ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΟΥΦΑΚΗ
Στις πρώτες τάξεις του
δημοτικού σχολείου η αδελφή μου κι εγώ αλλάξαμε σχολεία και οικογένειες. Χωρίς
να το λέμε ο ένας στον άλλο ήξερα ότι τις ημέρες μάς παρηγορούσαν και τους δύο
οι παρέες των φίλων, το άρωμα από τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς στη φωτιά,
τα κοάσματα των βατράχων στο ποτάμι, οι μικροσκοπικές σημαίες από τα φύλλα των
ελαιόδεντρων που λικνίζονταν ασημένιες και σταχτοπράσινες όταν φυσούσε ο άνεμος
στην κοιλάδα και τα γύρω υψώματα. Μόλις έπεφτε το σκοτάδι μας κατέθλιβαν οι
άδειοι δρόμοι του χωριού με το ωχρό φως των λαμπτήρων ή το λεπτό στρώμα της
πάχνης που καθόταν πάνω στους αγρούς τα πρωινά, θαμπώνοντας το τοπίο, όμως μόνο
η αδελφή μου έβρισκε το θάρρος να το ομολογήσει στη μητέρα, με τα χνώτα της να
αχνίζουν λευκά πάνω από τα κεφάλια μας. Τρομαγμένος μην σπάσω κάτι υποχρέωνα
τον εαυτό μου να ισορροπεί ανάμεσα σε κρυστάλλινες νιφάδες και σιωπούσα από
έναν φόβο που φάνταζε μεγαλύτερος από το σκοτάδι ή την πρωινή υγρασία. Από το
κάδρο των οικογενειακών αποφάσεων απουσίαζα μονίμως, ίσως σε κάποια γωνία να
φαινόταν τυχαία το πόδι ή η πλάτη μου. Εγώ θα παρέμενα με τους γονείς μας στην
Κρήτη, όπου είχαμε μετακομίσει ένα χρόνο νωρίτερα, κι η αδελφή μου θα επέστρεφε
στην Αθήνα για να μείνει με τους θείους μου.
Από την ημέρα του αποχαιρετισμού μας στο
αεροδρόμιο θυμόμουν αρκετές λεπτομέρειες, ασήμαντες κατά κανόνα. Είχα
εκμεταλλευτεί στο έπακρο την ασυνήθιστη, για τα οικονομικά μας, γενναιοδωρία
των δικών μου στο σταντ με τα Κλασικά Εικονογραφημένα και τις σοκολάτες που
γυάλιζαν στο φως του κίτρινου διαφημιστικού ταμπλό από το γραφείο ενοικιάσεως
αυτοκίνητων. Η κοπέλα στη θυρίδα φορούσε ταγέρ στα χρώματα της εταιρίας. Είχε
τη θλίψη και την αυταρέσκεια των μοναχικών ανθρώπων που κάθονται στο παράθυρο
του δρόμου και προσπαθούν να κερδίσουν τη συμπάθεια των περαστικών ποντάροντας
στη γάτα που χαϊδεύεται στο μανίκι τους. Κάθε τόσο από τις κυλιόμενες σκάλες
κατέβαινε κάτι διαφορετικό. Μια ομάδα νεαρών βορειοευρωπαίων με σακίδια στην
πλάτη, ένας Γιαπωνέζος με ρεπούμπλικα, χαρτοφύλακα και καμπαρντίνα στο χέρι που
κοιτούσε το ρολόι του, ένας μεσήλικας με λυμένο κορδόνι που πριν προλάβει να το
σκεφτεί αντίκριζε με ευγνωμοσύνη και φόβο την κατά πολύ νεότερη σύντροφό του να
έχει χαμηλώσει στο πλάι του για να του το δέσει. Δεν ξεχνούσα ακόμη, σαν να
είχαν ηχογραφηθεί μέσα μου, τις ανακοινώσεις για τις αφίξεις και τις
αναχωρήσεις των αεροπλάνων, σε αγγλικά και ελληνικά, και τη μειλίχια φωνή της
υπαλλήλου που θύμιζε περισσότερο τη ζεστασιά της μητέρας όταν καλούσε την
οικογένεια στο τραπέζι για το μεσημεριανό φαγητό.
Είχα συγκρατήσει λιγότερα από
τις στιγμές που έπρεπε να διευθετηθούν οι τελευταίες εκκρεμότητες για την
αναχώρηση της αδελφής μου. Πέρα από κάθε προσδοκία τη θυμόμουν να βαδίζει μόνη
της προς την έξοδο κι εμείς παρακολουθούσαμε αδρανείς σαν μάρτυρες ενός
παράλογου συμβάντος που θα χρειαζόμασταν χρόνο για να το συνειδητοποιήσουμε. Με
τη ζεστασιά της παλάμης μας ακόμη πάνω στο μάγουλό της και τη μυρωδιά του
μετώπου της στη μύτη μας θα πρέπει να την παρατηρούσαμε αδιαμαρτύρητα να
απομακρύνεται, ως μέρος ενός σοφού θεϊκού σχεδίου που ήταν αδύνατον να διακοπεί,
υποθέτω. Φοβισμένη ή απορημένη θα είχε μάλλον στραφεί προς το μέρος μας μια
τελευταία φορά για να χαιρετήσει, από όσα μπορούσα να φανταστώ χωρίς πραγματικά
να θυμάμαι. Δεν είναι απίθανο ότι το βλέμμα της ίσως είχε προλάβει να περάσει
από πάνω μας σαν μια σκιά που έκτοτε όφειλε να μας συνοδεύει για πάντα.
Ανακαλώ αμυδρά στη μνήμη μου την
αεροσυνοδό που την είχε αναλάβει, το μεταξωτό της φουλάρι με τους χρωματιστούς
κύκλους. Καθώς θα διέσχιζαν μόνες τους το διάδρομο από την αίθουσα επιβίβασης
μέχρι το αεροπλάνο φαντάστηκα μέσα στην κομψή τσάντα της λεπίδες και κοφτερά
μαχαίρια και το χαμόγελό της να εκπέμπει μια απόκοσμη λάμψη. Στη δύση του ήλιου
η λευκή επιφάνεια του αεροσκάφους θα επέστρεφε ένα αδύναμο μελί χρώμα και η
πόρτα θα θύμιζε το μαύρο στόμα ενός μηχανικού κήτους που κατάπινε τους ταξιδιώτες
στην κοιλιά του. Ψηλά στη σκάλα τα μαλλιά της αδελφής μου θα πρέπει να ανέμιζαν
μακριά και καστανά και η παλάμη της συνοδού της, ενός Αβραάμ με κοντή φούστα
και χυτές γάμπες, θα ακουμπούσε ανάλαφρα στο λευκό λαιμό του κοριτσιού και θα
το οδηγούσε. Θα προσπερνούσε τις φωτεινές σειρές των καθισμάτων, χαμογελώντας
δεξιά κι αριστερά στους επιβάτες, και θα έβγαζε το μαχαίρι. Σκεφτόμουν
απελπισμένος αν έπρεπε να προσευχηθώ ή να συνεχίσω τυφλά να φαντάζομαι την
αδελφούλα μου σκυμμένη στο βωμό, τις εκκλήσεις οίκτου και τα αναφιλητά της να
πνίγονται πίσω από τις σφραγισμένες πόρτες και τον ήχο των τουρμπίνων που
δυνάμωναν.
Αν αποσπούσα το βλέμμα μου από
το αεροπλάνο, στην άκρη του αεροδιαδρόμου θα παρατηρούσα τη θάλασσα. Ίσως ένα
πλοίο να έβγαινε από το λιμάνι με λευκό, αφρώδη γιακά γύρω από το ρευστό μπλε
που το κρατούσε στην επιφάνεια. Μια βροντώδης, μπάσα φωνή βγαλμένη από τις
χολυγουντιανές Δέκα Εντολές του Σεσίλ
ντε Μιλ θα μιλούσε σε μια γλώσσα ακατανόητη κι εγώ θα δυσκολευόμουν να ξεχωρίσω
αν ακουγόταν από τον ουρανό ή τα μεγάφωνα του αεροδρομίου. Με ρίγος θα
παρατηρούσα την αδελφή μου να καθρεφτίζεται στη τζαμαρία και να πλησιάζει
βιαστικά προς το μέρος μας, γιατί ένα απίθανο κριάρι θα είχε πάρει τη θέση του
κοριτσιού στην τελετή, κι εγώ θα κατηγορούσα τον εαυτό μου που δεν είχα βρει
νωρίτερα το θάρρος να πιστέψω στο θαύμα. Μετά την πρώτη έκπληξη, αντί για την
αδελφή μου θα έβλεπα τελικά δίπλα μας ένα άγνωστο πρόσωπο, επειδή θα ήμουν
μικρός και ανόητος και δεν θα είχα διαβάσει ακόμη στον Εκκλησιαστή ότι η λύπη
ήταν προτιμότερη από το γέλιο. Θα μου έδινε θλιμμένη όψη στο πρόσωπο και θα μου
μάθαινε τη ζωή[1].
[1] Εκκλησιαστής, 7-3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου