Οι δακτύλιοι του Κρόνου (εκδόσεις Άγρα) του W. G.
Sebald είναι μια Ιστορία του κακού ανάλογη με την
Ιστορία της τρέλας του Φουκώ
ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ
Στο μυθιστόρημα αυτό, ο γερμανός συγγραφέας, αντιμέτωπος
με έργα καταστροφής και εκμηδένισης ενός πανίσχυρου και μαζί ανίσχυρου κακού, μεταδίδει
σε πρώτο πρόσωπο τη δική του εμπειρία, υιοθετώντας την προοπτική του πουλιού
που βλέπει από ψηλά τα πράγματα των ανθρώπων, ώστε να έχει τη σύνολη θέα τους.
Στα
δέκα κεφάλαια του βιβλίου, ο Ζέμπαλντ αφηγείται τις διαδρομές που κάνει στην Ανατ.
Αγγλία, αναζητώντας τα σημάδια που άφησαν πραγματικές καταστροφές, μέσα στην φύση
και μέσα στην ιστορία. Ανοίγει, έτσι, με τη μνήμη και τη φαντασία, ομόκεντρους
κύκλους σε ολοένα μεγαλύτερη ακτίνα, έτσι ώστε από το ορμητήριό του στην Ανατ.
Αγγλία, να μεταφέρει τον αναγνώστη στο Βελγικό Κονγκό των αρχών του 20ού αιώνα,
στην Κίνα του β΄ μισού του 19ου αιώνα, στις Δυτικές Ινδίες, και όπου
αλλού εντοπίζει, μέσα από έρευνες, έργα εκμηδένισης και θανάτου. Ο αναγνώστης γίνεται,
έτσι, μάρτυρας του κακού που διέπραξαν πρόσωπα που διασώζονται σε μαρτυρίες και
αρχειακό υλικό.
Η
ορμή, όμως, του θανάτου που κατακυριεύει την Φύση και την Ιστορία, ανοίγει τον δρόμο
για την ορμή του έρωτα και της δημιουργίας. Έτσι, οι ιστορίες του κακού στην Φύση
και την Ιστορία διανθίζονται από τις υπαρξιακές και ερωτικές περιπέτειες
συγγραφέων (Ντιντερό, Σατωμπριάν, Κόνραντ κ.ά.), όπως και από πράξεις, ασχολίες,
τρόπους ύπαρξης πραγματικών, άγνωστων σε εμάς προσώπων, που ο συγγραφέας
ζωντανεύει, έχοντας διαβάσει τις πραγματείες, τα ημερολόγια ή τις επιστολές
τους ή αναθυμούμενος στιγμές που μοιράστηκε μαζί τους, στα χρόνια της ζωής του
στην Αγγλία.
Συναντούμε,
έτσι, στις σελίδες του βιβλίου, ανθρώπους που εναντιώθηκαν στο κακό, υπερασπιζόμενοι
μέχρι θανάτου αθώα θύματα, ή που αφοσιώνονται στην καλλιγραφία, στην εκμάθηση
γλωσσών, στην εκπόνηση λεξικών, στο γράψιμο ημερολογίων, στις κατασκευές
μόντελιν, στην ανθοκομική, στη δενδροφύτευση, στη διδασκαλία ή στην λογοτεχνική
συγγραφή κ.α., μέσα σε συνθήκες εντατικής παραγωγικής και εμπορικής
δραστηριότητας που προήγαγε ο καπιταλισμός από τον 17ο αιώνα και
μετά, με την σπάνι και την πλησμονή να εισδύουν η μία στην άλλη και να γίνονται
ένα. Καθώς ο συγγραφέας μας θέτει το ζήτημα της ελευθερίας στη συνάρτηση της με
το ζεύγμα καλού-κακού, έρχεται στο προσκήνιο η ηθική που θέσμισε η Δύση, τους
τρεις τελευταίους αιώνες
***
Σε
αντίστιξη με την αρχαιοελληνική ηθική, που συνάγει τις αντιλήψεις της για το
αγαθό και το δίκαιο από την κοσμική τάξη όπως την όριζαν η αρχαία φυσική και η
μεταφυσική, η Δύση, τον 18ο αι., μη μπορώντας να σκεφτεί το αγαθό με
βάση τη μηχανιστική σκέψη και το μηχανιστικό κοσμοείδωλο που την δέσμευε, ούτε
με το οικονομικο-πολιτικό σύστημα που ανέπτυξε, θέσμισε μια προταγματική ηθική που
υπαγόρευε το δέον σύμφωνα με τον πρακτικό λόγο και τους κανόνες του.
Το β΄ μισό
του 20ού αι., όταν γίνεται αισθητή η αποσάρθρωση των αξιών του Διαφωτισμού, και
η αντικατάσταση της ηθικής αγωγής των καταναλωτών από το χρήμα ως δέλεαρ, ανάλογες
δεοντολογικές ηθικές εισηγούνται ρυθμίσεις χαοτικών καταστάσεων, οι οποίες δεν
προκύπτουν από τη γνώση των αιτίων που τις προκάλεσαν ούτε από την κριτική
αποτίμηση των συνεπειών τους, με αποτέλεσμα οι ρυθμιστικές αρχές που προβάλλουν,
να οδηγούν στην συγκάλυψη μάλλον, παρά στην ανασύνταξη του χάους που μαρτυρεί
το κακό. Είναι σα να προσπαθούν να διευκολύνουν την κυκλοφορία, μέσα σε κυκλοφοριακά
συστήματα που φτιάχνονται και χρησιμοποιούνται με βάση συμφέροντα που μονίμως παραβιάζουν
το δέον, αλλά δεν το δείχνουν.
Καθώς η
σύγχρονη επιστήμη συνδέει το χάος με την απροσδιοριστία, την οποία αντιπαραθέτει
στην συμπαντική νομοτέλεια, η αναγκαιότητα μέσα στην Φύση φαίνεται να
αντιπαλεύει την ελευθερία μέσα στην Ιστορία. Η σκηνή όμως της Ιστορίας δεν διαφέρει
εντέλει από το σκηνικό της φύσης, πράγμα που μετατρέπει την ελευθερία σε
αίνιγμα.
Αν
εξαιρέσουμε κάποιες υπαρξιακές φιλοσοφίες του 20ού αιώνα, ελάχιστες είναι
οι οντολογικές θεωρίες που επιχειρούν να λύσουν το αίνιγμα αυτό, στη συνάρτησή
του με το ζεύγμα καλού-κακού. Οι προϋποθέσεις για τη λύση του εντοπίζονται στον
γερμανικό ιδεαλισμό και ειδικότερα στον Χέγκελ, όπου η γνώση-αυτογνωσία, ως κοινός
παρανομαστής της ηθικής και της πολιτικής, είναι διαδικασία χειραφέτησης, χάρη
στην υπέρβαση των αντιθέσεων που εξασφαλίζει η άρνηση (κριτική) ως εφαλτήριο
του αναστοχασμού. Ό,τι παρεκκλίνει από την υπερβασιακότητα, αντιτίθεται στην γνώση-αυτογνωσία
και συνεπώς στη χειραφέτηση με τη μορφή μιας στατικής, πεπερασμένης ψευδο-εμμένειας
που απηχεί το κακό.
Πριν
από τον Χέγκελ, ο Σέλλινγκ συνέδεσε την ελευθερία με τη συνάρτηση καλού-κακού,
στο πλαίσιο μιας ρομαντικής-ρεαλιστικής φιλοσοφικής ανθρωπολογίας. Εδώ, το κακό
δεν εξισώνεται με την άγνοια και το καλό με την υπέρβασή της. Η ελευθερία αποσπάται
από τη θετικότητα της γνώσης και, σε συνάρτηση με το αρνητικό συναίσθημα, οδηγεί
στη διάπραξη του κακού που νοηματοδοτεί την ελευθερία ως πάλη εναντίον του,
εφόσον η διάπραξή του δρομολογεί την επιτέλεση του καλού. Για τον Σελλινγκ, η
ελευθερία εκδηλώνεται με έργα κεντρόφυγων δυνάμεων, φθοράς και διάλυσης, μέσα
στην Φύση, αλλά και καταστροφής και εκμηδένισης, μέσα στην Ιστορία.
Η εκμηδένιση
και καταστροφή, ως εκδηλώσεις του κακού, οφείλονται στην κακή χρήση της
ελευθερίας που προκαλεί φυσική και κοινωνική αταξία. Το κακό ως ελατήριο
αντιστροφής των αληθινών αρχών που κανονίζουν τα ανθρώπινα πράγματα του ιστορικο-κοινωνικού
κόσμου, δεν συνδέεται με τη δυσαρμονία ή την έλλειψη ενότητας, όσο με την ψευδή
αρμονία και την ψευδή ένωση. Ο Μαρξ, όταν χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό ως έναν αντεστραμμένο
κόσμο, θεωρεί ότι η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, που είναι το ελατήριο αυτής της αντιστροφής,
ενσαρκώνει το πνεύμα του κακού, κατά Σελλινγκ.
Όμως,
παρά τη δύναμή του να αναποδογυρίζει καταστάσεις και πράγματα, το κακό δεν έχει
τη δύναμη της αυθυπαρξίας. Γι’ αυτό και κατανοούμε την ψευδότητα των
ψευδοενώσεων μόνον με βάση τις μορφές αληθινής αρμονίας και αληθινής ένωσης που
συνδέονται με το αγαθό, στον πυρήνα του κακού. Με το αγαθό στον πυρήνα του, το
κακό, παρά την εξαιρετική δύναμή του, υποκινεί μιαν εναλλαγή πτώσης και
ανόρθωσης, εκμηδένισης και δημιουργίας. Για τον Σελλινγκ, μόνο μέσα από τη
διάλυση μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία και την αξία της ενοποίησης.
Αν ο
Ζέμπαλντ με πήγε στον Σέλλινγκ, είναι γιατί οι Δακτύλιοι του Κρόνου είναι ένα αριστοτεχνικά διεξαγμένο πείραμα επαλήθευσης
όσων λέει ο Σέλλιγκ στις Έρευνες πάνω
στην ανθρώπινη ελευθερία (1809). Το έργο αυτό διαβάστηκε και από τους Χέγκελ
και Μαρξ, και από τους Νίτσε και Χάιντεγγερ, και τις απολήξεις τους, με αποτέλεσμα
να εξακολουθούμε να βλέπουμε την ελευθερία στη διάπραξη του κακού και του καλού
μέσα από τη δική του πρωταρχική ματιά.
Πράγματι,
ο Σέλλινγκ άνοιξε τον δρόμο για τη γενεαλόγηση της κατεστημένης ηθικής και την
επαναξιολόγηση των αξιών της που επιχείρησε ο Νίτσε. Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκε
και ο Φρόυντ, μετατοπίζοντας την πάλη καλού-κακού από την Ιστορία στην
ψυχολογία, εγκαινιάζοντας την εμβάθυνση στον σκοτεινό και ασυνείδητο ψυχισμό. Εδώ,
η σύγκρουση της σεξουαλικής ενόρμησης με την ενόρμηση του θανάτου αποτυπώνεται στις
ψυχικές παραστάσεις που προκαλούν αισθήματα ηδονής και οδύνης.
Ο Φρόυντ
θεώρησε ως λύση της σύγκρουσης των δυο ενορμήσεων τον έλεγχο της σεξουαλικής επιθυμίας
από το Υπερεγώ. Μέσω, όμως, του ελέγχου που υφίσταται, η ερωτική επιθυμία μεταστρέφεται
σε ορμή του θανάτου, διεγείροντας τα επιθετικά ένστικτα της εκμηδένισης ή της
αυτο-εκμηδένισης . Αυτό το αναποδογύρισμα του κακού υποχρέωσε τον Φρόυντ να μετριάσει
τον έλεγχο του Υπερεγώ με την απώθηση της ερωτικής επιθυμίας, την οποία ο Λακάν
ανάγει σε κλειδί της ψυχαναλυτικής θεραπείας.
Αντίθετος
με την φροϋδική και την λακανική λύση της σύγκρουσης καλού-κακού, ο Μαρκούζε, ο
Κάλας, ο Καστοριάδης κ.ά. αναζήτησαν τη λύση της σύγκρουσης στη μετουσίωση που
μικραίνει το χάσμα ανάμεσα στην αρχή της ηδονής και την αρχή της πραγματικότητας.
Η μετουσίωση συνδέεται με την αναζήτηση του ωραίου και του υψηλού, ως πάλη
εναντίον του κακού που μορφοποιεί η καλλιτεχνική δημιουργία ή η πολιτική πράξη.
Για τον Μαρκούζε, η αντιστροφή της μετουσίωσης σε απομετουσίωση που προκαλεί η
εντατικοποίηση του τεχνολογικού εξορθολογισμού απαξιώνει τη δημιουργικότητα έναντι
της κατίσχυσης και της εκμηδένισης.
Όταν ο
Χάιντεγγερ στην Εισαγωγή στη Μεταφυσική
(1935) ταύτιζε το ον/είναι με τη θέληση για κατίσχυση, επιμένοντας ότι το είναι-εδώ
καταδαμάζει και βιαιοπραγεί, επεδίωκε την απομετουσίωση του γερμανικού
ιδεαλισμού, αντίθετα με τον Μαρξ και την Σχολή της Φρανκφούρτης που αποκατέστησαν
την αυθαίρετη θεμελίωση και εφαρμογή του. Αυτό το φάσμα της απομετουσίωσης πλανάται
εδώ και πολλές δεκαετίες πάνω από την Ευρώπη, νεκρώνοντας το ιστορικο-κοινωνικό
φαντασιακό της.
Η
Αλεξάνδρα Δεληγιώργη διδάσκει Φιλοσοφία στο ΑΠΘ και είναι συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου