Ένα εργαλείο προπαγάνδας
ΤΗΣ ΛΗΔΑΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Ο ναζισμός, όπως και κάθε άλλη μορφή φασισμού,
εκμεταλλεύτηκε τις φοβίες και τις φαντασιώσεις των κατωτέρων αστικών στρωμάτων
με προλεταριακή καταγωγή και μηδαμινή παιδεία. Αξιοποίησε όμως, όσο καμία άλλη,
τα αισθήματα ανασφάλειας αλλά και του φθόνου που αυτά έτρεφαν έναντι της
απρόσιτης ελευθεριάζουσας κουλτούρας και του τρόπου ζωής των αστών και των
μεγαλοαστών.
«Εκπρόσωποι της αντίστασης [των Γερμανών αστών στο
ναζιστικό καθεστώς] τόνισαν επανειλημμένα», γράφει ο γερμανός ιστορικός, Χανς
Μόμσεν, «ότι ανήκαν σ’ αυτήν μέλη όλων των πολιτικών αποχρώσεων και όλων των
κοινωνικών στρωμάτων». Εν τούτοις, αυτή που ελάχιστα συμμετείχε ήταν η κατώτερη
αστική τάξη, που υποστήριξε, σχεδόν ενωμένη το εθνικοσοσιαλιστικό πείραμα...».
Ο Μόμσεν, ειδικός στην έρευνα του ναζισμού, μιλά για μια «αντίσταση χωρίς λαό»,
μια και οι σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές οργανώσεις είχαν εξαρθρωθεί έγκαιρα
και αποτελεσματικά.
Οι μάζες των μικροαστών, οι πληγείσες από την
οικονομική κρίση της δεκαετίας του ’20, είναι οι «Πρόθυμοι δήμιοι, οι
εκτελεστές του Χίτλερ», όπως τις ονοματίζει στο βιβλίο του ο αμερικανός
ιστορικός Ντάνιελ Γκόλντχαγκεν. Όχι γιατί διαπνέονται από ένα ιδιαίτερο
εθνικιστικό μένος. Αλλά, κυρίως, γιατί διακατέχονται από εντελώς κοινά ένστικτα,
που ξύπνησε μέσα τους η ρατσιστικά εφαρμοζόμενη πολιτική του εγκληματικού
καθεστώτος των ναζί: πρόκειται για τις κοινωνικές παροχές –μόνο για
καθαρόαιμους γερμανούς και ιδίως τους στρατιώτες- τα κοινωνικά προγράμματα
(π.χ. εκδρομές για τη νεολαία του κόμματος), την πλήρη απασχόληση στα
εργοστάσια του πολέμου, την κατάσχεση των περιουσιών των εβραίων, τη
λαφυραγώγηση των κατεχόμενων κρατών.
«Το ολοκαύτωμα παραμένει ακατανόητο, όσο δεν
αναλύεται ως η συνεπέστερη μαζική ληστεία μετά φόνου της σύγχρονης ιστορίας»,
γράφει ένας άλλος ιστορικός, ο Γκέτς Άλυ, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Το Λαϊκό
Κράτος του Χίτλερ».
Αυτοί οι «τρομερά φυσιολογικοί άνθρωποι» είναι το
πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια του σπόρου μιας τρομερής και μοναδιαίας στα
χρονικά της ανθρωπότητας συστηματικής εξόντωσης συνανθρώπων τους. Με τη
βοήθεια, φυσικά, του μεγάλου κεφαλαίου, που επωφελείται τόσο από την ανάπτυξη
της πολεμικής βιομηχανίας όσο και από την απώθηση του «κινδύνου του
κομμουνισμού». Οι εβραϊκής καταγωγής γερμανοί έμποροι και διανοούμενοι, πιστοί
ή μη, αποτελούν τον εύκολο, προσιτό στόχο. Η απομάκρυνσή τους αποφέρει απτά
υλικά αγαθά σε όσους μένουν πίσω, πλούσιους και φτωχούς. Οι παρεκκλίνοντες του
κανόνα, που τόσο τρομάζουν με τη διαφορετικότητά τους, ακολουθούν. Είναι οι
Ρομά και οι ομοφυλόφιλοι, οι ψυχικά ασθενείς και φυσικά οι αντιφρονούντες
κομμουνιστές.
Εν αρχή ην η προπαγάνδα, η οποία δια στόματος του
πανίσχυρου εκφραστή της και ιδρυτή του Πολιτιστικού Επιμελητηρίου του Ράιχ, Γιόζεφ
Γκαίμπελς, έθεσε το 1935 τα όρια «της ελευθερίας της καλλιτεχνικής δημιουργίας
στα όρια που της θέτει η πολιτική και όχι η καλλιτεχνική ιδέα». Το γνώριμο και
το τετριμμένο προκαλεί εφησυχασμό, το άγνωστο και το ξένο αναστάτωση. Σε αυτό
στηρίχτηκαν ολόκληροι αιώνες χειραγώγησης των μαζών και μέσω της τέχνης. Σε
αυτό στηρίχτηκαν και οι εκφραστές των ολοκληρωτικών καθεστώτων, προβάλλοντας σε
γιγαντιαίες διαστάσεις νατουραλιστικές αποτυπώσεις του πραγματικού.
Οι δαιμόνιοι εμπνευστές του θηριώδους «οικοδομήματος
του Γ’ Ράιχ» χρειάζονται ένα αισθητικό εποικοδόμημα, για να προβάλλουν την
αίγλη του. Να κρύψουν την «κοινοτοπία του κακού» μέσα στη «στερεοτυπία» των
μορφών έκφρασής του. Το αναβαπτίζουν μέσα στους μύθους της κλασσικής
αρχαιότητας. Σε αντίθεση με τους ιταλούς φασίστες, που προσεταιρίζονται την
τέχνη της αποθέωσης της ταχύτητας, του φουτουρισμού. Προσφεύγουν στα
συντηρητικά ανακλαστικά ενός αυταρχικά διαπλασμένου και φοβισμένου, μέσω της
τρομοκρατίας τους, πλήθους. Το συνδέουν με τις θεωρίες περί καθαρότητας και
υπεροχής της λεγόμενης Αρείας Φυλής. «Η
τέχνη είναι πάντα η δημιουργία ενός συγκεκριμένου αίματος... και θα γίνει
κατανοητή μόνο από πλάσματα του ιδίου αίματος». Αυτά δηλώνει στο βιβλίο -πολιτιστική
βίβλο του ναζισμού- με τον τίτλο «Ο μύθος του 20ού αιώνα», το 1930, ο
επικεφαλής του Κέντρου Εθνικοσοσιαλιστικών και Εκπαιδευτικών Ερευνών, Άλφρεντ
Ρόζενμπεργκ. Έτσι ο Αδόλφος Χίτλερ μπορεί, λίγους μήνες μετά την άνοδό του στην
εξουσία, να ανακοινώσει πανηγυρικά, τον Μάρτη του 1933, ότι «το αίμα και η φυλή θα γίνουν ξανά η πηγή
της καλλιτεχνικής ενόρασης».
Προέχουν τα έργα που διαμορφώνουν το δημόσιο χώρο,
οικοδομήματα και γλυπτά. Αυτά καθορίζουν το νέο πρόσωπο της «αυτοκρατορίας»,
προβάλλουν την ισχύ της Αρείας φυλής, καθυποτάσσουν τους αμόρφωτους ή
ημιμορφωμένους οπαδούς της, αναπτερώνοντας το ηθικό τους. Τα επιβλητικά κτίρια
που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας και υπουργός εξοπλισμών(!) Άλμπερτ Σπέερ, μιλούν
από μόνα τους με το μέγεθος και τα εκλεκτικιστικά στοιχεία που τα συγκροτούν. Ο
Σπέερ θέλει να μεταλλάξει το Βερολίνο σε πρωτεύουσα της κυριαρχίας του κόσμου,
να πείσει το ηττημένο στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο έθνος για την ανωτερότητά του.
Είναι ενδεικτική η αίθουσα που έφτιαξε για την Καγκελαρία του Ράιχ, η οποία
υπερέβαινε σε διαστάσεις την «Αίθουσα Καθρεφτών» του Ανακτόρου των Βερσαλλιών.
Χωρίς όμως να συνδέει, όπως το πρότυπό της, το πραγματικό με το φαντασιακό.
Τα μνημειώδη γυμνά σώματα του ευνοημένου γλύπτη
Γιόζεφ Τόρακ ή του Άρνο Μπρέκερ, τα
επηρεασμένα από την αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή τέχνη, αποτελούν μιαν
απονεκρωμένη αποτύπωση του ανθρώπινου σώματος. Θυμίζουν, μέσα στη μαρμάρινη
ψυχρότητά τους και την εξεζητημένη, «μπαρόκ διάταση» των χειρονομιών τους, τα
μνημειώδη σώματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Λες και τα έγδυσαν από
οποιοδήποτε προσωπικό συναίσθημα και από οποιανδήποτε σωματικότητα. Γι’ αυτό
και κανείς δεν τα θυμάται. Όπως κανένας δε θυμάται την «Κρίση του Πάρι», του
προβεβλημένου ζωγράφου του Γ΄ Ράιχ, Ίβο Σάλιγκερ, και χιλιάδων άλλων δημιουργών
ιδεαλιστικών αναπαραστάσεων βουκολικών τοπίων ή αγροτικών οικογενειών,
παραδοσιακών γυναικών που ασχολούνται αποκλειστικά με τα παιδιά και την
κουζίνα.
«Η αιώνια
γερμανική τέχνη» του Φύρερ, όλοι αυτοί «που δημιουργούσαν όχι για τον εαυτό
τους αλλά για το λαό», με στόχο να εξαλείψουν την κατακριτέα ελευθερία της
υποκειμενικότητας του μοντέρνου, έσβησαν μαζί με την κατάρρευση του ναζισμού. Αντίθετα,
μένουν στη μνήμη εκείνοι οι καλλιτέχνες που έφτιαξαν, κατά τους ναζιστές, τα
«πρόσωπα της τρέλας και της παρακμής», τα εμπνευσμένα από την τέχνη των λαών
της Αφρικής και της Ωκεανίας. Αυτοί που εκτέθηκαν ως «Εκφυλισμένη τέχνη», τον
Ιούλιο του 1937 στο Μόναχο: Ο Μπάρλαχ, ο Νόλντε και ο Κίρχνερ, ο Σαγκάλ, ο
Πικάσο, ο Βαν Γκογκ και ο Ντιξ, και χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην «εβραϊκή τέχνη».
Συγκρίθηκαν, για να το καταλάβουν και οι πιο απλοί
πολίτες, με έργα ψυχικά ασθενών και διανοητικά καθυστερημένων. Με τη βοήθεια
συνθημάτων που τα συνόδευαν, όπως «Η τρέλα γίνεται μέθοδος», «Το ιδανικό:
Κρετίνος και Πόρνη», «Η προσβολή της Γερμανίδας Γυναίκας». Εξωτερίκευσαν τον
εσωτερικό κόσμο των δημιουργών τους και επεδίωκαν την επικοινωνία με το θεατή. Διαδήλωσαν,
εν τέλει, σύμφωνα με τον Αντόρνο ότι «η τέχνη παραμένει ζωντανή μόνο μέσα από
τη δύναμη της κοινωνικής της αντίστασης».
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
1. «Widerstand im Dritten Reich, Probleme, Ereignisse,Gestalten», hrsg.von Hermann Graml, Fischer Taschenbuch Verlag 1994.
2. Max Horkheimer,
Gesellschaft im Uebergang, Aufsaetze, Reden und Vortraege 1942-1970, Fischer,
Taschenbuch Verlag 1972.
3. Hannah
Arendt, «Ο Άιχμαν στην
Ιερουσαλήμ», Έκθεση για την Κοινοτοπία του Κακού, μτφρ. Bασίλης Τομανάς, Κέδρος 2009.
4. Γκέτς Άλυ, «Το Λαϊκό Κράτος του Χίτλερ», μτφρ.
Νίκος Δεληβοριάς, Κέδρος 2009.
5. Ντάνιελ Γκόλντχαγκεν, «Πρόθυμοι δήμιοι: Οι
εκτελεστές του Χίτλερ», μτφρ. Τάσος Ρόκας, Terzo Books 1999
6. Peter Adam, Die Kunst im Dritten Reich, Hamburg 1992
7. Robert Thoms, Grosse Deutsche Kunstausstellung, Muenchen 1937-1944, berlin
2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου