Ν.
Επισκοπόπουλος: Μια ισχυρή και συγκροτημένη πνευματική-κριτική προσωπικότητα,
που αρνείται την ηθογραφία και προαναγγέλλει τον μοντερνισμό, σχεδόν
αποσιωπημένος μέχρι σήμερα
ΤΟΥ
ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΣ, Επιλογή κριτικών κειμένων
από το Άστυ και το Νέον Άστυ, Φιλολογική επιμέλεια Ν. Μαυρέλος, Νεοελληνική
Βιβλιοθήκη, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, τόμοι 2
Ο
Νικόλαος Επισκοπόπουλος (Ζάκυνθος 1874 - Παρίσι 1944) πρωτοεμφανίστηκε στα
Γράμματα το 1893, δημοσιεύοντας, με την παρότρυνση και τη μεσολάβηση του
συμπατριώτη του Γρ. Ξενόπουλου, το διήγημα «Ut diese mineur» στο Άστυ. Έκτοτε,
και για μία ολόκληρη δεκαετία, μόνιμος συνεργάτης της ίδιας πάντα εφημερίδας,
δημοσιεύει διηγήματα, επιφυλλίδες, χρονογραφήματα, θεατρικές κριτικές, ως και
άρθρα εκλαϊκευμένης ιατρικής· μέχρι τη στιγμή (πιθανότατα το 1906) που,
απροειδοποίητα εντελώς, πήγε στο Παρίσι, όπου, με το ψευδώνυμο Nikolas Segur
και με τη βοήθεια, αρχικά, του Ανατόλ Φρανς, έγινε ευρύτατα γνωστός και
αποδεκτός ως κριτικός και μελετητής, κυρίως όμως ως μυθιστοριογράφος.
Από το πρώτο κιόλας διήγημά του («Ut
diese mineur») και από όλα, σχεδόν, όσα δημοσιεύτηκαν στη συνέχεια, στο Άστυ,
κάτω από τον χαρακτηριστικό τίτλο «Τρελλά Διηγήματα» -αλλά και σε άλλα έντυπα
της εποχής-, εύκολα θα μπορούσε κανείς να συγκαταλέξει τον Επισκοπόπουλο
ανάμεσα στους πρώτους μεταπαλαμικούς πεζογράφους (Ροδοκανάκης, Νιρβάνας,
Χρηστομάνος κ.ά), οι οποίοι επηρεάστηκαν, στη ζωή και στο έργο τους, από τον
αισθητισμό («Ο Επισκοπόπουλος, σημειώνει ο Ξενόπουλος, έχει όμμα ιδιοφυές
καλλιτέχνου. Βλέπει τα πράγματα υπό όλλως αλλοίαν όψιν και κάθε του γραμμή
φέρει την σφραγίδα της ατομικής αυτού, της ιδιαιτέρας αντιλήψεως. Περιγράφει τα
λεπτότερα πράγματα, τα λεπτότερα χρώματα, τα λεπτότερα αρώματα, τους
λεπτότερους ήχους, εκείνα τα οποία εκφεύγουν την κοινήν αίσθησιν, τόσον εις τον
υλικόν, όσον εις τον ηθικόν κόσμον»).
Μακριά από γλωσσικούς φανατισμούς και ακρότητες, ενήμερος των λογοτεχνικών και των καλλιτεχνικών δρωμένων της εποχής του, με βαθύτατες επιρροές από το πνεύμα της Επτανησιακής Σχολής -με ό,τι αυτό συνεπάγεται-, φανατικός αναγνώστης, «μαθητής» του Ροΐδη, θαυμαστής του Πόε, πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά των Πεζών Ποιημάτων του Μπωντλέρ, αντιμετώπισε με επιφύλαξη τις κυρίαρχες, στον ελλαδικό χώρο, ηθογραφικές τάσεις στην πεζογραφία και την επιμονή-εμμονή του Παλαμά και των συγχρόνων του προς το μεγάλο και το υψηλό. Αισθητιστής και ιδιότυπος συμβολιστής, με επιδράσεις από τον Μαλαρμέ, τόλμησε να έρθει, κατά τη δεκαετία της εντονότατης παρουσίας του στα ελληνικά γράμματα, σε ρήξη με το λογοτεχνικό, «ελληνοκεντρικό», κατεστημένο, προκαλώντας τις αναμενόμενες αντιδράσεις των παλαμικών κύκλων, αλλά και του ίδιου του Παλαμά. Ο οποίος λέει ότι ο Επισκοπόπουλος είναι «παραγεμισμένος, νους, μνήμη, φαντασία [...] με ξένα βιβλία και αναγνώσματα, πολύ ολίγον σχετισμένος με τα εγκύκλια μαθήματά μας, ακόμη λιγώτερο γνωρισμένος με την οποιαδήποτε φιλολογία μας, την έμμετρη και την πεζή, και τη δημοτική και την τεχνική», έχοντας προηγουμένως, με την κριτική του οξυδέρκεια, επισημάνει ότι ο πεζογράφος «παραμέρισε την τοπιογραφία [βλέπε ηθογραφία] κι έδωκε πλέον ευρύχωρη θέση στη μουσική μονωδία, κι άλλαξεν, έτσι, τη δυνατή και πλαστική κι εύρωστη πρόζα με την πλέον κυματιστή και πολυκίνητη και λιγοθυμισμένη ποίηση»· εντοπίζοντας, με άλλα λόγια, τα στοιχεία εκείνα που εκ των υστέρων θα συμβάλουν στο να θεωρηθεί, ο Επισκοπόπουλος, σαν ένας αθόρυβος προάγγελος των νεωτερικών αφηγηματικών τρόπων στην Ελλάδα και, βέβαια, στη διαμόρφωση των αισθητικών του προτύπων, καθώς και στην τεκμηρίωση-παγίωση των θεωρητικών και των κριτικών του θέσεων και αναζητήσεων.
Μακριά από γλωσσικούς φανατισμούς και ακρότητες, ενήμερος των λογοτεχνικών και των καλλιτεχνικών δρωμένων της εποχής του, με βαθύτατες επιρροές από το πνεύμα της Επτανησιακής Σχολής -με ό,τι αυτό συνεπάγεται-, φανατικός αναγνώστης, «μαθητής» του Ροΐδη, θαυμαστής του Πόε, πρώτος μεταφραστής στα ελληνικά των Πεζών Ποιημάτων του Μπωντλέρ, αντιμετώπισε με επιφύλαξη τις κυρίαρχες, στον ελλαδικό χώρο, ηθογραφικές τάσεις στην πεζογραφία και την επιμονή-εμμονή του Παλαμά και των συγχρόνων του προς το μεγάλο και το υψηλό. Αισθητιστής και ιδιότυπος συμβολιστής, με επιδράσεις από τον Μαλαρμέ, τόλμησε να έρθει, κατά τη δεκαετία της εντονότατης παρουσίας του στα ελληνικά γράμματα, σε ρήξη με το λογοτεχνικό, «ελληνοκεντρικό», κατεστημένο, προκαλώντας τις αναμενόμενες αντιδράσεις των παλαμικών κύκλων, αλλά και του ίδιου του Παλαμά. Ο οποίος λέει ότι ο Επισκοπόπουλος είναι «παραγεμισμένος, νους, μνήμη, φαντασία [...] με ξένα βιβλία και αναγνώσματα, πολύ ολίγον σχετισμένος με τα εγκύκλια μαθήματά μας, ακόμη λιγώτερο γνωρισμένος με την οποιαδήποτε φιλολογία μας, την έμμετρη και την πεζή, και τη δημοτική και την τεχνική», έχοντας προηγουμένως, με την κριτική του οξυδέρκεια, επισημάνει ότι ο πεζογράφος «παραμέρισε την τοπιογραφία [βλέπε ηθογραφία] κι έδωκε πλέον ευρύχωρη θέση στη μουσική μονωδία, κι άλλαξεν, έτσι, τη δυνατή και πλαστική κι εύρωστη πρόζα με την πλέον κυματιστή και πολυκίνητη και λιγοθυμισμένη ποίηση»· εντοπίζοντας, με άλλα λόγια, τα στοιχεία εκείνα που εκ των υστέρων θα συμβάλουν στο να θεωρηθεί, ο Επισκοπόπουλος, σαν ένας αθόρυβος προάγγελος των νεωτερικών αφηγηματικών τρόπων στην Ελλάδα και, βέβαια, στη διαμόρφωση των αισθητικών του προτύπων, καθώς και στην τεκμηρίωση-παγίωση των θεωρητικών και των κριτικών του θέσεων και αναζητήσεων.
Δεν μπορεί να πει κανείς με ασφάλεια
αν οι νεωτερικοί αφηγηματικοί τρόποι που, έστω καθυστερημένα, εντοπίστηκαν στα
λιγοστά διηγήματα του Επισκοπόπουλου (καμιά δεκαριά δημοσιευμένα στο Άστυ και
σχεδόν άλλα τόσα σε περιοδικά της εποχής) ήταν απόρροια μιας συνειδητής και
θεωρητικά υποστηριγμένης πρόθεσής του να έρθει σε νηφάλια ρήξη αφενός με το
ισχυρό δημοτικιστικό καθεστώς και αφετέρου με το κυρίαρχο ρεύμα της
η-θογραφίας. Ούτε αν -και κατά πόσο- κάποιες αρκετά καινοτόμες απόψεις του για
τη λογοτεχνία και την κριτική, διατυπωμένες και υποστηριγμένες σε άρθρα του
δημοσιευμένα σε εφημερίδες, οφείλονται στην εκ του σύνεγγυς, αναγνωστική,
παρακολούθηση των λογοτεχνικών πραγμάτων στην Ευρώπη -ιδίως στη Γαλλία- ή στην
ενδιάθετη, και την από τη νεανική ιδιοσυγκρασία του επιβαλλόμενη, ροπή του προς
το νέο και το παράδοξο. Ούτε, τέλος, αν στις παντοιοτρόπως διατυπωνόμενες
απόψεις του, καινοτόμες, κοινότοπες ή ρηξικέλευθες, εμφιλοχωρεί η, ενδεχομένως
ασυνειδητοποίητη, πρόθεση δικαίωσης ή «προστασίας» του μικρού σε όγκο
αφηγηματικού του έργου ή υποκρύπτεται η διάθεση να στοιχειοθετήσει το προσωπικό
του λογοτεχνικό ιδεώδες.
Όπως και να ’χει, το ζήτημα είναι
ότι ο Επισκοπόπουλος, μέσα από το σύνολο των δημοσιευμένων σε εφημερίδες και
περιοδικά κριτικών του, αρθρώνει έναν θεωρητικά στηριγμένο, τεκμηριωμένο και
συνεπή κριτικό λόγο, διαμορφώνοντας «μιαν ολοκληρωμένη άποψη για τη λογοτεχνία
και την κριτική». Έναν κριτικό λόγο, ο οποίος, με εμφανείς τις ροΐδειες
επιδράσεις και βασισμένος στην επαρκή γνώση των ευρωπαϊκών φιλολογικών
τεκταινομένων, θέλει να είναι «επιστημονικός και αντικειμενικός». Που, αδιαφορώντας
για πολλούς και διάφορους εξωκειμενικούς παράγοντες (βιογραφία, προθέσεις του
συγγραφέα, ρόλο του αναγνώστη, κυκλο-φοριακή επιτυχία ή αποτυχία κλπ), πρώτιστο
μέλημα οφείλει να έχει την ερμηνεία του εκάστοτε προσεγγιζόμενου έργου, την
ανίχνευση της εσωτερικής σχέσης μορφής και περιεχομένου και τη σύγκρισή του με
άλλα έργα, προκειμένου να καταλήξει στη διατύπωση της όποιας θετικής ή
αρνητικής εντύπωσης. Η κριτική, για τον Επισκοπόπουλο, οφείλει να έχει ιστορική
και θεωρητική προοπτική και εργαλεία της να είναι «η συγκριτική μέθοδος, η
ερμηνεία και η αισθητική αποτίμηση».
Αλλά ό,τι, περισσότερο απ’ όλα, τον
διαφοροποιεί από τους συγκαιρινούς του κριτικούς, προσδίδει πρωτοτυπία και
προδίδει τόλμη, στη σχεδόν δεκάχρονη κριτική
παρέμβαση του Επισκοπόπουλου, όπως παρατηρεί και ο επιμελητής των ανά
χείρας τόμων, είναι: α) η εναντίωσή του στην απόρριψη των ρομαντικών, κυρίως
από τους κριτικούς της γενιάς του 1880. Απόρριψη βασισμένη σε προλήψεις γύρω
από το γλωσσικό ζήτημα, ενώ ο ίδιος πιστεύει ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να
κρίνεται με αποκλειστικό κριτήριο τη
γλώσσα. β) Η διατυπωμένη με τόλμη άποψή του ότι η αναγέννηση της ελληνικής
λογοτεχνίας δεν πραγματοποιήθηκε από τους εκπροσώπους της γενιάς του ’80, αλλά
από τους λογοτέχνες της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς, στο γύρισμα του αιώνα, με
πρωτεργάτες τους βασικούς συντελεστές των περιοδικών Τέχνη και Διόνυσος. Μόνο
μετά το 1900, επισημαίνει, μπορεί να διακρίνει κανείς κάποια σημάδια
κοσμοπολιτισμού και γόνιμης κριτικής, σε αντίθεση με την έως τότε ασκούμενη από
ξενόφοβους, στην πλειονότητά τους, «ανθρωποφάγους» ή λιβανιστές». γ) Η συχνά με
ει-ρωνεία εκδηλωνόμενη αντίθεσή του με την επιμονή-εμμονή των ποιητών της
γενιάς του ’80 -και κυρίως του Παλαμά- να θέλουν να «πτερυγίσουν υψηλά» και να
φιλοδοξούν να κάνουν πάντα μεγάλα έργα. Και δ) ο «φιλολογικός κοσμοπολιτισμός»
του· η επανειλημμένη επισήμανσή του ότι «η αξιόλογη λογοτεχνική παραγωγή
διαμορφώνεται κατ’ εξοχήν από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ εθνών, χωρίς αυτό να
ακυρώνει την εθνική ταυτότητα των έργων. Η σημασία που πιστεύει ότι έχει η
επαφή μεταξύ λαών τίθεται ως αντίβαρο στον εθνισμό ή εθνοκεντρισμό, ειδικά για
την περίπτωση της Ελλάδας».
Ο επιμελητής των τόμων, Ν. Μαυρέλος,
κατόρθωσε, με φιλολογική ευσυνειδησία, οξυδέρκεια και ευαισθησία, επιλέγοντας
κριτικές δημοσιευμένες κατά το διάστημα ένδεκα χρόνων (1893-1894), στις
εφημερίδες Άστυ και Νέον Άστυ, να συμβάλει στην αναβίωση μιας ισχυρής και
συγκροτημένης πνευματικής-κριτικής προσωπικότητας, όπως υπήρξε αυτή του
Νικόλαου Επισκοπόπουλου. Συγκέντρωσε και οργάνωσε ένα πολύτιμο, όπως
αποδεικνύεται, και δυσεύρετο υλικό, για να προχωρήσει, εν συνεχεία, στην
επιλογή των κειμένων που σχετίζονται, άμεσα ή έμμεσα, με την τέχνη και την
κριτική της, υπό την προϋπόθεση ότι
συμβάλλουν, στις επιμέρους εκδοχές τους, στην έκφανση μιας ολοκληρωμένης άποψης
για ζητήματα τέχνης και κριτικής. Και δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι
έτσι, με τη συγκέντρωση των κριτικών κειμένων, σε συνδυασμό με την εκτεταμένη
και άκρως κατατοπιστική εισαγωγή του, ο Ν. Μαυρέλος, συμβάλλει τα μέγιστα στην
ολοκλήρωση της πνευματικής προσωπικότητας ενός αξιομνημόνευτου δημιουργού, όπως
υπήρξε ο Επισκοπόπουλος, η κριτική ιδιότητα και προσφορά του οποίου αγνοήθηκε
και αποσιωπήθηκε, μετά τον θάνατό του, εντελώς.
Ο
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου