ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΚΙΑΔΑΡΕΣΗ
Δημήτρης Πετσετίδης- Βροχές |
Έχουν περάσει κιόλας χειμώνες έξι στην Ελλάδα. Η Αμίνα περπατάει στα δέκα, πηγαίνει στο δημοτικό της γειτονιάς, εγγυήθηκε γι’ αυτήν η κυρία Ζωή, έκλεισε πριν τρεις μέρες τα ενενήντα, τους κάλεσε να φάνε, μαγείρεψε η γυναίκα του αρνί στο φούρνο, νόστιμο ήταν. Κι αύριο, Χριστούγεννα, τους κάλεσε ν’ ανέβουν να περάσουνε μαζί, όπως και πέρσι. Θ’ ανέβουν, πού αλλού να πάνε; Αν και είναι μουσουλμάνος, θέλει η Αμίνα του να μεγαλώνει με τις γιορτές των χριστιανών, σαν τους συμμαθητές της, κι ας έχει άλλο χρώμα κι άλλο θρήσκευμα.
Μιλάει σαν Ελληνίδα! Τις μέρες που πρωτοήρθαν άκουγε γύρω της ελληνικά κι έμενε μ’ ανοιχτό το στόμα. Τώρα μιλούν κι αυτοί ελληνικά, όχι όπως η Αμίνα που τα μαθαίνει στο σχολείο, όμως συνεννοούνται. Έβγαλαν επιτέλους και χαρτιά, νά ’ναι καλά ο ξάδερφος, αυτός έντεκα χρόνια στην Ελλάδα, έκανε γνωριμίες.
Κοντεύει να νυχτώσει κι ακόμα τα παιδιά χτυπούν κουδούνια, ακούγονται ως εδώ. Χτυπάνε, τους ανοίγουν, τραγουδούν, κάλαντα λέει η Αμίνα το τραγούδι τους, και παίρνουνε λεφτά. Ωραίο έθιμο, μακάρι να μπορούσε κι αυτός να κάνει το ίδιο, θα έβγαζε μεροκάματο. Όχι πως έχει και παράπονο, τον πήρε ο ξάδερφος στη μεταφορική μαζί του, καλή δουλειά, πάει και η γυναίκα του σε τρία σπίτια, εκτός απ’ της κυράς, βολεύονται.
Σουρουπώνει. Στην πόρτα της ταράτσας η κλειδαριά έχει ξελασκάρει, κι άμα τη σπρώξεις δυνατά, ανοίγει. Κάθε που πέφτει το σκοτάδι, ανεβαίνει εδώ πάνω να κάνει ένα τσιγάρο και να χαζέψει την πόλη από ψηλά. Κάτω στο υπόγειο μόνο παπούτσια βλέπει απ’ το παράθυρο, παπούτσια μέσα σε πόδια βιαστικά.
Έβαλε κρύο πολύ, είπαν πως αύριο, ανήμερα Χριστούγενα, ίσως χιονίσει. Η Αμίνα δεν έχει δει χιόνι, όπως κι ο ίδιος δηλαδή, θα τρελαθεί απ’ τη χαρά της, όπως τρελαίνεται τέτοιες ημέρες κάθε χρόνο με τα πολύχρωμα φωτάκια, τα στολισμένα δέντρα, τα φωτισμένα μαγαζιά.
Η πόλη δείχνει αμέριμνη μέσα στη φωταψία της, όλα φαντάζουν όμορφα, δύσκολο να πιστέψεις αυτά που λένε για την κρίση, τρέμουν στο άκουσμά της όλοι, φοβούνται μην πεινάσουν. Φαίνεται δεν πείνασαν ποτέ ως τώρα, δεν έμειναν χωρίς νερό κάτω απ’ τον ήλιο, ούτε περπάτησαν ξυπόλητοι ποτέ.
Αυτός τίποτα δε φοβάται. Τον πρώτο καιρό, ναι, φοβήθηκε, ξένος σε χώρα άγνωστη, χωρίς δεκάρα, με τη φροντίδα ενός παιδιού. Το διαμέρισμα μικρό, σαράντα τετραγωνικά όλο κι όλο, η πολυκατοικία κάτω από την πλατεία Βικτωρίας, Αριστοτέλους. Τετράχρονη η Αμίνα τότε, κι έκανε αυτός ό,τι μπορούσε νά ’χει το γάλα και το αυγό στην κούπα και στο πιάτο της, ένα σερβίτσιο παιδικό με κουνελάκια και κοτούλες ζωγραφισμένα πάνω του, που βρήκε πεταμένο στα σκουπίδια την πρώτη μέρα που ήρθαν να νοικιάσουν αυτό το δεύτερο υπόγειο, δίπλα στον καυστήρα του καλοριφέρ, αφόρητος ο θόρυβος το βράδυ, τώρα συνήθισαν. Από τα μάτια των ενοίκων έβγαινε ρεύμα κρύο που τους πάγωνε, πρώτα έμαθαν τη λέξη “μαύρος”, ανάμεσα στους ψίθυρους ξεχώριζε τη λέξη σε διάφορες μορφές∙ μαύρος, μαυράκι, μαύροι.
Ανάβει άλλο τσιγάρο. Πρέπει να φτιάξει αυτή την κλειδαριά, φοβάται η κυρά να μένει η πόρτα ανοιχτή, μην μπούνε κλέφτες από ταράτσες διπλανές και κατεβούν στο ρετιρέ της. Θα βρει έναν τρόπο να την φτιάξει, η θέληση της κυρίας Ζωής διαταγή γι’ αυτούς, θα ήταν αχάριστοι αν δεν της το χρωστούσαν, κανένας άλλος δεν τους κοίταξε όταν πρωτοήρθαν ξένοι και πεινασμένοι, μονάχα αυτή. Τι τα θες; Εκτός απ’ τη βαριά αρρώστια, πόνος πιο αφόρητος από τις πρώτες μέρες σε τόπο ξένο δεν υπάρχει κι όποιος την ώρα εκείνη απλώσει χέρι και πιάσει το δικό σου είναι για σένα πάντα πατέρας κι αδερφός. Τότε μονάχα το χέρι της κυρίας Ζωής αγκάλιασε αυτούς και το παιδί τους. Πήρε τη μάνα καθαρίστρια, τη σύστησε και σε άλλα σπίτια, βολεύτηκαν. Μένει μονάχη, πλούσια λένε οι γλώσσες γύρω τους, φαίνεται κι απ’ το σπίτι, έχει έπιπλα αξίας, όλοι στην πολυκατοικία ένοικοι, μόνον αυτή ιδιοκτήτρια, στο οικόπεδο αυτό ήταν το σπίτι της παλιά, τους έδειξε φωτογραφίες, ήθελε η Αμίνα να τη δει μικρή, σκάλες διπλές στην είσοδο κι απάνω η Ζωή μικρούλα, με δαντελένιο φόρεμα, φιόγκο στα μαλλιά και λουστρινάκια. Παλιά οικογένεια της Αθήνας, δασκάλα σπούδασε και δεν παντρεύτηκε ποτέ, τώρα της έμεινε ένας μονάχα συγγενής, ο ανιψιός της ο Μηνάς, γιος αδερφής, έρχεται που και που, μηχανολόγος, έχει επιχείρηση με εξοπλισμό θέρμανσης-ψύξης. Φαίνεται όμως πως ζορίζεται πολύ, η κρίση βλέπεις, κάθε που έρχεται ζητάει δανεικά “δύσκολα, θεία μου, τα πράγματα, στενότητα στην αγορά”. Του δίνει πάντα, εξάλλου είναι ο μόνος κληρονόμος της, αρκεί να ξέρει πού θα πάνε, έμαθε σ’ όλη τη ζωή της σε μια τάξη, δεν κόβεται το χούι στα γεράματα. Τσινάει εκείνος, “δε με πιστεύεις πως τα θέλω για δουλειά;” κι αυτή, “αλίμονο, Μηνά μου, μα είναι καλό να ξέρω πού πάνε τα λεφτά μου, δε νομίζεις;” Γυναίκα με αγωγή κι ευγένεια κι αυτό που θέλει το απαιτεί με το δικό της τρόπο.
Μια μέρα, τότε, αρχή ακόμα, μίλησε και γι’ αυτόν στον ανιψιό της.
“Να τον βολέψεις κάπου, δείχνει καλό παιδί.”
“Έχει χαρτιά;”
“Δεν έχει. Όμως στη Σομαλία ήταν αγρότης, δούλευε στο λιβάνι, στο σουσάμι. Γερό παιδί, μπορεί να κάνει το χαμάλη”.
“Χωρίς χαρτιά, αδύνατον!”
“Κάνε κάτι, Μηνά μου..! Για το κοριτσάκι!”
Κάτι τον έπιανε το Μηνά με το που άκουγε για κοριτσάκι. “Μπας κι αγαπήσει το μούλικο των μαύρων η γριά κι αλλάξει τη διαθήκη της;” σκεφτόταν προφανώς. Δεν άντεξε και ξέσπασε.
“Δυο υπαλλήλους πρέπει ν’ απολύσω, με πνίξανε τα χρέη κι εσύ μου λες να πάρω τον Μαύρο να τον τρέφω τζάμπα;”
Δαγκώθηκε μόλις ξεστόμισε αυτά τα λόγια, απέφευγε να την ενημερώνει για τα δύσκολα, όλα ωραία τα παρουσίαζε συνήθως. Δεν είπε τίποτα η Ζωή, όμως τον κοίταξε ψυχρά κι ανεξιχνίαστα. Φαίνεται από τότε δεν πήγαινε καλά η δουλειά του, λένε πως τώρα δεν άντεξε την κρίση και πάει για πτώχευση.
Παίρνει βαθιά ανάσα. Αυτός, επιτέλους, ζει καλύτερα από ποτέ, μπορεί και ορίζει πλέον τη ζωή του! Μια δύναμη τον κατακλύζει, κι αν κάτι τέτοιο είναι η ευτυχία, τότε μπορεί να πει πως είναι ευτυχισμένος.
Τι θόρυβος ήταν αυτός; Αλαφιασμένος στήνει αυτί στον κάτω διάδρομο. Τίποτα τώρα! Κατεβαίνει αθόρυβα στον έκτο σαν γατί, πλησιάζει την πόρτα της. Απόλυτη ησυχία! Δεν ησυχάζει. Τρέχει στο υπόγειο, αρπάζει το κλειδί που έχει η γυναίκα του να μπαίνει και να καθαρίζει, ξανανεβαίνει στο ρετιρέ. Το αυτί του, στην πόρτα κολλημένο, σαν να έπιασε ένα θόρυβο πνιχτό. Ανησυχεί! Λες να έπεσε η κυρά και δεν μπορεί να σηκωθεί; Βάζει το κλειδί στην κλειδαριά, ανοίγει, περνάει στο διαμέρισμα. Ο όρθιος άντρας στο βάθος του καθιστικού φοράει μαύρα ρούχα και έχει καλύψει το κεφάλι του με μια κουκούλα. Κλέφτης! Ορμάει κατά πάνω του σκοντάφτει όμως στο σώμα της Ζωής, πεσμένο στο χαλί ανάσκελα. Ύστερα κάτι πέφτει και σπάει στο κεφάλι του, μια ζάλη, και χάνει τις αισθήσεις του.
Δεμένο χειροπόδαρα ήρθε και τον συνάντησε η γυναίκα του στο κρατητήριο, δαρμένο αλύπητα, πρόσωπο σαν κιμά, μέσα στα αίματα, το χέρι το δεξί σπασμένο, ρούχα κουρέλια.
“Καμάρωσε τον άντρα σου! της είπε ο αστυνόμος. “Τον βρήκε ο ανιψιός της εκλιπούσης έτοιμο να ξαφρίσει τα πράγματα που είχε βγάλει από ντουλάπια και συρτάρια. Είχε μαζί του και σακκούλα για να τα βάλει μέσα!” έδειξε μια σακκούλα σκουπιδιών δίπλα στον άντρα της.
“Πήγε να επισκεφτεί τη θεία του ο άνθρωπος και τον βρήκε πάνω στο πλιάτσικο. Κατά πώς φαίνεται, έπνιξε τη γυναίκα με μαξιλάρι την ώρα που κοιμόταν”.
Άνοιξε τη σακκούλα κι έβγαλε από μέσα την ασημένια μπιζουτιέρα που τόσες φορές είχε ξεσκονίσει η γυναίκα πάνω στην τουαλέτα της κυρίας Ζωής.
“Δε χρειάζεται καν να ομολογήσει, μονάχα να ζητήσει συχώρεση από το Θεό” είπε ο αστυνόμος. “Έχουμε αυτόπτη μάρτυρα και όλα τα τεκμήρια. Μόλις συνέλθει ο ανιψιός της από την ταραχή θα έρθει να υπογράψει την κατάθεση!”
Η Μαρία Σκιαδαρέση (Αθήνα, 1956), γράφει μυθιστορήματα, διηγήματα και παιδικά. Τελευταίο της βιβλίο «Τα παιδιά του δράκου», εκδόσεις Σύγχρονη έκφραση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου