Η κριτική δραστηριότητα
στους διάφορους αναβαθμούς της είναι οι διαφορετικές τονικότητες ενός
υποκειμένου εν κρίση. Τι είδους είναι αυτή, μας βοηθά το συγκεκριμένο κείμενο
να ξαναθυμηθούμε. Δεν διαβάζουμε εμείς τα βιβλία, αυτά μας έχουν ήδη
διαβασμένους∙ ας κάνουμε λοιπόν ένα βήμα πιο πίσω κι ας μεγαλώσουμε κι άλλο την
εικόνα: ας μας δούμε να προσπαθούμε να κάνουμε λόγο γι’ αυτά, να προσπαθούμε να
διαχειριστούμε τη δική μας κρίση. Η εποχή είναι ιδιαιτέρως βοηθητική σ’ αυτό το
ξανακοίταγμα, το σημαίνον κρίση κατακλύζει πλέον τα πάντα. Αυτό εξάλλου είναι
ένα σημαίνον: μια διάταξη (dispositif) που ξέχασε την ιστορία της.
Η εποχή τη φέρνει και πάλι στην επιφάνεια (οι όροι crisis, criticism, critique και οι ελληνικές τους αποδόσεις με δυσκολία δεν ανευρίσκονται πλέον σε κάθε τίτλο συνεδρίου, ανοιχτού σεμιναρίου, επιφυλλίδας κλπ, της ευρύτερης ελληνόφωνης επικράτειας και όχι μόνο) ή μάλλον αναδεικνύει την διαρκή, την εγγενή της κρυπτοφάνεια.
Συγγραφέας 15 βιβλίων για τη λογοτεχνία, o Philippe Bonnefis, καθηγητής
γαλλικής και ιταλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Emory (Ατλάντα), αυτός ο
Γάλλος που ζει τον μισό χρόνο στην Αμερική αυτοπροσδιορίζεται ευρύτερα ως
άνθρωπος του «μεταξύ»: μεταξύ Ευρώπης και Αμερικής, γαλλικής και αγγλικής
γλώσσας, λογοτεχνίας και κριτικής, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, ανάγνωσης και
γραφής. Η φιλοδοξία του δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικής τάξης: θα ήθελε
να γινόταν να επιστρέφεται το σχόλιο για τη λογοτεχνία σ’ αυτήν την ίδια.
Αντίστοιχη είναι και μία από τις συνήθεις αιτιάσεις σε ό,τι αφορά τη δική του
γραφή, ότι δεν διακρίνονται τα όριά της. Στο κείμενο που ακολουθεί, που
δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα για την κριτική της λογοτεχνίας του περιοδικού La Quinzaine littéraire (Αύγουστος 2009)
προσεγγίζει το υποκείμενο της κριτικής δραστηριότητας, αντιμετωπίζοντας ως
«οίδημά» της την ακαδημαϊκή κριτική.
ΣΟΦΙΑ ΙΑΚΩΒΙΔΟΥ
ΤΟΥ
PHILIPPE BONNEFIS
«Υπάρχει μια απόγνωση στο να παίζει
κανείς μανιωδώς το τροπάρι του κριτικού έργου», σκέψη βάθους του Ζ.-Φ.-Λυοτάρ.
Σκέψη χωρίς παρωπίδες, μετέωρη θαρρείς ως προς την ύπαρξη μιας ολέθριας δύναμης
του είδους σε όποιον το εξασκεί. Το διάβασμα προδιαθέτει στην θλίψη. Πόσο
μάλλον η ερμηνεία, που δεν είναι παρά ανάγνωση σε εντατικοποιημένο ρυθμό. Ένας
ερμηνευτής δεν είναι παρά ένας μελαγχολικός αναγνώστης.
Η μελαγχολία είναι μια συναισθηματική
διάθεση. Τη μετέτρεψαν ακολούθως σε κλίση, σε αόριστη θυμική προδιάθεση, σε
αίσθημα. Στα χρηστικά της ωστόσο
συμφραζόμενα, από τον Φρόυντ και δώθε, ορίζεται μάλλον ως στρατηγική. Η
στρατηγική της μελαγχολίας επανεπικαιροποιεί μια από τις κορυφώσεις της
λειτουργίας του πένθους.
Θέτω την άποψη πως κάθε ανάγνωση βυθίζει
σε πένθος. Υποστηρίζω συνεπώς ότι αυτό που στην καθομιλουμένη αποκαλείται
διάβασμα, αποτελεί μέρος μιας οικονομίας της απώλειας.
Διαβάζω ένα κείμενο, ποίημα ή πεζό. Το
κείμενο που διαβάζω, σε πρώτη άποψη μού είναι ξένο. Και, για όσο παραμένει κάτι
τέτοιο, όλα καλά, πράγματι. Όμως να που, άλλο χτύπημα της καμπάνας, να που αυτή
η ξενότητα αντιλαλεί μέχρι τα βάθη του είναι μου.
Για να το πούμε με ακόμη μεγαλύτερη
ακρίβεια, να που το κείμενο που διαβάζω με βγάζει έξω από μένα. Ουδόλως πλέον
πράγμα άλλο, ή κάποιου άλλου, αλλά δικό μου από εμένα κλεμμένο.
Περίεργο συναίσθημα, μα την αλήθεια, για
όποιον το δοκιμάζει: να που είναι το κείμενο τώρα που με διαβάζει! «Τα βιβλία
μας διαβάζουν», γράφει η Hélène
Cixous. Φράση που δεν μπορεί να κάνει πως την
προσπερνά απλώς κανείς, χωρίς να τον διατρέξει ένα κύμα ρίγους.
Μας διαβάζουν, ας διαβάσουμε λοιπόν τον
εαυτό μας. Μας διαβάζουν, «καθισμένα στον τρίποδά τους, μέσα στην οιωνοσκοπική
τους ησυχία».
Αν, από το βιβλίο στον αναγνώστη του,
συμβαίνει κάτι, τότε αυτό πρέπει να συμβαίνει σε ένα επίπεδο ασυνειδησίας στο
οποίο αναμφίβολα ούτε ο Jacques Rivière ούτε ο Charles Du Bosc θα ήθελαν να κατέλθουν.
Από τη στιγμή που αρχίζουν να
ταλαντώνονται οι μηχανισμοί της ταύτισης – αν με τον έναν ή άλλο τρόπο πρέπει
πάντα να υπεισέρχεται ο παράγοντας ταύτιση – δεν συντελούν τόσο στο να έρθουν
σε ολομέλεια δύο συνειδήσεις, όσο στο να καταστούν κάπως λιγότερο μάταιες οι
προσδοκίες συναισθηματικής επανιδιοποίησης που τρέφει αυτός που διαβάζει. Δεν
είναι ότι το κείμενο με βάζει απλώς στην άκρη: είναι ότι απ’όλα όσα μου παίρνει
κάνει την ύλη αυτών των λέξεων που προσπαθώ αυτήν τη στιγμή να
αποκρυπτογραφήσω.
Έτσι, αλίμονο, το διάβασμα μού είναι
τρόπον τινά επιβλαβές. Το διάβασμα πληγώνει κατά μία έννοια την όποια εκτίμηση
έχω για τον εαυτό μου. Την σημασία που
αποδίδω στην προσωπική μου αξία.
Θα εξακολουθήσει λοιπόν να μας εκπλήσσει
μετά από όλα αυτά, το ότι κάθε συγκροτημένη ανάγνωση περιβάλλεται από τον
μανδύα μιας απόπειρας ναρκισσιστικής αποκατάστασης; Ότι πάντως δεν είναι σε τελική ανάλυση παρά
το διακύβευμα μιας σύγκρουσης μεταξύ αγάπης και μίσους, δεν θα μας έμεναν και
πολλά περιθώρια να το αρνηθούμε.
Για όσο το κείμενο συνιστά αυτό που μου
λείπει, το αγαπώ. Για όσο μου είναι επιζήμιο, το μισώ. Εξού και η στόχευση της
ανάγνωσής μου, η αποκατάστασή του ως καλό αντικείμενο, την στιγμή που με την
ίδια ακριβώς κίνηση το απομακρύνει ως κακό.
Στο βαθμό που το κείμενο κατέχει αυτό
που πλέον δεν έχω, θα είμαι όπως είναι φυσικό υποχρεωμένος να πάρω και να
κρατήσω ό,τι περισσότερο μπορώ από αυτό. Πως εντούτοις, να πάρω επαρκώς; Αν σε κάτι συμφωνούν συνήθως οι περισσότεροι,
αυτό είναι πως δεν μπορώ να το καλύψω
καθ’ολοκληρία. Από ένα ορισμένο κείμενο, δεν θα με απασχολήσει απ’ό,τι
φαίνεται παρά μία και μόνο του όψη: το μέρος ενός όλου που για μένα θα
παραμείνει άπιαστο. Μικρή λεπτομέρεια, απλό στοιχείο, απόσπασμα – όμως
απόσπασμα το οποίο μεγεθύνουμε τεχνηέντως, εξ αναπληρώσεως, κάτι που γίνεται
αυτόματα. Το σημαντικό εξάλλου δεν είναι, τουλάχιστον ως σημείο αφετηρίας, όλα
αυτά να έχουν κάποια βαρύτητα;
Οπωσδήποτε, αλλά που έγκειται η
ισορροπία; Και ποιος θα μου πει «αρκετά!»; Ποιος θα διαγνώσει πως φτάνει, πως
έχω κάθε λόγο πλέον να είμαι ικανοποιημένος;
Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει κανείς να
κάνει κάτι τέτοιο, η ανάγνωσή μου δεν γνωρίζει όρια.
Διαπιστώνουμε επίσης – όχι χωρίς κάποια ικανοποίηση - πως «δίχως τέλος»
θα ήταν ούτως ή άλλως. Για τον λόγο ότι η σύσταση κάθε καλού αντικειμένου
γίνεται εδώ κατά τα πρότυπα της δημιουργίας του φετίχ. Μια επιχείρηση που όπως
γνωρίζουμε, έχει κατά το μάλλον ή ήττον να κάνει με το bricolage. Το φετίχ συντίθεται
από κομμάτια και μέρη που η συγκέντρωσή τους δεν απαντά σε κανένα προσχέδιο,
δεν σέβεται κανένα πλάνο.
Δεν τίθεται επουδενί ζήτημα τα ιδιόχειρα
μοντάζ του φετιχιστή να βρουν έξωθεν επικύρωση. Ομοίως αποκλείεται να
καταλήξουν στο οποιοδήποτε οριστικό σχήμα.
Γι’αυτό εξάλλου θα επιτρέπεται πάντα
στον φετιχιστή να προσθέσει ό,τι του περνά από το μυαλό. Έχει το ελευθέρας πάνω
στη στιγμή, θα το έχει και μετά..
Πτώματα που μας φέρνουν σε αμηχανία, αν
επιτρέπεται από τον Σουπώ και εξής να τα θεωρούμε κάτι λιγότερο από «εξαίσια»,
τα μεγάλα κριτικά κείμενα. Αν δεν ήταν το έργο μιας και μόνο πένας, αυτά τα
κείμενα-συρταριέρες, θα λέγαμε πως γράφτηκαν από πολλά χέρια.
Μα οποίο φαινόμενο υπερτροφίας
περιγράφω! Υπερτέλειας, που πλήττει ή απειλεί να πλήξει την κριτική
δραστηριότητα εν γένει, οίδημα του οποίου αποτελεί η ακαδημαϊκή δουλειά του
διδακτορικού - αλλά και πολύ καλό του παράδειγμα.
Δεν μιλώ φυσικά για καμιά συγκεκριμένη
διατριβή. Έχω απλώς κατά νου τη φαντασιακή διάσταση της διατριβής. Ε λοιπόν, σε
φαντασιακό επίπεδο η διατριβή δεν μπορεί να βιωθεί από αυτόν που τη μηχανεύεται
παρά ως κάτι που ξεπερνά κάθε όριο.
Και το φετίχ δεν είναι ένα πραγματικό
αντικείμενο. Μπαίνει απλώς στη θέση του. Ύποπτο αντικείμενο, ως προς την ίδια
την ιδιότητα του αντικειμένου. Αντικείμενο που εμφορείται από τη μόνιμη υποψία
πως δεν είναι αρκετό. Από το όχι-αρκετά στο κι-άλλο, αυτή είναι η κίνηση που
διατρέχει την ανάγνωσή μου.
Η αέναή της επιστροφή, το
αντιλαμβανόμαστε πλέον. Η οδύσσειά της, η μάλλον κοπιώδης. Στενόχωρη, κουραστική. Ο ερμηνευτής είθισται
να αναπαριστά το κείμενο που εκείνην τη στιγμή προσεγγίζει σαν μια κατοικία της
οποίας παραβιάζει την ιδιωτικότητα. Εισερχόμαστε,
λέμε, σε ένα κείμενο.
Το λέμε, πράγματι. Βαυκαλιζόμαστε
ενδεχομένως. Παρ-εξηγώντας τη μύχια πραγματικότητα του πόθου μας, που δεν
έγκειται τόσο στο να εισέλθουμε εντός του όσο στο να το εξάγουμε από τα σωθικά
μας. Ποιος δεν δοκίμασε, περί τα τέλη του ταξιδιού, εκείνα τα ιδιάζοντα blues, μαζί με την πικρή διαπίστωση πως
δεν βγήκε ακριβώς αλώβητος;
Να
διαβάζουμε με κριτικό μάτι
Η έκφραση έρχεται αυτομάτως στο στόμα,
τη λέμε χωρίς να τη σκεφτούμε. Για μια φορά ας την σκεφτούμε. Γιατί στο κάτω
κάτω, και για να την πάρουμε κατά γράμμα, αυτό που αποκαλύπτει, είτε το θέλουμε
είτε όχι, με το που την προφέρουμε, τι άλλο είναι αν όχι η τύψη ή η δυσάρεστη
αίσθηση που μοιραία μας ζώνει, στο ενδεχόμενο και μόνο πως μπορεί να αφήσαμε
εκεί μέσα, ένα ολόκληρο κομμάτι του εαυτού μας.
Τι χαζή ιδέα, θα μου πουν αμέσως, να
μπαίνουμε ακόμη στον κόπο να διαβάζουμε. Αν εντούτοις το κάνουμε με την πρόθεση
να μεταθέσουμε, με την ίδια κίνηση, τη στιγμή του συναπαντήματος; για να
διευρύνουμε το χάσμα της απόστασης;
Μόνο ενισχυμένος από τη βεβαιότητα πως
διέτρεξε τη μεγαλύτερη επιφάνεια του έργου μπορεί ο ταξιδευτής (ή ο αναγνώστης,
ποια η διαφορά πλέον;) να λικνιστεί με την εντύπωση πως επανήλθε. Την αίσθηση
πως κατέχει την αποκλειστική κυριότητα της ιδιοκτησίας του (δανείζομαι για την
περίσταση τη γλώσσα του Max Stirner) ο αναγνώστης, από την ησυχία του δωματίου
του, δεν μπορεί να την απολαύσει παρά μόνο με την καταβολή του αντίτιμου των
πολλαπλών πηγαινέλα, των πάμπολλων τερτιπιών, των αλλεπάλληλων ζιγκ ζαγκ με τα
οποία κατάφερε να περιπλέξει τη διαδρομή του.
Πράγμα που ταυτοχρόνως σημαίνει, πως μια
τέτοια απόλαυση έλκει την όποια διάρκειά της από μια αέναη καθυστέρηση της
ικανοποίησής της. Ο δαίμονας της διαρκούς αναβολής, αυτός δεν είναι το καλό
πνεύμα της μελαγχολίας;
Η
Σοφία Ιακωβίδου διδάσκει Νεοελληνική λογοτεχνία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο
Θράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου