ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
Ο
Γιώργος Βέης είναι ποιητής
ΜΑΡΤΥ ΛΑΜΠΡΟΥ, Κόπιτσες,
εκδόσεις Οσελότος, σελ. 150
Προηγήθηκε η νουβέλα της
Το κόκκινο κουτί. Σήμερα, οι
δεκαπέντε ιστορίες στις καλώς συγκερασμένες Κόπιτσες
αποδεικνύουν στη διηγητική πράξη τόσο την ασκημένη αφηγηματική της ευχέρεια όσο
και τη συνειδητή προσήλωσή της στις παροντικές, συγκεκριμένες και άλλο τόσο
αδυσώπητες κοινωνικές παραμέτρους. Μάλιστα, οι διαδοχικές αναφορές στον
χωροχρόνο της νησιωτικής, της μέσης αλλά και της βόρειας, ορεινής Ελλάδας,
διακρίνονται τόσο για την ακριβολογία και την εμπεριστατωμένη ανάδειξη των
κυριότερων δεικτών όσο και για τη συνειδητή προσφυγή τους στην αποφασιστική υφολογική
απόκλιση. Η τελευταία είναι εκείνη η οποία προσδίδει ως επί το πλείστον στο
τοπίο την ιδιαίτερη σημασιολογική του υφή. Συγκρατώ επίσης, από την πρώτη
κιόλας ματιά, ότι αποφεύγονται επιμελώς οι κοινοτοπίες, τα παντοειδή υφολογικά
σοφίσματα, οι άσκοπες επαναλήψεις και οι ακκισμοί, του εποπτικού, αφηγηματικού εγώ,
στους οποίους αρέσκονται, ως γνωστόν, οι πολλοί του είδους. Κοντολογίς, η γραφή
διεξάγεται χωρίς κόλπα. Οι περσόνες είναι καθόλα ευδιάκριτες, απτές και ενίοτε πληθωρικές
ως ψυχοσυνθέσεις. Κάποτε αυτοκαταστροφικές. Μέσα από τα ομιλήματά τους
προκύπτει ευθέως η αδιάπτωτη αγωνία των προσώπων για την οριακή, ανέκκλητη επαλήθευσή τους ως
αυτεξούσιες και αυτάρκεις μονάδες της ευρύτερης κοινωνικής κυψέλης.
Από την
άποψη αυτή, τα εν λόγω διηγητικά υποκείμενα υπάγονται στην καζαντζακική
τυπολογία. Η ευτυχία τις περισσότερες
φορές είναι εδώ υπόθεση μάλλον απλή: αρκεί δηλαδή κανείς να ξέρει, όπως π. χ. ο
Κίμων Δημητριάδης στο «Κύριος», να διαβάζει σωστά και χωρίς προκαταλήψεις ή
εμπάθειες την άλλη όψη των κατεστημένων, κυρίαρχων φαινομένων, ή άλλως την
περιβόητη φόδρα της ζωής, εκεί όπου ακριβώς οι αλληγορίες και τα οράματα
ξεδιαλύνονται οριστικά. Πάντως οι χαρακτήρες της συγγραφέως στο σύνολό τους
παραμένουν σταθερά γειωμένοι στην πρωτογενή, στη διακεκαυμένη πραγματικότητα. Αυτήν που θέλει δεν θέλει
γνωρίζει εξ απαλών ονύχων και ο μέσος, αλλά και ο «στοχαστικός αναγνώστης», για
να θυμηθούμε τους σολωμικούς ορισμούς.
Η Σωτηρία, φέρ’ ειπείν, στο διήγημα «Μαυροπλαγιά» μαθαίνει
από πρώτο χέρι να περπατά ανάμεσα στις φαντασιώσεις και στις σκληρές αντικειμενικότητες
του καθ΄ ημέραν βίου, χωρίς να
διαπραγματεύεται τις ατομικές ηθικές της αντιστάσεις ή να διακινδυνεύει
ρητώς τον εκμαυλισμό της σε άβουλη κομπάρσα της σκηνής. Η δε Χρύσα και ο
Κωνσταντής, οι δύο έφηβοι, οι οποίοι πρωταγωνιστούν στο απέριττο και διεξοδικό
ταυτοχρόνως «Νιος», συνιστούν εκείνους τους χρήστες των ερώτων, οι οποίοι λίαν
προσεχώς θα καταστούν με τη σειρά τους διαφωτιστικοί και καθηλωτικοί
ταυτοχρόνως. Αρχίζουν μάλιστα οι δυο τους να αντιλαμβάνονται ότι θα πρέπει να
καταβάλουν και το αντίστοιχο τίμημα: δηλαδή την ταυτόχρονη οδύνη της
παρεπόμενης απώλειας. Γι΄ αυτό κι ενεργούν σαν να υπακούουν σε αρχέγονες
συμπαντικές δυνάμεις. Οι συμπεριφορές εκδηλώνονται, για να το διατυπώσω
διαφορετικά, ως να ήταν αναπόσπαστα μέρη της επίλυσης ενός άνωθεν οργανωμένου,
ήτοι μοιραίου σχεδίου ζωής. Επισημαίνω ότι και το μάθημα του μαγικού ρεαλισμού
δεν είναι άγνωστο στη συγγραφέα. Κάθε άλλο: η καταιγιστική, ερωτική πλήρωση,
φέρ΄ ειπείν στην εισαγωγική ιστορία «Έρκυνα», όπου η ομώνυμη αρχαία νύμφη και ο
ένστολος εραστής της συνιστούν ένα αρχετυπικό δίπολο ακραίας φαντασίωσης,
τεκμηριώνει το εν θερμώ πέρασμα της Λάμπρου και σε μια δόκιμη αποτύπωση του
υπερβατολογικού στοιχείου, το οποίο παρεισφρέει κι αυτό στη δεδομένη κανονικότητα της περιρρέουσας
ατμόσφαιρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου