27/10/12

Υπό την επικυριαρχία του φασισμού

Το κατοχικό ελληνικό κράτος

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Η Ελλάδα θα γινόταν «Καλιφόρνια της Ευρώπης», έγραφε ο γερμανικός Τύπος το 1942-43. Όταν όμως, στα τέλη του ’44, ο γερμανικός στρατός αποχωρούσε, η κατεστραμμένη Ελλάδα θύμιζε κάθε άλλο παρά Καλιφόρνια. Οι γερμανικές υπηρεσίες κλήθηκαν τότε να κάνουν τον απολογισμό και να βρουν τα αίτια. Τα πορίσματά τους περιγράφουν μεν υπαρκτές αδυναμίες, παραβλέπουν όμως τον καταστροφικό ρόλο των ίδιων των Γερμανών, μεταθέτοντας το σύνολο σχεδόν των ευθυνών στους Έλληνες και τους Ιταλούς. Στο κείμενο αυτό θα παρουσιαστούν συνοπτικά τα πιο ενδιαφέροντα πορίσματα από μία, κυρίως, τέτοια έκθεση που σήμερα βρίσκεται στα γερμανικά στρατιωτικά αρχεία (Φράινμπουργκ).

Ο «μεγάλος ασθενής»

Κατά τον συντάκτη, η κακή λειτουργία του ελληνικού κρατικού μηχανισμού έφερε καίρια ευθύνη για την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα. Σημαντικό μέρος του επαρχιακού διοικητικού μηχανισμού είχε καταφύγει στις μεγάλες πόλεις. Η διοίκηση των επαρχιών είχε γίνει δυσχερής, αφού στις εκεί υπηρεσίες είχε παραμείνει μικρός αριθμός κατωτέρων υπαλλήλων με ελλιπή προσόντα. Επιπλέον, οι περισσότεροι υπάλληλοι εργάζονταν τόσο όσο χρειαζόταν για να μη δίνουν την εντύπωση της πλήρους απραξίας. Παντού ανθούσε η τυπολατρία, η γραφειοκρατία και η διαφθορά. Η έκδοση υπηρεσιακών αποφάσεων καθυστερούσε για μήνες. Οι υπάλληλοι απαιτούσαν «δώρα» για να κάνουν τη δουλειά τους και κανένας πολίτης δεν διαμαρτυρόταν, παρά μόνο αν το «δώρο» ήταν δυσανάλογα μεγάλο. Έτσι ο κρατικός μηχανισμός είχε χάσει το κύρος του και οι πολίτες απευθύνονταν στα πολιτικά γραφεία ή στις αρχές κατοχής.

Τα αίτια της «ασθένειας»

Πρώτη αιτία για την κατάσταση αυτή θεωρούνταν, κατά τους Γερμανούς, η αλλοίωση των «γνήσιων και υγιών» Ελληνικών χαρακτηριστικών, λόγω της μακροχρόνιας δουλείας, της συναναστροφής με τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου και της επί αιώνες μετανάστευσης άλλων λαών στη χώρα (φαίνεται πως ο συντάκτης υιοθετεί τη θεωρία Fallmerayer). Η απληστία και η αδιαφορία για τον συνάνθρωπο είχαν ως συνέπεια, κατά την έκθεση, την ένταση της λαθρεμπορίας και της κερδοσκοπίας, κατάσταση που καταγράφεται ως «Λεβαντινισμός». Παραβλέποντας τις πραγματικές αιτίες της κρίσης, η κερδοσκοπία και το λαθρεμπόριο παρουσιάζονται όχι μόνο ως αιτίες των οικονομικών προβλημάτων, αλλά και της «ηθικής εξαθλίωσης» της χώρας. Όμως παρά τα νομοθετικά μέτρα οι παραπάνω πρακτικές μεταδίδονταν και σε «ηγετικές προσωπικότητες του κράτους και της οικονομίας».
Επιπλέον, ο ελληνικός λαός, σε αντίθεση με τον γερμανικό, χαρακτηριζόταν ανώριμος, εγωιστής, απείθαρχος και τεμπέλης. Η αγαπημένη του απασχόληση ήταν αυτή του (μη παραγωγικού) μικροπωλητή, ενώ απόφευγε κατά το δυνατόν τη βαριά εργασία, γεγονός που αποδιδόταν μάλλον στο ζεστό κλίμα. Ο συντάκτης, βλέποντας πλήθος Ελλήνων να κάθονται από το πρωί στα καφενεία και στις ταβέρνες, απορούσε πώς έβγαζαν τα προς το ζην...
Επόμενη αιτία θεωρήθηκε η «ιταλική κληρονομιά»: Οι Ιταλοί είχαν απομακρύνει πολλούς «ικανούς και ανιδιοτελείς» αξιωματούχους από τις θέσεις τους, αντικαθιστώντας τους με άτομα χωρίς προσόντα που συχνά έβλεπαν την υπηρεσία ως επιχείρηση και βυθίζονταν στην απραξία για να μην κάνουν εχθρούς. Επιπλέον, οι Ιταλοί δεν αποδείχθηκαν απλώς ανεπαρκείς στην αντιμετώπιση των «συμμοριτών», αλλά –μετά την πτώση της Ιταλίας– ακόμη και ολόκληρες μονάδες τους προσχώρησαν στους αντάρτες.
Ως τρίτη αιτία αναγνωριζόταν η οικονομική ένδεια της χώρας και των δημοσίων υπαλλήλων. Σ’ αυτή κυρίως οφείλονταν τόσο τα φαινόμενα δωροδοκίας, όσο και η παραμέληση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους, αφού πολλοί έψαχναν για δεύτερη δουλειά, συνήθως εμπορικής φύσης.
Τέταρτη αιτία λογιζόταν η κυριαρχία του νεποτισμού, που διόγκωνε τον κρατικό και οικονομικό μηχανισμό με στρατιές αναξιοκρατικά διορισμένων. Μια συνήθης οικογενειακή στρατηγική για την εξασφάλιση του επαγγελματικού μέλλοντος της οικογένειας ήταν η εξής: οι συγγενείς μάζευαν τις αποταμιεύσεις τους για να «βοηθήσουν» τον πλέον έξυπνο και φιλομαθή ανάμεσά τους να σπουδάσει. Όταν αυτός αργότερα κατάφερνε να εξασφαλίσει ένα καλό πόστο, ήταν άγραφος νόμος να διορίσει όσο γινόταν περισσότερους από την οικογένειά του, ακόμα και αν χρειαζόταν να δημιουργήσει τις κατάλληλες θέσεις εκ του μηδενός. Κατά συνέπεια, κυβέρνηση και βιομηχανία θεωρούνταν ευρέως ως οργανισμοί συνταξιοδότησης κομματικών φίλων και συγγενών.
Τέλος, η δράση των ανταρτών, ειδικά του ΕΛΑΣ, καθιστούσε ακόμα δυσχερέστερο τον κρατικό έλεγχο μεγάλου μέρους της χώρας, ωθώντας ακόμα περισσότερους δημόσιους λειτουργούς να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη ή για το βουνό. Κατά την έκθεση, πάντως, η δράση του ΕΛΑΣ είχε και μια θετική συνέπεια για τους ίδιους τους Γερμανούς: «ο φόβος των Μπολσεβίκων» είχε ωθήσει τον ΕΔΕΣ να αναστείλει την δράση εναντίον των δυνάμεων κατοχής και να στραφεί κατά του ΕΛΑΣ. Όσον αφορά τους πολιτικούς, οι εθνικοσοσιαλιστές της Εθνικής Ένωσης Ελλάδος είχαν περιορισμένη επιρροή στο λαό, παρά την έντονη προπαγάνδα υπέρ τους, ενώ τα περισσότερα από τα αστικά κόμματα κρατούσαν στάση αναμονής. Μόνο οι πρωθυπουργοί και κάποιοι υπουργοί των κυβερνήσεων κατοχής (ειδικά της τελευταίας) θεωρούνταν πολιτικά χρήσιμοι. Ωστόσο, η λειτουργία των ίδιων των υπουργείων χαρακτηριζόταν γενικά ως αναποτελεσματική. Για παράδειγμα, όπως αναφέρεται σε άλλη έκθεση, το υπουργείο οικονομικών αδιαφορούσε για τα κέρδη από τις γερμανικές παραγγελίες που κάποιοι βιομήχανοι, αν και συχνά χρεωμένοι προπολεμικά, επένδυαν στο χρηματιστήριο, όπως και για εκείνα που αποκόμιζαν από τον πληθωρισμό κερδοσκόποι, έμποροι και προμηθευτές της Βέρμαχτ. Επιπλέον, οι έμμεσοι φόροι δεν ακολουθούσαν τον πληθωρισμό, περιορίζοντας ακόμα περισσότερο τα κρατικά έσοδα, ενώ οι αγρότες απέδιδαν στις αρχές μόνο όσες ποσότητες σε είδος τούς υπαγόρευαν οι «συμμορίτες».

Μια «θεραπεία» που δεν προχώρησε

Ανάμεσα στα διάφορα μέτρα που αποφασίστηκαν από τους Γερμανούς για να μειωθούν τα δημόσια έξοδα και να στηριχθεί η δραχμή, ήταν και η μείωση του προσωπικού των ελληνικών δημοσίων υπηρεσιών. Επιπλέον με τις απολύσεις των ανεπαρκών κατά προτεραιότητα υπαλλήλων στόχευαν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού.
Όμως η απόφαση αυτή συνάντησε την αντίδραση των ελληνικών κατοχικών αρχών που –αν και διορισμένες από τους Γερμανούς- είχαν μάλλον περισσότερη επιτυχία από τη σημερινή κυβέρνηση στην αντίκρουση των σχετικών αιτημάτων. Η κυβέρνηση κατοχής είχε προχωρήσει σε μια «κοινωνική πολιτική» μέσω διορισμών, αφού δεν είχε άλλο όπλο για να κερδίσει την όποια λαϊκή υποστήριξη παρά μόνο τη διανομή τροφίμων και θέσεων εργασίας στο δημόσιο -οι υπάλληλοι της Τράπεζας της Ελλάδος, για παράδειγμα, είχαν αυξηθεί κατά 50%. Τα νέα για τους αθρόους αυτούς διορισμούς είχαν φτάσει και στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Μία έκθεση προς τον Τσουδερό έκανε λόγο για διορισμό 15.000 νέων υπαλλήλων στις κεντρικές υπηρεσίες της «ψευδοκυβερνήσεως», για «ρουσφέτια και κακοήθειες» που υπερέβησαν «και αυτήν την αλησμόνητον κοσμογονίαν του μακαρίτου Κονδύλη του έτους 1935».
Υπερασπιζόμενη τους διορισμούς αυτούς η ελληνική κυβέρνηση κατοχής πρόβαλε ως επιχειρήματα απέναντι στις γερμανικές απαιτήσεις, εκτός από την απώλεια πολιτικής υποστήριξης, το γεγονός πως οι περιορισμένοι πληθωριστικοί μισθοί αντιπροσώπευαν ένα μικρό μέρος των εξόδων. Επιπλέον, αν υπολογίζονταν και τα έξοδα για την οικονομική ενίσχυση των απολυόμενων, η όποια εξοικονόμηση θα εκμηδενιζόταν. Οι γερμανικές αρχές, μη θέλοντας να προξενήσουν ακόμα μεγαλύτερη αναταραχή, περιορίστηκαν τελικά στην επιβολή παγώματος προσλήψεων και προαγωγών. Αντίθετα υιοθετήθηκε η πρόταση για απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα, γεγονός που μάλλον αποτέλεσε την αιτία για την εκτέλεση του αρμόδιου υφυπουργού (Καλύβα) από την Οργάνωση Προστασίας Λαϊκού Αγώνα.

Τότε και τώρα

Από τα παραπάνω διαφαίνονται οι ρατσιστικές αντιλήψεις για την ανωτερότητα των «γνήσιων αρίων» Γερμανών και την κατωτερότητα των «ανατολιτών». Έτσι ήταν φυσικό οι ευθύνες για την κακή κατάσταση της Ελλάδας να αποδίδονται αποκλειστικά στους «διεφθαρμένους» ανατολίτες κατοίκους της και στους ανίκανους νοτιοευρωπαίους Ιταλούς. Το ανησυχητικό είναι ότι τέτοιου είδους αντιλήψεις συνεχίζουν να επιβιώνουν και μάλιστα, τελευταία με την κρίση, επανέρχονται δριμύτερες. Στον ευρωπαϊκό βορά π.χ. ακούγονται συχνά οι χαρακτηρισμοί «τεμπέληδες, διεφθαρμένοι και απατεώνες νότιοι», αλλά και αντίστροφα, μέσα στην Ελλάδα προβάλλεται η φυλετική ελληνική ανωτερότητα από υπερεθνικιστικούς κύκλους σαν τη Χρυσή Αυγή.
Τέλος, αν και τέτοιες εκθέσεις έχουν αυτονόητα προβλήματα, παρατηρεί κανείς πως περιγράφουν κάποια από τα υπαρκτά δεινά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, όπως ρουσφέτια, αναξιοκρατία, αδυναμία ή αδιαφορία για τη εξάλειψη της μεγάλης φοροδιαφυγής, και όσα παρόμοια ταλανίζουν και σήμερα τη χώρα. Οι πρακτικές αυτές ασφαλώς προϋπήρχαν και δεν δημιουργήθηκαν από κάποια «αριστερή ιδεολογική κυριαρχία» της Μεταπολίτευσης, αλλά επιβίωσαν και συχνά επεκτάθηκαν εξαιτίας μακροχρόνιων κυβερνητικών πολιτικών επιλογών.

Ο Βασίλης Μανουσάκης είναι υπ. διδάκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια: