ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ
Τα τείχη της Βαβυλώνας ήταν αφύλαχτα·
παραδομένα. Οι κρεμαστές γέφυρες κατεβασμένες. Οι εκατό πύλες ορθάνοιχτες. Τις
είχε ξεκλειδώσει η φήμη του Αλέξανδρου, η συνεχής φυγή του Δαρείου. Ο
Αλέξανδρος, όμως οδηγούσε τους άνδρες του σε τάξη μάχης. Ο ίδιος όπως πάντα
στην εμπροσθοφυλακή. Πατούσαν την Βασιλική οδό προς νότο. Βαβυλώνα, Σούσα,
Περσέπολη.
Ο σατράπης της Βαβυλώνας,
ο Μαζαίος, είχε τρέξει να τον προϋπαντήσει. Του προσέφερε τα κλειδιά της πόλης,
τα χρυσά στεφάνια του νικητή και ομήρους τον εαυτό του και τα παιδιά του. Αργά
πέρασαν τις πύλες. Το πάχος των τειχών ήταν όσο ογδόντα άνδρες ο ένας δίπλα
στον άλλον. Το ύψος τους, ίσο με το ύψος ενενήντα ανδρών. Μες από τα τείχη,
απίστευτες εκτάσεις με καλλιέργειες σιτηρών, λαχανικών. Πόλη που άντεχε σε κάθε
πολιορκία, άπαρτη.
Στην υποδοχή μαζί με όλο
το λαό, ακόμα και οι ιερείς του θεού Βήλου –Βαάλ. Ο θησαυροφύλακας είχε βάλει
να στρώσουν το δρόμο με πυκνό στρώμα λουλουδιών. Δεξιά κι αριστερά καίγανε
αρώματα σε τρίποδες. Ευγενικά του ζήτησαν ν’ αφήσει τον Βουκεφάλα. Ν’ ανέβει
στο επίσημο άρμα, που ήταν ντυμένο με πλάκες χρυσού ως κάτω στους τροχούς. Τα
άλογα λύγιζαν απ’ το βάρος των χρυσοκεντημένων χάμουρων. Λίγο πριν προχωρήσει
προς το ιερό –το άβατο που κανένας θνητός δεν είχε ζήσει ώστε να περιγράψει το
εσωτερικό του– του ζήτησαν να δεχθεί τα συμβολικά δώρα της δύναμης του «Κυρίαρχου του κόσμου.» Σπάνια ζευγάρια
άλογα πέρασαν μπροστά του. Άμαξες που κουβαλούσαν λιοντάρια και λεοπαρδάλεις σε
κλουβιά. Ελέφαντες. Μάγοι ζωσμένοι με φίδια τεράστια, ερπετά φολιδωτά που
ακινητούσαν υπνωτισμένα. Κάθε παράξενο ζώο από τα πέρατα της γης. Δίπλα του
έψαλλαν συνεχώς στρατιές υμνωδών. Το ιππικό των νικημένων παρήλασε
ζητωκραυγάζοντας γι’ αυτόν.
Στο τέλος όλα σταμάτησαν.
Απόλυτη ησυχία στην αχανή πλατεία. Ο Αρχιερέας είχε σηκώσει τα χέρια. Μπροστά
του υψωνόταν ο πύργος της Βαβέλ. Οι πύλες του ιερού του Βήλου άνοιξαν. Με το
που μπήκε ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να διακρίνει απέναντι άλλους τοίχους, ο
χώρος ήταν αχανής. Βρισκόταν στην κοιλιά του χάους. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι και
είδε αμέτρητες κυκλικές κλίμακες να ανεβαίνουν, να χάνονται σε ροδαλή ομίχλη.
Παντού γύρω παράθυρα, σχήματα φωτός κρεμασμένα στο έρεβος. Μια συμφωνία
αχτίδων. Στο θόλο ανείδωτη η οροφή, γεμάτη σύννεφα που κυλούσαν μέσα στο
κτίσμα, σπρωγμένα από μυστήρια δύναμη. Βρισκόταν στο βάθος του κόσμου και
ταυτόχρονα απ’ έξω. Ένιωθε όπως στο εσωτερικό ενός γιγάντιου κοχυλιού. Όσο
ανέβαινε, τόσο το φοβερό Πνεύμα τραβιόταν προς τα πάνω. Πίσω του σε δύο
ατελείωτες σειρές, οι ιερείς. Μυριόστομο μάντρα[1]
δονούσε τον αέρα. Συντόνιζε ο ήχος θεμέλια, τοίχους, κλίμακες. Παλλόταν ο ναός.
Έτσι ανεβαίνοντας
κοινώνησε όλων των γνωστών και αγνώστων μυστηρίων του κόσμου, σε μια μέρα μόνο.
Άγγιξε και διάβασε τη Ζεντ–Αβέστα.[2] Είδε
σε πάπυρο την πρώτη, ανατολική πορεία του Ντέβα–Ναχούσα, [3] εφτά
χιλιάδες χρόνια πριν. Μυήθηκε στον Κόρδακα, τον ιερό πολεμικό χορό του Διονύσου,
που μ’ αυτόν κατακτήθηκε απ’ τον θεό για πρώτη φορά η Ινδική. Εκεί ήταν και η
περγαμηνή με τον λόγο του Ερμή, τον νόμο του μεγάλου Μανού. Το μυστικό της
φωτιάς του Προμηθέα .Η γέννηση του μεγάλου Άεσκ-χέυλ-χόπα, που στην πατρίδα
ακουγόταν Ασκληπιός. Κόντευαν να φτάσουν στην κορυφή του ναού, αλλά όσο
πλησίαζαν, τόσο εκείνη απομακρυνόταν. Σ’ ένα πλάτωμα στάθηκαν. Στο βωμό η ιερή
φωτιά του Ντέβα–Ναχούσα έκαιγε. Τριγύρω όλα τα θεϊκά σύμβολα της δύναμης. Ξεχώριζαν
τα κέρατα του ιερού Κριού. Μέσα σε ειδική κρυστάλλινη χοάνη, έλιωνε χρυσάφι που
χανόταν, εξατμιζόταν στον πάτο της.
«Έτσι να σκορπίζεις», του
είπαν «ό,τι θεωρούν πολυτιμότερο οι άνθρωποι, αν μ’ αυτό μπορείς να τους κάνεις
ευτυχισμένους.»
Την ώρα που μόνο ο
Αλέξανδρος άγγιξε τα χέρια του φοβερού Πνεύματος, όλοι πέσανε κάτω με το
πρόσωπο προς τη γη. Όταν βγήκε ξανά στο φως του ήλιου, ήταν πια «Κύριος των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα. Γιος
θεού, θεός». Την ίδια μέρα του παραδόθηκε και το θησαυροφυλάκιο της πόλης.
Εκείνος το ανέθεσε στον Άρπαλο, για τον εαυτό του δεν κράτησε τίποτε.
Σύντομα ο Δαρείος
παρέδωσε και τα Σούσα. Τα επισμαλτωμένα κεραμικά πλακάκια του παλατιού έλαμπαν
στον ήλιο. Από μακριά μες στην αντηλιά τα μπλε χρώματα σκοτείνιαζαν και τα
κίτρινα έκαναν το παλάτι να φαντάζει χρυσό. Μόνο στο θησαυροφυλάκιο αυτής της
πόλης, ο Αλέξανδρος βρήκε περισσότερα από σαράντα χιλιάδες τάλαντα ασημένια και
εννιά χιλιάδες χρυσούς δαρεικούς.[4]
Σύμφωνα με τις εντολές του, τα συνεργεία του Άρπαλου δούλευαν μέρα νύχτα.
Έλιωναν χρυσό κι ασήμι και κόβανε νομίσματα, που από την μπρος μεριά είχαν την
μορφή του Ολυμπίου Διός και από την πίσω τα σύμβολα του λέοντος και τη βασιλική
κυρβάσια, το μυτερό σκούφο με την κορδέλα.
Μοίρασε χρήματα σε όλους
ο Αλέξανδρος. Όσοι ήταν να φύγουν με άδεια για την πατρίδα, ανέβαλαν το ταξίδι
για να τα πάρουν από τα χέρια του. Χιλιάδες οικογένειες χωρίς άντρες, περνούσαν
δύσκολα στη Μακεδονία, τους περίμεναν.
Κάποιος του είπε: «Είναι
πολλά αυτά που μου δίνεις, πολύ περισσότερα απ’ όσα φανταζόμουν.»
«Μπορεί να είναι πολλά
για σένα που τα περίμενες, αλλά όχι για μένα που σου τα δίνω», απάντησε ο
Αλέξανδρος, που απ’ το ξεκίνημα στην Πέλλα είχε μείνει ακτήμονας και χωρίς
περιουσία. Την είχε μοιράσει στο στρατό, στους συντρόφους του.
Για ένα μήνα στη Βαβυλώνα
μοίραζε χρήματα. Το ίδιο και στα Σούσα, ώσπου χάλασαν, έλιωσαν[5] οι
μήτρες των νομισμάτων από τη χρήση.
Σατράπες, λαός και
ιερατείο είχαν αφήσει στα χέρια του όλου του κόσμου το χρυσάφι, αφού από παντού
το ‘χε μαζέψει ο Δαρείος. Κι αυτός το μοίραζε. Είχαν μεθύσει από δύναμη στρατηγοί,
εταίροι, στρατιώτες. Περισσότερο ο Αλέξανδρος που σ’ όλα είχε μυηθεί, όλα τα
γνώριζε, όλα τα μπορούσε. Δεν υπήρχε πρόβλημα που να μη λυνόταν με το χρυσάφι… Κι
όπως απλόχερα τους το μοίραζε, όλοι γίνονταν ευτυχισμένοι.
Βαδίζοντας προς την
Περσέπολη, ο στρατός του Δαρείου κατέρρεε. Χιλιάδες Έλληνες σκλάβοι των Περσών ξέφυγαν.
Έτρεξαν συγκινημένοι να συναντήσουν τον Αλέξανδρο. Ντυμένοι με κουρέλια,
εξαθλιωμένοι. Πολλοί ηλικιωμένοι, σκλάβοι παλιότερων εποχών και μαζί οι
νεότεροι παντρεμένοι με ντόπιες.
Όταν τους αντίκρισε
ένοιωσε φρίκη. Σαν να ‘χε ανοίξει ο Άδης. Μακάβρια η αντιπροσωπεία τους. Οι
περισσότεροι με δεκανίκια, πολλούς τους κουβαλούσαν στην πλάτη. Όμως, όλοι
ακρωτηριασμένοι. Σε κάποιους έλειπαν χέρια, σε άλλους πόδια, αυτιά, μύτες. Ήταν
άντρες που είχαν δεχτεί να μάθουν τέχνες, για να σώσουν τη ζωή τους. Τα είχαν
καταφέρει καλά, μα όταν τελείωναν την εκπαίδευση, τους έκοβαν τα άκρα, τους
άφηναν μόνο εκείνα από τα οποία εξαρτιόταν η δουλειά τους. Αν χρειάζονταν χέρια
και πόδια, τους έκοβαν σύρριζα αυτιά και μύτη, για να τους μαρκάρουν. Όλοι
φριχτά σημαδεμένοι στο κούτελο με πυρωμένο σίδερο.
Είπε ο Αλέξανδρος να του
ζητήσουν ότι θέλανε, υπήρχε τόσο χρυσάφι που μπορούσε να τους δώσει τα πάντα
και πάνω απ’ όλα να γυρίσουν ασφαλείς στην πατρίδα, στους αγαπημένους οι οποίοι
τους θεωρούσαν νεκρούς .
Ένας παραμορφωμένος νέος
άντρας του μίλησε, απλώνοντας τα χέρια του προς το μέρος του: «Η πατρίδα μας
έστειλε στον πόλεμο με την αρετή και την ομορφιά μας. Την αρετή την έχουμε, την
ομορφιά μας όμως τίποτε και κανείς δεν μπορεί να μας την ξαναδώσει. Κανείς! Κι
έτσι όπως είμαστε…, πώς να γυρίσουμε πίσω; Εσύ όμως, που όλα τα άλλα
εξουσιάζεις, δώσε μας γη, εδώ που βρισκόμαστε. Δώσε μας μια καινούρια πατρίδα
που να θεωρεί όμορφο αυτό που είμαστε τώρα.»
Βουβός, ο Αλέξανδρος,
έσκυψε και του άγγιξε τα αργασμένα χέρια. Κατάλαβε... «Δώστε τους αυτό που
ζητούν», είπε στον Άρπαλο, και μπαίνοντας μόνος στη σκηνή του έκλαψε πικρά.
Ο Γιώργος
Ρωμανός είναι συγγραφέας,
romanosg.blogspot.com
και εκδότης
του λογοτεχνικού περιοδικού Πανδώρα,
pandoraperiodiko.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου