9/6/12

Ο Μεγάλος Δικτάτορας

Η τραγική επικαιρότητα του Τσάρλι Τσάπλιν, της ομώνυμης ταινίας του, αλλά και της ματιάς του Γιώργου Κοτζιούλα

ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ

Σε μια εποχή που σπάνιζαν ακόμη οι αναφορές της νεοελληνικής ποίησης στον κινηματογράφο, ο Γιώργος Κοτζιούλας έγραψε δύο πολύ ενδιαφέροντα ποιήματα με θέμα τον Τσάρλι Τσάπλιν. Το πρώτο, που δημοσιεύτηκε το 1937, αφορά την κωμικοτραγική τέχνη των βουβών μεσοπολεμικών ταινιών του, ενώ το δεύτερο, γραμμένο μια δεκαετία αργότερα, περιγράφει και σχολιάζει σκηνές από την πρώτη ομιλούσα ταινία του Τσάπλιν, τον σατιρικό Μεγάλο Δικτάτορα (1940), που είχε μόλις διανεμηθεί στην Ελλάδα. Τη συμβολή του Κοτζιούλα στην ελληνική πρόσληψη του άγγλου δημιουργού συμπληρώνουν ένα σύντομο αλλά πυκνογραμμένο κείμενο για την κινηματογραφική τέχνη του (Νεοελληνικά Γράμματα, Ιανουάριος 1941) και η μετάφραση, από τo πρωτότυπο, του νεανικού έργου τού Γάλλου υπερρεαλιστή Φιλίπ Σουπώ, Μυθιστορηματική βιογραφία του Σαρλό με βάση τα σενάριά του (η μετάφραση δημοσιεύτηκε σε μορφή μικρόσχημου βιβλίου από τη Λογοτεχνική γωνιά το 1954, ενώ το έργο του Σουπώ εμφανίστηκε το 1931).

Στη μελέτη του 1941, που είχε ως αφορμή την ηθική και υλική στήριξη του Τσάπλιν στην μαχόμενη Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1940 (ο καλλιτέχνης είχε εκφωνήσει στην Αμερική καταγγελτική ομιλία για την ιταλική εισβολή, προσφέροντας συγχρόνως στη χώρα μας χίλια δολάρια ως ένδειξη αλληλεγγύης), ο Κοτζιούλας βλέπει τον Τσάπλιν με τη ματιά ενός αριστερού στοχαστή: εκτιμά την τεράστια κοινωνική εμβέλεια της τέχνης του, που ισοπεδώνει τις κοινωνικές ανισότητες («Μπροστά στις σκιές του γινόμαστε όλοι ένα, εξαφανίζουνται οι διακρίσεις, δεν υπάρχουν καλοντυμένοι και κουρελήδες, ηλικιωμένοι και παιδαρέλια, σοφοί και αγράμματοι») και εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για το γεγονός ότι αυτός ο «πολυτάλαντος επιχειρηματίας […] πήρε μια εφεύρεση που είχε πέσει στα χέρια της κινηματογραφικής βιομηχανίας κι εξασφάλισε στην ανθρωπότητα μιαν άφθαρτη ποιητική κληρονομιά».
Αν και πλούσιο σε παρατηρήσεις, πάντως, το κείμενο του 1941 έχει μάλλον μικρότερο ενδιαφέρον απ’ ό, τι τα ίδια τα ποιήματα. Ας ξεκινήσουμε από το «Ένας φοιτητής βλέπει Σαρλώ» (που βρίσκεται στον πρώτο, εδώ και δεκαετίες εξαντλημένο, τόμο των Απάντων του). Παρά την τριτοπρόσωπη εκφορά του, το ποίημα είναι αυτοβιογραφικό, όπως και τα περισσότερα ποιήματα του Κοτζιούλα, και φαίνεται να αποτυπώνει ένα στιγμιότυπο της ζωής του ποιητή στις αρχές του 1937: μη έχοντας ακόμη κατορθώσει να τελειώσει τη Φιλοσοφική Σχολή, ο πρόσφατα γιατρεμένος από τη φυματίωση εικοσιοκτάχρονος φοιτητής (που πάντως ήταν ήδη δόκιμος ποιητής, πεζογράφος και κριτικός) επιλέγει τη «φτηνή διασκέδαση» του κινηματογράφου μετά από ένα ακόμη εξαντλητικό ωράριο ως διορθωτής σε αθηναϊκό τυπογραφείο, πριν πάρει το δρόμο της επιστροφής για τον μακρινό συνοικισμό όπου διέμενε. Η βραδιά αποδεικνύεται αποκαλυπτική, καθώς για πρώτη φορά καταλαβαίνει «στην εντέλεια» την τέχνη του κωμικού καλλιτέχνη, ο οποίος έβγαλε, χάρη στο ταλέντο του, «χρυσάφι» (κυριολεκτικά αλλά, κυρίως, μεταφορικά) από την εφήμερη, ταπεινή καθημερινότητα. Η ταινία που ο Κοτζιούλας παρακολούθησε εκείνη τη βραδιά ήταν πιθανότατα οι Μοντέρνοι καιροί, που προβλήθηκε το φθινόπωρο του 1936, και για την οποία ο κινηματογραφικός κριτικός Γ.Ν.Μακρής δημοσίευσε στη Νέα Εστία τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (δύο μόλις μήνες πριν δημοσιευτεί το ποίημα του Κοτζιούλα στο ίδιο περιοδικό) ένα εγκωμιαστικό κείμενο, επισημαίνοντας ότι πρόκειται για την ωριμότερη ώς τότε ταινία του Τσάπλιν. Ο ήρωας τού «Ένας φοιτητής βλέπει Σαρλώ» εμφανίζεται να διαφοροποιείται από τα «παιδαρέλια» και τον «άμαθο κοσμάκη», που ξεκαρδίζονται μπροστά στη μεγάλη οθόνη ξεχνώντας τα βάσανά τους. Εμπνευσμένος από την τέχνη του Τσάπλιν, που αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, το παράλογο της ζωής, το ανθρώπινο κράμα δύναμης και αδυναμίας, ονείρου και πραγματικότητας (ο Μακρής επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι ο Σαρλώ των Μοντέρνων καιρών είναι ο «Δον Κιχώτος του 20ού αιώνος»), βγαίνει από τη σκοτεινή αίθουσα ονειροπολώντας να μπορέσει και ο ίδιος να αγγίξει, με «στίχο ή με πεζό», το ευρύ κοινό. Ο νοερός καλλιτεχνικός συντονισμός του με τον Τσάπλιν συνδυάζεται με την (καθ’ όλα πραγματική) ενδυματολογική ομοιότητά του με τον Σαρλώ: τρύπια παντελόνια, σακάκι γυρισμένο στο λαιμό, παπούτσια που μπάζουν νερά, ακόμη και η άσκοπη περιπλάνηση στα σοκάκια της πόλης, θυμίζουν τον πρωταγωνιστή του Αλήτη, των Φώτων της πόλης ή του Μετανάστη (εσωτερικός μετανάστης ήταν εξάλλου και ο ίδιος ο ηπειρώτης ποιητής). Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η αυστηρή στροφική δόμηση του ποιήματος (4-8-8-4) υποβάλλει την αίσθηση ότι το πρώτο μέρος του, που αφορά τον Σαρλώ, αντικατοπτρίζεται στο δεύτερο, που αφορά τον ποιητή-φοιτητή. Το ποίημα υπερβαίνει, εντέλει, την αφήγηση μιας κινηματογραφικής εμπειρίας και αναπτύσσει ένα είδος «τσαπλινικής ποιητικής». Η «αιώνια αμηχανία» και «αφέλεια» της κινηματογραφικής περσόνας του Τσάπλιν, η παγίδευσή του ανάμεσα στην ονειροπόληση και την άτεγκτη πραγματικότητα του άστεως, η πεισματική εμμονή του στον ανεξάρτητο περιθωριακό βίο, τη φτώχεια και τη μοναξιά, αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά και του ίδιου του Κοτζιούλα ως πρωταγωνιστή του έργου του. Επιπλέον, μεγάλο μέρος της ποίησης του Κοτζιούλα υιοθετεί, κατ’ αναλογία, όσα σημειώνει το 1941 για την τέχνη του άγγλου δημιουργού: λαϊκή αυθορμησία, θαρρετή έκθεση των πληγών, «αμείλικτο κυνήγι, από τις εμπνεύσεις του, της επισημότητας και της σοβαροφάνειας», ενασχόληση με τα σύγχρονα προβλήματα και όχι με ιστορικά θέματα, εκμετάλλευση καθημερινών σκηνών του δρόμου, λιτότητα των εκφραστικών μέσων, καταγγελία της αστικής υποκρισίας και της κοινωνικής αδικίας. Και είναι, ακόμη, η ιδιότυπη σύζευξη του χονδροειδούς και του τρυφερού, του κωμικά αδέξιου και του λυρικού, έκδηλη στα ερωτικά κυρίως ποιήματά του, που συνδέει τον Κοτζιούλα με τον αγαπημένο του κινηματογραφικό αστέρα.
Δέκα χρόνια αργότερα, όταν προβάλλεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα ο Μεγάλος Δικτάτορας, το σκηνικό για τη χώρα μας έχει αλλάξει δραματικά. Η ταινία σατιρίζει με μοναδική έμπνευση και τόλμη τον φασισμό στο πρόσωπο του Χίτλερ και προβλήθηκε το 1940, στο ξεκίνημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως έχει επανειλημμένως επισημανθεί, το έργο ξεπερνά κατά πολύ τη συγκυρία στην οποία αναφέρεται. Και για τον δοκιμαζόμενο από τον Εμφύλιο ελληνισμό του 1947 είχε μια εντελώς ξεχωριστή σημασία. Οι διανοούμενοι -κυρίως από τον χώρο της αριστεράς- υποδέχτηκαν το έργο ως μεγάλο πνευματικό γεγονός και ως ένα κάλεσμα για αγώνα κατά των εγχώριων και ξένων τυράννων, στους οποίους συγκαταλέγονταν πλέον και οι Αμερικανοί (ας μην ξεχνάμε ότι το ίδιο έτος, στο ξεκίνημα του Ψυχρού Πολέμου, ο Τσάπλιν κινδύνευε να απελαθεί από τη χώρα στην οποία μπόρεσε να χτίσει το επαναστατικό οικοδόμημα της τέχνης του). Ο Γ.Ν. Μακρής εκθειάζει τον Μεγάλο Δικτάτορα τόσο στη Νέα Εστία όσο και (με πιο ξεκάθαρη πολιτική στόχευση) στον Ριζοσπάστη στις αρχές Μαρτίου του 1947, υπογραμμίζοντας την ανατρεπτική δύναμή του, ενώ λίγες μέρες μετά ακολουθεί, στον Ρίζο της Δευτέρας, ένα επίσης ένθερμο κείμενο του Κώστα Βάρναλη, που παίρνει την ταινία ως αφορμή για να καταγγείλει τον εγχώριο φασισμό.
Στις 20 του ίδιου μήνα, στο πέμπτο τεύχος του ολιγόζωου αριστερού περιοδικού Νέοι Σταθμοί, δημοσιεύεται το ποίημα του Κοτζιούλα «Τσάρλι Τσάπλιν», με τον επεξηγηματικό υπότιτλο «Αφού είδαμε κι εμείς το “Δικτάτορα”». Το ποίημα (που καταγράφεται στο σχεδίασμα βιβλιογραφίας του Κοτζιούλα της Μαρίας Αντωνίου-Τίλιου αλλά δεν περιλαμβάνεται στα Άπαντα του ποιητή) διεκδικεί τρεις πρωτιές στη νεοελληνική ποίηση, τουλάχιστον ενόσω η φιλολογική έρευνα της περιόδου παραμένει ελλιπής: είναι πιθανότατα το μόνο ποίημα που γράφτηκε για την ταινία (σε πρωτοτυπία το συναγωνίζονται μόνο δύο μονόπρακτα του Βασίλη Ρώτα: η έμμετρη κωμωδία «Γράμμα του Καραγκιόζη στον Σαρλώ» και «Ο Σαρλώ στην Αθήνα», που δημοσιεύτηκαν στον Ρίζο της Δευτέρας τον Ιούνιο του 1947)˙ είναι το πρώτο ποίημα που μιλάει ανοιχτά, σε μια εποχή που το Ολοκαύτωμα δεν είχε αποκτήσει ακόμη βαρύτητα στη συλλογική και λογοτεχνική μνήμη, για το «μακέλεμα» και το «ξεκλήρισμα» των Εβραίων (ας σημειωθεί ότι στα μαρτύρια και τις αγριότητες που υπέστησαν στην Ελλάδα οι ηπειρώτες Εβραίοι είχε αναφερθεί στο μονόπρακτο «Τα πάθη των Εβραίων» το 1943)˙ τέλος, είναι το πρώτο και ίσως το μόνο νεοελληνικό ποίημα που αφηγείται εν εκτάσει την πλοκή ενός κινηματογραφικού έργου, περιγράφει χαρακτηριστικές σκηνές του και σχολιάζει το μήνυμά του.
Στο πλαίσιο της ποίησης του Κοτζιούλα, εξάλλου, το «Τσάρλι Τσάπλιν» έχει μια ιδιαίτερη θέση, καθώς είναι -με διαφορά- το εκτενέστερο ποίημά του και, κυρίως, το μόνο που απειθεί στους μετρικούς κανόνες της παραδοσιακής ποίησης, στους οποίους ο Κοτζιούλας υπήρξε πάντοτε με ζήλο αφοσιωμένος. Έντονα ανισοσύλλαβο, με ποικιλία μέτρων και ελεύθερη ανάπτυξη των στροφών, το «Τσάρλι Τσάπλιν» κρατάει από τους παραδοσιακούς τρόπους μόνο τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Με την προσωδιακή του κινητικότητα, τον κοφτό, λαχανιαστό τόνο, την αδρή γλώσσα, τη δραματικότητα και το καθηλωτικό νεύρο του, προσπαθεί να αποτυπώσει, θα έλεγε κανείς, τον κινηματογραφικό ρυθμό του Μεγάλου Δικτάτορα. Ο Κοτζιούλας σκιτσάρει με ζωντάνια πασίγνωστες σκηνές της ταινίας, χωρίς πάντως να τηρεί μια απαρέγκλιτα γραμμική σειρά στην αφήγησή της: το ευφάνταστο ξύρισμα ενός ανυποψίαστου πελάτη από τον πρωταγωνιστή Εβραίο μπαρμπέρη που έχασε τη μνήμη του στον πόλεμο και, στη συνέχεια, η βίαιη επέλαση των Ναζί στο εβραϊκό γκέτο αλλά και το «διαγούμισμα» και το «ξεκλήρισμά τους» (τα οποία πάντως δεν αναπαρίστανται από τον Τσάπλιν, καθώς δύσκολα θα προσαρμόζονταν στη σατιρική διαχείριση του υλικού του) ακολουθούνται από τη σκηνή της διαφυγής ορισμένων Εβραίων σε μια Αυστρία που, όπως (περιέργως) και στην ταινία, εμφανίζεται ειδυλλιακά αγροτική. Το δεύτερο μισό του ποιήματος αρθρώνεται γύρω από την αντίθεση της σκηνής στην οποία ο Χύνκελ (Χίτλερ) περιτριγυρίζεται από τους φανφαρόνους υποτακτικούς του και την κορυφαία σκηνή (τόσο της ταινίας όσο και του ποιήματος) όπου ο ταπεινός Εβραίος πρωταγωνιστής-σωσίας του Χίτλερ διακηρύσσει με οίστρο την ανάγκη των λαών για ειρήνη, ελευθερία και ισότητα. Όπως επισημαίνει ο Μακρής, στο έργο αυτό (που γράφτηκε όταν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι ήταν στο απόγειο της δύναμής τους), ο Σαρλώ είναι «ο απόλυτος κύριος του πεδίου», εμφανίζει για πρώτη φορά νικητή τον κατατρεγμένο και αδέξιο εαυτό του, κάνοντας το όνειρο να θριαμβεύει μετά από μακρούς αγώνες. Κάτι ανάλογο θα μπορούσε να πει κανείς και για τον Κοτζιούλα, ο οποίος σε πολλά από τα αγωνιστικά ποιήματα που έγραψε μετά τον αφοπλισμό εμφανίζεται με μια νέα, αντλημένη από την αντάρτικη εμπειρία του στο βουνό αυτοπεποίθηση και με ισχυροποιημένη, παρά τις δυσμενείς ιστορικές συνθήκες, την πίστη του στη νικηφόρα έκβαση των αγώνων της αριστεράς.
Το «Τσάρλι Τσάπλιν» είναι ένα «κλειστά» κινηματογραφικό ποίημα, με την έννοια ότι περιορίζεται στο να αναπαραστήσει λεκτικά τον Μεγάλο Δικτάτορα, σαν φόρος τιμής στην ταινία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του όσα μεσολάβησαν από το 1938-39 ώς το 1947. Ωστόσο, το ποίημα κλείνει με μια δραματική έκκληση προς τον παγκόσμιο κινηματογραφικό αστέρα να στείλει «μια αχτίδα από το Πνεύμα του» στη νυχτωμένη Ελλάδα του Εμφυλίου. Ο Κοτζιούλας δε συνήθιζε να χρησιμοποιεί κεφαλαίο αρχικό γράμμα για να δώσει έμφαση σε αφηρημένες λέξεις, τον απωθούσε ο ιδεαλισμός και απέφευγε τις ρητορικές κορώνες. Οι καιροί όμως ήταν ιδιαίτερα κρίσιμοι και δεν θέλησε να αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία που του πρόσφερε η παγκόσμια επικοινωνιακή δύναμη του κινηματογράφου –ανήγαγε τον Τσάπλιν σε μυθική μορφή ανάλογη (αλλά αποτελεσματικότερη ως προς την κοινωνική της εμβέλεια) με εκείνες του Διόνυσου-Άδη ή του Διόνυσου-Χριστού, που είχε επικαλεστεί για τη σωτηρία της Ελλάδας ο Άγγελος Σικελιανός την περίοδο της Κατοχής.
Στη σημερινή εκλογική συγκυρία, τόσο η ταινία του Τσάπλιν (που προβλήθηκε λίγες μέρες πριν στον θερινό αθηναϊκό κινηματογράφο «Ζέφυρος») όσο και το ποίημα του Κοτζιούλα γίνονται και πάλι, με το αντιναζιστικό μήνυμά τους, άκρως επίκαιρα.

* Ευχαριστώ τον Νίκο Σαραντάκο που εντόπισε τη μετάφραση της Μυθιστορηματικής βιογραφίας του Σαρλό από τον Κοτζιούλα και έθεσε υπόψη μου τα σχετικά με τον Μεγάλο Δικτάτορα δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη και του Ρίζου της Δευτέρας του έτους 1947.

Αθηνά Βογιατζόγλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: