπαλάρισμα, σώριαζαν και έδεναν κι έσφιγγαν, οι κούτες γέμιζαν, έκλειναν, ο σπάγκος κυλούσε γύρω τους και στο πάτωμα έφευγε μαλακά,  στενό  μονοπάτι, ή πάλι φίδι φαρμακερό στα χέρια, σφιχτά, κι άλλο, ή, πιο σφιχτά, κοφτές κουβέντες τώρα πια, η ώρα περνούσε, ο χρόνος μεγάλη πολυτέλεια, ο χρόνος μιας μετακόμισης δεν είναι αυτός του χρονομέτρου, μα πάλι, ναι, του χρονομέτρου μιας ζωής παρελθούσης που βγάζει τη γλώσσα στο σκοτεινό παρόν. Κι οι κόλλες του χαρτιού πιάνονταν πάνω στα κουτιά, μικρά, μεγάλα, και οι αριθμοί λαμπρότατοι στο κατακόκκινο χρώμα τους. Νούμερο ένα, δύο, εβδομήντα διαφορετικά δέματα, μικρά και μεγάλα, εβδομήντα αποσκευές μετρημένες κατέβαιναν τη σκάλα, τροχοδρομούσαν πνιγμένες σε αντιφατικά συναισθήματα, ανέβαιναν στο φορτηγό εβδομήντα ειδών σκέψεις και σαραβαλιασμένες προσδοκίες, κουζινικά ταλαιπωρημένα, έπιπλα με σημάδια από γέλια και ξενύχτια και την καύτρα των τσιγάρων,  σεντόνια ερώτων ατελέσφορων και ζεστά παπλώματα των πρωινών της ανεργίας, σακβουαγιάζ με ρούχα που αρνήθηκαν να πάνε στα παζάρια ή στους κάδους της φιλευσπλαχνίας,  και μια παλιά, κουρελιασμένη  πετσέτα των πιάτων   έμεινε μπροστά στο σφουγγαρισμένο σαλόνι. Κατάχαμα. Με την μυρωδιά του απορρυπαντικού από τα τελευταία πλυσίματα ακόμη πάνω  της σήκωνε το χέρι και κουνούσε το μαντήλι του αποχαιρετισμού.
...........
-Κόκκινη!
-Όχι. Μπλε. Και, να σου πω: την είδες την τιμή; 
-Την είδα, αμάν, όλο ταξίδια θέλεις, πάρε και μια βαλίτσα της προκοπής να σε πηγαινοφέρνει.
Πάνω εκεί ο Πάνος έσκασε στα γέλια. Το μάτι τους είχε σκαλώσει στις μεγάλες όμορφες βαλίτσες γνωστής φίρμας. Το πώς βρέθηκαν εκεί, αν και μοιάζει φερμένο από άλλη ιστορία, εδώ ανήκει, «πάμε»  του είχε πει, «χόρτασα πάλι Ιστορία. Πάμε για shopping therapy», και χώθηκαν στο υπερκατάστημα δυο μόλις βήματα από την Πλατεία της Βαστίλης. Είχαν για ώρα περπατήσει ένα γύρω την πλατεία: «τι νόμιζα η ανόητη ότι θα βρω, το φρούριο με τους οχτώ πύργους; Ή, μήπως θα άκουγα τις οιμωγές των κρατούμενων;» Ίσως εκείνη η ριζωμένη βαθιά συνείδηση άλλων καιρών, καιρών που έφεραν την άνοιξη στην γηραιά ήπειρο, ίσως η ανάγκη να δεις εκείνο που με προσοχή έχεις προσχεδιάσει, ή, έχουν για σένα προσχεδιάσει οι νύχτες αγρύπνιας των καταλήψεων και νεανικών διαβασμάτων, τέλος πάντων, μια πλατεία και αυτή της Βαστίλης όπως όλες τις άλλες, τίποτα το σπουδαίο. «Τα σπουδαία μέσα στο μυαλό μας, άντε πάρε την, την ακριβή βαλίτσα, λέω.»
Έσυραν το νέο απόκτημα μαζί τους αφού πλήρωσαν με πλαστικό χρήμα και αραξοβόλησαν στο καφέ της γωνίας. «Σε τούτα τα παρισινά καφενεία δεν είναι που άνοιξε τα φτερά του ο Διαφωτισμός; Και μεις; Τα κλειδώσαμε σε φιρμάτες βαλίτσες;»
............
-Μη, το φώναξε με μίσος. Μη... Μεσημέρι πια, η μέρα στην ώρα της ενηλικίωσής της, δεν τής φταίει το παιδί, το μεροκάματό του κυνηγά, πιο κάτω άλλη μετακόμιση το περιμένει, φεύγουν πολλοί, αφήνουν πίσω τους το Άστυ, και άνοιξαν γραφεία στην πλατεία Κάνιγγος για την μετανάστευση στη Αυστραλία, ή μήπως  προτιμάτε πιο κοντά; Κοίταξε την βαλίτσα, αγορασμένη από τους γονείς στην πλατεία της Βαστίλης, την έφερε πριν από χρόνια μαζί της, λες και ήθελε να καταλάβει εξ εφόδου την Αθήνα,  έσκυψε: «Πιο σιγά, έχω μέσα τον Ηρόδοτο», του είπε. Και κείνο, καθώς η σκούφια του κρατούσε από πολύ μακριά, δεν κατάλαβε, την κοίταξε με κακία, «εγκό  βιάζεται» είπε,  «έχεις άντροπο μέσα;» 

Δεν υπάρχουν σχόλια: