21/1/12

Η λογοτεχνική λογοκρισία σήμερα

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

[«Εύνοια και δυσμένεια του Τύπου σε είδη λογοτεχνίας»∙ εισήγηση στην ημερίδα Λογοκρισία/Λογοκλοπή, που διοργάνωσαν η Εταιρεία συγγραφέων, η Κοινωνία των (δε)κάτων και το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ]

Το θέμα της παρέμβασής μου, όπως μου ανατέθηκε από τους διοργανωτές, με αυτόν ακριβώς τον τίτλο, «Εύνοια και δυσμένεια του Τύπου σε είδη λογοτεχνίας», αποτυπώνει μια ολόκληρη αντίληψη και, με τα συμφραζόμενα που ενεργοποιεί, σχεδόν απαντά προκαταβολικά στα εννοούμενα ερωτήματα. Ήδη ο τίτλος μάς λέει, ότι κάποια λογοτεχνικά είδη, όπως π.χ. το μυθιστόρημα, το δημοσιογραφικό χρονικό, οι βιογραφίες, απολαμβάνουν την εύνοια του Τύπου, ενώ άλλα είδη, λιγότερο εμπορικά, ενδεχομένως και ευγενέστερα, όπως π.χ. η ποίηση, το διήγημα, το λογοτεχνικό δοκίμιο, βρίσκονται σε δυσμένεια. Οι αιτίες που συμβαίνει αυτό αφορούν την εμπορικότητα του κάθε είδους, ίσως όμως και κάποια εγγενή προκατάληψη απέναντι στις τέχνες, όσων κατέχουν την εξουσία του Τύπου. Εξαιρούνται βέβαια οι «καλοί», φερ’ ειπείν τα λογοτεχνικά περιοδικά, καθώς και κάποιες σελίδες βιβλίου, όπως π.χ. αυτές της Αυγής, τις οποίες επιμελούμαι και ως φορέα αυτής της εξαίρεσης μου ανετέθη να αναπτύξω το συγκεκριμένο θέμα.

Όλα αυτά όντως περιγράφουν μια πραγματικότητα και αρκετές παθολογίες, όμως πρόκειται για τη μισή αλήθεια. Γιατί, με βάση την αντίληψη που κυριαρχεί σήμερα στη λογοτεχνική συντεχνία, όποιος έχει γράψει μερικά υποφερτά ή συμπαθητικά ποιήματα, και δεν ανακηρύχθηκε ύπατος των συγγραφέων, δικαιούται να νιώθει θύμα της εμπορευματοποίησης της τέχνης, ο κάθε άδοξος ηθογράφος, του βουνού και του λόγγου, της πλατείας Ομονοίας ή της κρεβατοκάμαρας, να νιώθει επίσης θύμα του σταρ σύστεμ, ο κάθε συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων να νιώθει προδομένος από την άκαρδη Κλειώ αυτοπροσώπως, και όλοι μαζί να νιώθουν, ως διάκονοι της τέχνης, ολίγον επικίνδυνοι για το «κατεστημένο», όπως μαρτυρεί και ο ισχνός, υποτυπώδης, αλλά δεόντως «αντιστασιακός» λόγος τους, όποτε επιχειρούν να μιλήσουν για τη λογοτεχνία. Πρόκειται για μια ξεθυμασμένη νεορομαντική αντίληψη, που συναρθρώνεται με την επίσης κυρίαρχη ιδεολογία του μακρυγιαννισμού, καταλήγοντας έτσι στην εθνική νεύρωση του «ανάδελφου έθνους» και στις δακρύβρεχτες λυρικές κορώνες για την παραπεταμένη ποίηση και τους αναξιοπαθούντες συγγραφείς.
Αυτή η αντίληψη, για να αναπαραχθεί χρειάζεται μια σειρά από βολικές ιδεοληψίες, που συσκοτίζουν τα δεδομένα, τα οποία φυσικά άλλα μαρτυρούν. Για παράδειγμα, οι παραχωρήσεις, υπέρ της εμπορικότητας και εις βάρος της ποιότητας, που όντως συμβαίνουν, δεν περιορίζονται στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας. Εδώ και κάμποσα χρόνια, τα πιο γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά κυκλοφορούν μόνο αν έχουν κάποιο αφιέρωμα, το οποίο απαραιτήτως αφορά έναν πολύ γνωστό συγγραφέα ή ένα πιασάρικο θέμα, για το οποίο γράφουν κυριολεκτικά οι πάντες, ενώ πάντα προσφέρεται μαζί κι ένα  CD, όπου διαβάζει ένας γνωστός ηθοποιός. Και σχεδόν πάντα, πρόκειται για αφιερώματα χωρίς κανένα λογοτεχνικό διακύβευμα. Απ’ όλα δε τα περιοδικά έχει εγκαταλειφθεί ο ουσιαστικός ρόλος τους, που είναι να ανακαλύπτουν, να επιλέγουν, να προτείνουν και να επιβάλλουν καινούριους συγγραφείς, με κριτήρια αμιγώς αισθητικά.
Δεύτερο παράδειγμα, το γεγονός ότι οι κριτικοί λογοτεχνίας που γράφουν στις εφημερίδες, στενάζοντας κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη της εμπορικότητας, όταν γράφουν στα λογοτεχνικά περιοδικά γράφουν για τα ίδια ή απολύτως ανάλογα βιβλία, και γράφουν ακριβώς τα ίδια πράγματα, με τα ίδια αναλυτικά εργαλεία, με την ίδια γλώσσα. Τέτοια, «απ’ το παράθυρο» δικαίωση και νομιμοποίηση των ιδεολογικών μηχανισμών που συνιστούν τα μεγάλα εμπορικά ΜΜΕ, δεν θα μπορούσε να σκεφτεί ούτε ο πιο διεστραμμένος νους.
Τρίτο παράδειγμα, τα αυξανόμενα με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου λογοτεχνικά βραβεία, τα οποία κανένας «κακός» δεν καθιέρωσε, αλλά προκύπτουν μέσα από τους κόλπους της λογοτεχνικής συντεχνίας, ή με τη συνέργειά της, προκύπτουν από την «επαιτεία της αναγνώρισης», όπως το είπε ο Βύρων Λεοντάρης. Κι εκεί η ποίηση υπολείπεται της πεζογραφίας, το δοκίμιο σπανίζει, αλλά κυρίως απουσιάζουν τα κριτήρια, απουσιάζει ο κριτικός λόγος επί των βραβευομένων βιβλίων, κι έτσι νομιμοποιείται και αναπαράγεται απρόσκοπτα η αυθαιρεσία τού «μου αρέσει – δεν μου αρέσει», δηλαδή ο πιο ασφαλής δρόμος για να οδηγηθεί ο αναγνώστης αποκλειστικά στα «ευπώλητα» είδη λόγου.
Όμως, όλη αυτή η συνθήκη, για να εμπεδωθεί ως κοινωνική ταυτότητα, δηλαδή ως λογοτεχνική συντεχνία, χρειάζεται απαραιτήτως κι έναν ευδιάκριτο «εχθρό». Ποιος είναι αυτός; Εκείνη η λογοτεχνία που βρίσκει μόνη της το δρόμο προς το μεγάλο αναγνωστικό κοινό, δηλαδή τα ευπώλητα βιβλία της λαϊκής (της ποπ, αν προτιμάτε) πεζογραφίας της εποχής μας, τα οποία βιβλία, από άποψη λογοτεχνική, δεν έχουν ουσιαστικές διαφορές από αυτά των «σοβαρών» συγγραφέων, διαφορές με βάση τις οποίες μπορεί κανείς να διακρίνει την τέχνη από τη μη τέχνη∙ αντίθετα, παρουσιάζουν άπειρες ομοιότητες. Η ταμπέλα, ο χαρακτηρισμός του καθενός και της καθεμιάς οφείλεται περισσότερο στις δημόσιες σχέσεις του και την κουτοπονηριά του, ακόμα και στον εκδότη του, παρά σε ποιοτικά κριτήρια. Άλλωστε, τη στιγμή που ζούμε την ιστορική κόπωση της λογοτεχνίας πλοκής και μονοφωνικών χαρακτήρων, όπως διαπιστώνεται από τόσες και τόσες θεωρητικές μελέτες, πώς μπορούν να μπουν σαφείς διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε τρέχοντα βιβλία, αφηγηματικά τόσο υποτυπώδη αλλά και τόσο ομοειδή; Τα μυθιστορήματα των «σοβαρών», όπως και αυτά της λαϊκής πεζογραφίας, απλώς αφηγούνται μια ιστορία, μέσα από τη δράση κάποιων χαρακτήρων, με γλώσσα βατή και κατά το δυνατόν άμεση, με ρυθμό λίγο αργό ή λίγο πιο έντονο, με ήπιο φλουτάρισμα των εικόνων, κατά προτίμηση με λυρικές-ονειρικές και σπανιότερα σουρεαλιστικές «πινελιές», με τα συνήθη φλας-μπακ και τις αναμενόμενες ανατροπές. Κι αυτό είναι όλο. Ως αφηγήσεις, είναι ομοειδείς των καλών τηλεταινιών και των προσεγμένων χολλυγουντιανών περιπετειών, τις οποίες όλοι πιστεύω πως παρακολουθούμε, τουλάχιστον στην τηλεόραση.
Έτσι, οι κατά καιρούς αψιμαχίες και συκοφαντίες, των «σοβαρών» (επίδοξων) εμπορικών συγγραφέων, κατά της λαϊκής, όντως εμπορικής πεζογραφίας, δεν αφορούν την τέχνη του λόγου και το μέλλον της, αλλά μια θέση στη λίστα των ευπώλητων. Πρόκειται δε για σκιαμαχίες, αφού το αποτέλεσμα το ξέρουμε εκ των προτέρων: στο φαντασιακό της λογοτεχνικής συντεχνίας, καθώς και στο πεδίο των μικροαστικών συμβολισμών, οι «καλοί» θα κατατροπώσουν τους «κακούς» (όπως ακριβώς και στα βιβλία τους). Το αποτέλεσμα το εγγυώνται οι βέλτιστες και πολυποίκιλες σχέσεις των «καλών» με τα πολιτιστικά τμήματα των εφημερίδων, με τα λογοτεχνικά περιοδικά, εσχάτως και με τις τηλεοράσεις, ενίοτε με πανεπιστημιακά τμήματα φιλολογίας, πάντα με όλους τους διαθέσιμους κρατικούς και άλλους μηχανισμούς, ανυπερθέτως δε με την αθλιότητα που ονομάζεται ΕΚΕΒΙ. Άλλωστε, αυτές οι σχέσεις είναι που τους καθιστούν «σοβαρούς». Κάπως έτσι, με τις ευγενέστερες των προθέσεων και σχεδόν ανεπαισθήτως, εμπεδώνεται μια καραμπινάτη, ανοικτή μορφή λογοκρισίας, των «σοβαρών» πεζογράφων κατά της λαϊκής πεζογραφίας της εποχής μας, μια λογοκρισία που ως συνενοχή αναπαράγει και συνέχει τη λογοτεχνική συντεχνία. Μια λογοκρισία που πραγματώνεται με αποκλεισμούς: από σελίδες εφημερίδων και περιοδικών, από λίστες βραβείων, απ’ τον λόγο περί λογοτεχνίας, που έτσι κι αλλιώς είναι ο τρέχων λόγος, περί της τρέχουσας λογοτεχνίας.
Κατ’ ουσίαν, και οι μεν και οι δε, επιχειρούν να γράψουν αστικό μυθιστόρημα, το οποίο στα καθ’ ημάς δεν ευδοκίμησε μετά από τόσες δεκαετίες μοντερνισμού, και ακόμα και σήμερα, στη μεταμοντέρνα εποχή, συνεχίζουν να το ψάχνουν αγχωτικά οι περισσότεροι πεζογράφοι, οι εκδότες, και σχεδόν όλοι οι κριτικοί. Σε αυτή τη μάταια και μάλλον εκπρόθεσμη αναζήτηση του αστικού μυθιστορήματος συμπίπτουν και αναλώνονται οι «σοβαροί» και οι λαϊκοί μυθιστοριογράφοι, βουλιάζοντας στην ατελεσφορία. Επειδή όμως η συνάντηση με το μεγάλο κοινό, η «ευπωλησία», για το αστικό μυθιστόρημα είναι συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ, το γεγονός ότι την διαθέτει άνετα η λαϊκή πεζογραφία βιώνεται ως απειλή από τους «σοβαρούς», ως προβάδισμα προς το επιζητούμενο αστικό μυθιστόρημα. Έτσι, ως απάντηση, εκτρέφουν και ασκούν αυτή τη σημαντική, για τα λογοτεχνικά μας ήθη, μορφή λογοκρισίας, έναντι της λαϊκής πεζογραφίας, άσχετα αν το αστικό μυθιστόρημα παραμένει, και θα παραμείνει, ανεύρετο για όλους. Άλλωστε, οι καθωσπρέπει, μικρομεσοαστικού ορίζοντα αφηγήσεις όλων των μέχρι τώρα «σοβαρών» της πεζογραφίας μας, αλλά και οι «λαϊκές» αφηγήσεις, που κι αυτές έχουν μακρά ιστορία, ποτέ δεν αξιώθηκαν την πληρότητα και τη λειτουργία του αστικού μυθιστορήματος. Απόδειξη, το γεγονός ότι κανένας λογοτεχνικός «χαρακτήρας» δεν έχει μέχρι τώρα σφραγίσει και οργανώσει το νεοελληνικό φαντασιακό, παρά μόνο οι κινηματογραφικοί χαρακτήρες του Αυλωνίτη, του Φωτόπουλου και των υπολοίπων.

***

Αν αποστασιοποιηθούμε από τη λογοτεχνία ως καταναλωτικό προϊόν και πολιτισμικό φαινόμενο, αν την προσεγγίσουμε με κριτήρια όχι ποσοτικά και κοινωνικά αλλά αισθητικά, τότε η «Εύνοια και δυσμένεια του Τύπου σε είδη λογοτεχνίας» αποκτά και μια άλλη διάσταση. Για παράδειγμα, δεν ενδιαφέρει καθόλου η σημασία και η έκταση που δόθηκε τα τελευταία 20-25 χρόνια στα ποιητικά βιβλία συνολικά, αλλά αν αναδείχθηκαν εκείνα που, σε αυτά τα χρόνια, προώθησαν τη γλώσσα της ποίησης. Και εν προκειμένω, από την άποψη όχι των ποιητών που ενδιαφέρονται για το βιβλιαράκι τους αλλά από την άποψη της ποίησης, είναι τελείως αδιάφορο αν αφιερώθηκαν 500 σελίδες, ή καμία σελίδα, σε συλλογές νεωτέρων, οι οποίοι επαναλαμβάνουν, αμέριμνα, τον Σεφέρη, τον Αναγνωστάκη, τον Κοντό ή τη Ρουκ. Από την άποψη της ποίησης, το κριτήριο είναι πόσες σελίδες αφιέρωσαν, τα ένθετα των εφημερίδων και κυρίως τα λογοτεχνικά περιοδικά, π.χ. στον Ηλία Λάγιο. Εδώ, ο απολογισμός είναι τραγικός. Τραγικότερο όμως, και ίσως ενδεικτικότερο, είναι ένα άλλο παράδειγμα.
Για την πεζογραφία του Θανάση Βαλτινού έχουν γραφεί πάρα πολλές σελίδες, σε βαθμό που να μπορεί να θεωρηθεί ως ένας συγγραφέας ευνοημένος από τη δημοσιότητα. Αν όμως δει κανείς τι ακριβώς έχει γραφεί, θα διαπιστώσει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κειμένων μιλά για έναν συγγραφέα που με αδρές γραμμές αναδεικνύει τον λυρισμό της ελληνικής υπαίθρου και της πετραίας μοίρας, που με όχημα τη δωρικότητα της γραφής του ανακαλεί εκείνη την ανεπανάληπτη αψάδα του επαρχιακού προφορικού λόγου, και άλλα τέτοια. Εν ολίγοις, ο Βαλτινός έχει εισπραχθεί ως ένας συγγραφέας πάνω κάτω σαν τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, τον Χριστόφορο Μηλιώνη ή τον Σωτήρη Δημητρίου, ενδιαφέροντες συγγραφείς και οι τρεις, αλλά με τους οποίους δεν έχει καμία απολύτως σχέση. Η λογοτεχνική μας συνθήκη, η κριτική αλλά και η φιλολογική, όλα αυτά τα χρόνια, αρνείται να αποδεχθεί και να κρίνει τον Βαλτινό ως μεταμοντέρνο συγγραφέα, το δε είδος που γράφει ως μεταμυθοπλασία. Προσπερνά δε, κλείνοντας πεισματικά τα μάτια, τις τεχνικές της πολυφωνίας και της διακειμενικότητας, που χαρακτηρίζουν τη μεταμυθοπλασία του Βαλτινού. Όλα αυτά τα χρόνια, συνεργούντος και του ιδίου, τον επαινεί και τον βραβεύει για κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι: φανταστείτε έναν γευσιγνώστη που αποφαίνεται επί των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών ενός κρασιού, το οποίο θεωρεί πως είναι π.χ. Σαμιώτικο, δηλαδή κρίνει τη γλυκύτητά του ή το χρώμα του ως Σαμιώτικου, ενώ πρόκειται για Cabernet... Αυτή λοιπόν, η δεύτερη μορφή «δυσμένειας», αφορά τις αισθητικές τομές που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια, είναι γενικευμένη, και επίσης καταλήγει σε οιονεί λογοκρισία.
Η κυρίαρχη σήμερα λογοτεχνική αντίληψη όντως εκφράζεται με όρους «εύνοιας» και «δυσμένειας», όροι που παραπέμπουν σε σχέσεις εξουσίας και καθόλου στη λογοτεχνία ως καλλιτεχνικό γεγονός. Είναι μια καθεστωτική αντίληψη, που φυσικά δεν περιορίζεται στους μηχανισμούς των «υψηλών κλιμακίων» αλλά αποτελεί το τσιμέντο, όπως το είπε ο Γκράμσι, που συνέχει όλη τη λογοτεχνική συνθήκη. Όμως, ένα λογοτεχνικό βιβλίο, ένα ποίημα, ένα δοκίμιο, νοούμενο ως έργο τέχνης, είτε θα πορεύεται σε γνωστούς δρόμους, αναμασώντας έτοιμες φόρμες, αναπαράγοντας κυρίαρχα στερεότυπα, διακοσμώντας και ανακουφίζοντας την καθημερινότητα, είτε θα υπερβαίνει την κρατούσα αισθητική, θα αναζητά το καινούριο, θα δημιουργεί τον επόμενο κρίκο στη διαδικασία της τέχνης, εγκαθιδρύοντας καινούριες μορφές, δηλαδή σχέσεις της ανθρώπινης αντίληψης με την πραγματικότητα. Ή τουλάχιστον θα προσπαθεί. Θα κομίζει εις τέχνην, όπως το είπε ο Καβάφης. Και σχεδόν πάντα, τουλάχιστον από την εποχή του Ροΐδη και μετά, όλα αυτά δεν γίνονται με τους όρους της προσχηματικής αλλά και καθεστωτικής κοσμιότητας που περιγράφει το δίπολο «εύνοια-δυσμένεια». Γίνονται με όρους αντιπαλότητας και πολεμικής, συχνά με έπαρση και απολυτότητα, συνήθως το θάρρος δεν αρκεί αλλά χρειάζεται θράσος και υπερβολή, ενίοτε ειρωνεία και χλευασμός, απαιτούνται επιλογές και διακρίσεις, λαμβάνουν χώρα αποκλεισμοί και εξοντώσεις, και όλα όσα ωραία διαβάζουμε στην ιστορία των καλλιτεχνικών κινημάτων. Όλα όσα περιγράφουν την ιστορική διαδρομή της λογοτεχνίας, όχι ως γαϊτανάκι ποιητικών απαγγελιών, μικροαστικών τεΐων, τελετών βραβεύσεως και εσπερινών περιπάτων, αλλά ως ακολουθία αισθητικών τομών και ρήξεων.
Με φόντο αυτή την εικόνα της λογοτεχνίας σάς ζητώ να ανεχθείτε την παρέμβασή μου, το γεγονός δηλαδή ότι προτίμησα να πω τα όσα αντιρρητικά και αποδομητικά είπα, αντί να ξιφουλκήσω εκ του ασφαλούς κατά των εκ προοιμίου «κακών», στάση που θα μου εξασφάλιζε μια αυτόχρημα τιμητική θέση ανάμεσα στους «καλούς». Με φόντο αυτή την εικόνα της λογοτεχνίας, εύκολα μπορεί να δει ο καθένας γιατί θεωρώ τους «καλούς», δηλαδή τους δημοσιογράφους, τους συγγραφείς, τους ανθρώπους των  λογοτεχνικών περιοδικών, το ίδιο υπεύθυνους με τους «κακούς», το ίδιο αδιάφορους απέναντι στη λογοτεχνία ως τέχνη, το ίδιο αδιάφορους για τη λογοτεχνία ως τέχνη.
Παρ’ όλα αυτά, παραμένει αναπάντητο ένα ερώτημα εύλογο. Ο αποκλεισμός, ο ρατσισμός απέναντι στη λαϊκή πεζογραφία, έχει ως κίνητρο μια θέση στη λίστα των ευπώλητων. Επιπλέον, έτσι περιχαρακώνεται και αναπαράγεται η λογοτεχνική συντεχνία. Ωραία! Μέχρις εδώ υπάρχει μια κάποια λογική, ένα αποτέλεσμα, ένα όφελος. Όμως, τι προσδοκά η λογοτεχνική συντεχνία, όταν ασκεί τη δεύτερη μορφή λογοκρισίας, την αισθητική λογοκρισία; Δηλαδή, τι προσδοκούν κριτικοί λογοτεχνίας, πανεπιστημιακοί φιλόλογοι, εκδότες και διευθυντές περιοδικών, βραβευτές, κλπ, άνθρωποι κατά τεκμήριο σοβαροί, που γνωρίζουν δε επαρκώς την ιστορία της λογοτεχνίας, δηλαδή γνωρίζουν τους νόμους αυτής της διαδικασίας, στην οποία τώρα μετέχουν οι ίδιοι; Μα δεν καταλαβαίνουν ότι εκτίθενται; ότι κάποτε θα κριθούν; Φυσικά και καταλαβαίνουν, φυσικά και γνωρίζουν ποια είναι τα σημαντικά λογοτεχνικά συμβάντα και διακυβεύματα της εποχής μας. Άρα; γιατί δεν αναμετρώνται μαζί τους; γιατί δεν τα αναδέχονται; Απλούστατα, γιατί κάτι τέτοιο έχει κόστος, τινάζει στον αέρα ισορροπίες, καριέρες, έντυπα, τους βγάζει εκτός, ή έστω στο περιθώριο των κοινωνικών συναναστροφών. Έτσι, σκεπτόμενοι ως τυπικοί μικρομεσοαστοί, καταλήγουν πως είναι προτιμότερο να ποντάρει κανείς στην «αθωότητα της άγνοιας». Και εν προκειμένω, αν ο προαναφερθείς Λάγιος, και πας όμοιός του, εξωθηθεί στην αφάνεια, οι συγκαιρινοί του ουδεμία ευθύνη φέρομεν, που δεν καταλάβαμε ότι υπήρξε. Αυτός ήταν ο «αντιληπτικός ορίζοντας» της εποχής μας. Αν ο προαναφερθείς Βαλτινός, και πας όμοιός του, συνεργήσει στην ανώδυνη, ψευδεπίγραφη είσπραξή του, στον αισθητικό ευνουχισμό του, ομοίως. Παρ’ ότι λοιπόν ξέρουμε ή έστω υποψιαζόμαστε τι συμβαίνει και τι μέλλει να συμβεί, εμείς από τη μια βολευόμαστε στο παρόν, απολαμβάνοντας ό,τι μπορούμε, όσο μίζερο κι αν είναι, και κυρίως απολαμβάνοντας το δικαίωμα στη νωχέλεια, και απ’ την άλλη παραμένουμε αθώοι στο μέλλον, έστω «εν πλήρει συγχύσει» αθώοι. Κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήσει που δεν υπερέβημεν τα αισθητικά κριτήρια της εποχής μας... Αλί και τρις αλί σε όποιους τολμήσουν να σπάσουν το πέπλο της συνενοχής και της συνακόλουθης σιωπής, να μιλήσουν για τις τομές και τις υπερβάσεις όταν αυτές συμβαίνουν, μέσα στη συγχρονία. Κι επειδή όλοι γνωριζόμαστε, όλοι γνωρίζετε, πολύ καλά, σε τι ακριβώς αναφέρομαι.
Συνοψίζω: η «δυσμένεια» του «μέσου όρου», όπως ασκείται από εφημερίδες, λογοτεχνικά περιοδικά, λογοτεχνικά βραβεία, κριτικά κείμενα, βιβλιοπαρουσιάσεις, ημερίδες, και όλα όσα ορίζουν τη λογοτεχνική συνθήκη, στοχεύει προς δύο κατευθύνσεις, προς δύο «εχθρούς»: αφ’ ενός προς την λαϊκή, την όντως εμπορική πεζογραφία του «περιεχομένου» (για να προστατευθεί η ομόλογη αλλά εμπορικά ατελέσφορη πεζογραφία των «σοβαρών» και η παρεπόμενη συντεχνία), και αφ’ ετέρου προς εκείνη τη λογοτεχνία που είναι αποτέλεσμα και τεκμήριο της αγωνίας της μορφής (γιατί η προσέγγισή της απαιτεί θεωρητική ενημέρωση, κριτική εγρήγορση, θάρρος γνώμης, και άλλα κοπιώδη κι επικίνδυνα πράγματα). Και είναι λογοκρισία το όνομα που της πρέπει, αυτής ακριβώς της «διμέτωπης» συνθήκης, η οποία ως αντίληψη, ως ιδεολογία, ως αισθητική, ως κοινωνική αναφορά, αποτυπώνει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, υπεραξίωσης, κυριαρχίας και περιχαράκωσης της «μεσαίας τάξης», και εν γένει του «μεσαίου χώρου». Μα αυτή είναι μια άλλη συζήτηση, που χρειάζεται άλλες προϋποθέσεις για να διεξαχθεί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: