ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΤΣΙΚΟΥΛΗ
Ο άγνωστος κύριος σε προχωρημένο γήρας διάβαζε τις επικεφαλίδες των κυριακάτικων εφημερίδων κι ούτε θα πρόσεχε την είσοδό μου στο κατάστημα ψιλικών, εάν δεν άκουγε την επιλογή μου στον εφημεριδοπώλη, αφού πρώτα τον καλημέρισα, «μου δίνεις την Αυγή;»
Ο άγνωστος κύριος με κοίταξε ξαφνικά, λίγο επίμονα και είπε «Ά... την Αυγή; Να ‘ξερες τι μου θυμίζει...»
-Τι ακριβώς;
-Αν δεν σε χασομερώ, η Αυγή ήταν πρωταγωνίστρια σε ένα γεγονός που η μνήμη μου το κρατάει ακόμα με επιλεκτική φροντίδα, σαν φωτεινή παρένθεση στη γκρίζα εποχή του φόβου, της σιωπής, της ανέχειας και τη σφοδρή επιθυμία για το αντίθετό της. Πολλές φορές το ζω σαν τραύμα πολέμου που με σουβλίζει στου καιρού τα γυρίσματα.
Φθινόπωρο του ’57. Μια Κυριακή, στα ξύλινα καταλλύματα που στέγαζαν τους τριανταέξι εργάτες της εταιρίας «Τεχνοδρόμων Α.Ε.» όταν ανακατασκεύαζε ένα μεγάλο τμήμα της παλαιάς Εθνικής οδού, στα πιο δύσβατα περάσματά της, το πιο απόμακρο, προβληματικό και με πολλά εικονοστάσια... Καταλαβαίνεις...
Εκείνο το συμβάν με μήλος τη έριδος την Αυγή, ανάμεσα στον ψηλό και ιδιότροπο επιστάτη της εταιρίας και σ’ έναν νεαρό εργάτη συγκάτοικο στα παραπήγματα, το αναθυμάμαι πάντα σαν ορόσημο ανάμεσα στη δειλία και την τόλμη, στην εξουσία και τον αντίπαλό της. Ήταν για μας ένας μικρός σεισμός ανεπιθύμητος, αφού τάραζε τις κατεστημένες συνήθειες, τους συμβιβασμούς με την ιδιότροπη φυλακή της ανάγκης.
Εκτός αυτού, ενδόμυχα νιώθαμε τυχεροί και υπόχρεοι σ’ αυτούς που μας προσέλαβαν στη δουλειά και στο πολιτικό μέσο που είχε μεσολαβήσει για την πρόσληψή μας. Την ανεργία τότε, ίσως δεν γνώρισες τι σημαίνει στην κυριολεξία της, όσοι τη ζούσαν τους βλέπαμε σαν δυστυχισμένους, παρακατιανούς, νιώθαμε σχεδόν προνομιούχοι που είχαμε το καθημερινό μεροκάματο, το οποίο μας επέτρεπε, στα όριά του, να σχεδιάζουμε και να ονειρευτούμε όλη εκείνη τη μελωδία των μικρών πραγμάτων, τον ιδιωτικό ωφελιμισμό, που εσείς οι αριστεροί τότε και τώρα αποκαλείται μικροαστικές κακομοιριές.
Έτσι αντέχαμε τη στριμωγμένη ζωή ανάμεσα στα νταμάρια, στα σύννεφα σκόνης, τα φουρνέλα, τις φωνές και τις βρισιές των επιστατών, το θόρυβο απ’ τις μπουλντόζες. Ήχοι αταίριαστοι που τους είχαμε αποδεχτεί σαν μουσική επένδυση σφηνωμένη στα μηλίγγια, κάτι σαν μαζική παραίσθηση. Κι όταν τελείωνε η δουλειά, αργά το απόγευμα –το οχτάωρο ήταν άγνωστη λέξη– ήταν οι ώρες σαν μικρή απελευθέρωση.
Κι όταν ερχόταν η Κυριακή, αχ... η Κυριακή αργία, μια γιορτή που μας επέτρεπε λίγη καθαριότητα, την αρκετή απόλαυση του θανάσιμου ύπνου, χρονικό διάστημα να κοιτάξουμε τον ουρανό, τις εικόνες του τοπίου, να φρεσκάρομε την αλληλο-υποτιμημένη μας συναδελφικότητα. Τη μικρή αυτή αλλαγή τη νιώθαμε σαν να φοράς το τριμμένο, λερωμένο παλτό, με τη φόδρα γυρισμένη απ΄έξω.
Ανάμεσα σε δυο φαλακρές λοφοσειρές, σ’ ένα μικρό κοίλωμα πάνω απ’ το φιδωτό δρόμο ήταν τα καταλύμματα. Στα τέλη του Σεπτέμβρη ήρθαν να προστεθούν δύο καινούριοι εργάτες, νέα παιδιά, νεότεροι από μας, ο ένας αποτυχών σπουδαστής κι ο άλλος ένας γεροδεμένος εικοσάρης, παιδί αυθόρμητο στα λόγια και στις σκέψεις, μέχρι παρεξηγήσεως. Έλεγε πως ήθελε να γίνει αθλητής, ηθοποιός, αεροπόρος κι εμείς τον αντιμετωπίζαμε με κρυφή αντιπάθεια διότι αγνοούσε τι σημαίνει μοιρολατρική αποδοχή των επιλογών του Θεού.
Κάθε Κυριακή το διερχόμενο αυτοκίνητο «Πρακτορείο Αθηναϊκού Τύπου» είχε καθιερωμένο να μας πετά ο συνοδηγός απ’ το παράθυρο μια εφημερίδα, «Εθνικός Κύρηξ», «Ακρόπολη», άντε και κανένα «Βήμα». Έτσι μαθαίναμε, όσοι είχαν κουράγιο και ήξεραν να διαβάζουν, το περίγραμμα της ζωής στον υπόλοιπο κόσμο.
Ένα κυριακάτικο πρωινό ο καινούριος συνοδηγός του πρακτορείου έριξε μια «Αυγή». Πήγε ο νεαρός εργάτης και την πήρε, λίγο βρεγμένη επάνω στα χαλίκια. «Θα τη διαβάσω πρώτα εγώ κι ύστερα οι άλλοι», είπε, κι άρχισε να ψάχνει τις σελίδες της να βρει τα αθλητικά ή καμιά γυμνή, «να σπάσουμε πλάκα», όπως έλεγε. Καταλάβαμε όλοι πως δεν είχε ιδέα τι σημαίνει «Αυγή». Κάποιος τον συμβούλεψε να την πετάξει – «τι δουλειά έχει αυτή εδώ μέσα;», είπε, και δικαιολογημένα, αφού νιώσαμε την παρουσία της σαν θανάσιμη απειλή, αιτία να χάσουμε τη δουλειά μας αν το μάθαινε ο επιστάτης, «το σκυλί» όπως τον λέγαμε, αφού είχε αδερφό εισαγγελέα στο Βόλο, στρατοδίκη στον εμφύλιο, που έστελνε πολλούς αριστερούς στο εκτελεστικό απόσπασμα, κι όπως έλεγαν όσοι τον ήξεραν «ήταν πολύ θεοφοβούμενος». Ο νέος δεν γνώριζε απ’ αυτά. Διάβαζε αμέριμνα τα χοντρά γράμματα, ενώ εμείς αλληλοκοιταχτήκαμε, ίσως και κάποιοι να τον υποψιάστηκαν για αριστερό.
Εκείνη την εποχή, και ειδικά στην εταιρία μας, ό,τι είχε σχέσει με την Αριστερά απαγορευόταν αυστηρά. Αριστερός ίσον πρόσωπο ένοχο, παράδειγμα προς αποφυγή. Αν είχες τη ρετσινιά του αριστερού ήσουν καταδικασμένος στη φτώχια, στους διωγμούς, στην οδυνηρή περιπέτεια. Κι εμείς εκείνο το κυριακάτικο, φθινοπωρινό πρωινό, να έχουμε ανάμεσά μας το έντυπο οπλοστάσιο της κομμουνιστικής «Αυγής»... Καταλαβαίνεις.
Δευτέρα πρωί, έξω έριχνε καταιγίδα, ήρθε το επιστάτης, ο Μάνθος, αγριεμένος, θυμωμένος με τον καιρό και ενημερωμένος όπως φάνηκε. Ρώτησε, «ποιος είναι αυτός που έφερε την Αυγή εδώ μέσα;» Ο νεαρός, ξαπλωμένος όπως ήταν, είπε: «γιατί; κακό είναι;» Ο επιστάτης δεν περίμενε τέτοια απάντηση. Πιο αγριεμένος, απείλησε: «Δος τη μου εδώ, μη σε πλακώσω, κόπανε...»
Ο νεαρός σηκώθηκε ατάραχος, λέγοντας: «Άσε τις φοβέρες σε μένα. Δε στη δίνω, τράβα στην καντίνα να διαβάσεις, όλες τα ίδια λεν, γιατί τόση λύσσα για την Αυγή;» Ο επιστάτης είπε ένα μακρόσυρτο «καλά» κι έφυγε βρίζοντας. Θυμωμένος έδειχνε κι ο νεαρός. Δεν καταλάβαινε τη λογική του παθιασμένου επιστάτη. Ούτε τις δικές μας φοβικές συμβουλές και τι σημαίνει όργανο της ΕΔΑ. «Ακούστε», είπε, «Ό,τι θέλω θα διαβάζω, τι έχει μωρέ η εφημερίδα. Εγώ από πείσμα θα τη διαβάζω, να τον κάνω να σκάσει. Κι όποιου του αρέσει...»
Το συμβάν διαδόθηκε σαν αστραπή. Ο επιστάτης φρόντισε να ενημερώσει το διοικητή του τμήματος χωροφυλακής, το έμαθε ο διοικητής των ΤΕΑ. Την άλλη μέρα πέρασαν δήθεν να ρωτήσουν πως τα περνάμε. Απ’ τους εργάτες των γύρω χωριών μάθαμε ότι το συζητούσαν στα καφενεία ψιθυριστά. Όλοι είμασταν σίγουροι ότι οι μέρες του νεαρού στη δουλειά ήταν μετρημένες. Δεν ξέραμε όμως πως ο γενικός διευθυντής της εταιρίας ήταν θείος του, κι όταν ο επιστάτης ενημέρωσε την εταιρία για τον ύποπτο νεαρό, ξαφνιάστηκε με την απάντηση του διευθυντή, όταν του είπε: «ασ’ τον, παιδί είναι, δικός μου είναι ...από καθαρή οικογένεια».
Τις μέρες που ακολούθησαν ο επιστάτης φάνηκε αλλαγμένος απέναντί μας. Το ίδιο και οι διάφοροι αξιωματούχοι της εταιρίας – ποιος ξέρει τι είχαν βάλει με το νου τους. Άλλαξε το κλίμα, λιγόστεψε το ωράριο, ακόμα και η κόρη του καντινιέρη, μια ζουμερή εικοσάρα ξεθαρρεμένη με τους διοικούντες του εργοταξίου σε βαθμό να την υποψιαζόμαστε ότι τους εξυπηρετούσε ποικιλοτρόπως, την ώρα του φαγητού είπε: «μωρέ σας έκανε ο νεαρός με τα κρεμμυδάκια, χάσατε τον ύπνο σας».
Ο νεαρός κάθε Κυριακή έπαιρνε την «Αυγή» «υπό την προστασία του», όπως έλεγε. Την πιάναμε κι εμείς στα χέρια μας. Ο νεαρός έφυγε στο τέλος του Νοέμβρη. Τον αποχαιρετήσαμε με κρυφή ανακούφιση και περηφάνια. Ήταν σαν ήρωας που ταρακούνησε το μικρό φοβικό μας σύμπαν. Εγώ του έσφιξα το χέρι. Είχα συγκινηθεί που τόσο τον είχαμε παρεξηγήσει όταν ήρθε. Με χτύπησε φιλικά στον ώμο.
Πέρασαν χρόνια. Τυχαία τον συνάντησα στο τμήμα συντάξεων του ΙΚΑ. Είχε άσπρα, μαλλιά, ήταν αδύνατος. Γνωριστήκαμε ξαφνιασμένοι. Λόγια χαράς. Τον ρώτησα αν θυμόταν τότε με την «Αυγή» στα έργα. Μου απάντησε: «ποτέ δεν το ξέχασα»
Εξεπλάγην όταν μου φανέρωσε πως ήταν ενημερωμένος για το τι σήμαινε «Αυγή» και ΕΔΑ όταν ήρθε στο συνεργείο. Είχε ένα φίλο στη συνοικία της πόλης που ζούσε, διωγμένη οικογένεια για πολιτικά φρονήματα. Ο πατέρας ήταν πλασιέ βιβλίων και στο σπίτι διάβαζαν πάντα την «Αυγή». Τέτοιες φιλίες είναι ιερές και δεν τις προδίδεις μπρος στον κάθε επιστάτη βλακόμουτρο. «Εκείνη την ώρα ήταν σαν να υπερασπιζόμουν το φίλο μου και την οικογένειά του. Και από κείνο το συμβάν και μετά έγινα μόνιμος αναγνώστης της «Αυγής». Ακόμα και στη Σουηδία που έζησα μετανάστης, η «Αυγή της Κυριακής» μου είχε γίνει η πιο λαχταριστή συντροφιά, κάτι σαν το σκίρτημα της πρώτης αγάπης, κι ακόμα συνεχίζω... Τώρα καταλαβαίνω βέβαια το περιεχόμενό της, αν και δεν συμφωνώ σε όλα. Τη θέλω πιο ανοιχτή στην ψυχοσύνθεση του αναγνώστη κι όχι μονότονα καταγγελτική. Τη δικαιολογώ όμως, είναι τόσες οι ανάγκες της και παρόλα αυτά τη νιώθω σαν το θαρραλέο φροντιστήριο σκέψης. Κι όπως λέει κι η γυναίκα μου: «η Κυριακάτικη Αυγή είναι η πιο γνήσια ‘καλημέρα’ κόντρα στη μεταλλαγμένη και διαπλεκόμενη πληροφόρηση».
Απόστολος Πλαχούρης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου