Νίκος Γυφτάκης- Χωρίς τίτλο |
Είμαι άνεργος, είπε ο Χρόνος μιλώντας στον Χειμώνα. Εκείνος συγκατένευσε μελαγχολικά. Κοίταξε γύρω του, μόνο ήλιο και βροχή έβλεπε στη σακατεμένη Ευρώπη. Πάλι όπως τότε, στον Μεγάλο Πόλεμο, βλέπει στρατιές πεινασμένων και εξαθλιωμένων. Θυμάται ένα κρασί ζεστό στη μάχη του ποταμού Σομ, στα χαρακώματα, μέσα στη λάσπη, μια καλή χρονιά λίγο πριν τελειώσει ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος. Γυρίζει χιλιάδες χρόνια πίσω, τότε που γνώρισε τη Μαρία. Πάντα ασεβής ήταν ο Χειμώνας. Ήταν ο μόνος τότε που την είδε ως γυναίκα και όχι ως μητέρα, και μάλιστα Μητέρα του Θεού.
Τι είναι ο Χριστός; ρώτησε ο Χρόνος. Ακόμη μια στιγμή, απάντησε με τρόπο κυνικό ο Χειμώνας. Τώρα που είσαι άνεργος και εξόριστος, τώρα που πια η κάθε μέρα των ανθρώπων είναι χειρότερη από την προηγούμενη, τώρα που δεν μπορείς να κατασκευάσεις ελπίδες, είναι καιρός να πεις αλήθειες. Καθισμένοι σ' ένα παγκάκι της πλατείας Συντάγματος, έβλεπαν ζητιάνους και πόρνες να συνάζονται έξω από μια εκκλησία. Έχει ζέστη μέσα στην εκκλησία, είπε ο Χειμώνας. Εκεί θα πάνε σε λίγο και οι άστεγοι. Μέχρι να τους διώξουν όλους, έναν προς έναν, μία, προς μία. Γιατί η εκκλησία είναι χώρος ιερός για τους χριστιανούς και δεν χωρά πόρνες ούτε ζητιάνους, ούτε μετανάστες, ούτε άστεγους. Έβλεπαν τις στολισμένες βιτρίνες και ετοίμαζαν μια βότκα μολότωφ για να γιορτάσουν τις μέρες. Αυτό γεννούν οι νουνεχείς και σώφρονες κυβερνήτες, είπε ο Χρόνος, πυρίμαχα υλικά του μέλλοντος. Το ξέρουν, είπε ο Χειμώνας, το ξέρουν. Έτσι πιστεύουν, χρόνια τώρα, ότι θα κινήσουν την οικονομία. Μέσα από το Χάος. Είμαι ερωτευμένος, είπε ο Χρόνος και με μιας σηκώθηκε, ταραγμένος από αυτό που δημοσίως εξομολογήθηκε. Ο Χειμώνας χάρηκε για τη χαρά του συντρόφου του, μα αμέσως του είπε πως είναι μια στιγμή κι αυτή και θα περάσει. Από τα μεγάφωνα ακούγονταν τραγούδια των Χριστουγέννων, που κανείς δεν τους έδινε σημασία. Γύρω τους οι άνθρωποι περπατούσαν σκυφτοί, σκυθρωποί.
Είμαι άνεργος, είπε ο Χρόνος και συναντήθηκε με τους απεργούς του ατσαλιού. Εκεί είδε μια ελπίδα, έστω στιγμιαία, εκεί είδε μια χριστουγεννιάτικη ειλικρίνεια. Σκόρπιες εικόνες και σπασμένοι καθρέφτες προσπαθούσαν να ενωθούν και να κάνουν τη μεγάλη εικόνα των στρατιών των απεργών και των ηττημένων που ενώνονταν. Ο Χειμώνας βάζει να ακούσει την Ενάτη και μπροστά του βλέπει μια παράλογη έκσταση. Ακόμη κι αυτός ξεχνά τον κυνισμό του και σηκώνεται να χορέψει ένα μπλουζ γύρω από τα βαρέλια που βγάζουν φωτιά και ζεσταίνουν τους απεργούς. Είμαι απεργός λέει στον Χρόνο, είμαι απεργός, κι αρχίζει να τραγουδά παλιά επαναστατικά τραγούδια. Μόνο οι απεργοί δεν έχουν στ' αλήθεια να χάσουν τίποτε, γιατί νίκησαν τον φόβο. Αυτό ήταν το καλύτερο δώρο που μου έφερες, λέει ο Χρόνος, και τα δάκρυά του κυλούν μέχρι τη θάλασσα. Χρόνια πολλά, καλή χρονιά, απαντά ο Χειμώνας, στρίβοντας ένα τσιγάρο, λίγο πριν πέσει η νύχτα, λίγο πριν ενωθεί και πάλι ο σπασμένος καθρέφτης, λίγο πριν σκύψει να φιλήσει τη Μαρία που είχε γνωρίσει αιώνες πριν.
Ο Χρόνος δαγκώνει το πάνω χείλος του. Πώς είναι να ξέρεις από την στιγμή που θα γεννηθείς ότι σε περιμένει ένας σταυρός; Πώς είναι να ξέρεις πως θα είσαι φτωχός, άνεργος και άστεγος; Πώς είναι να ξέρεις ότι μόνο αυτά τα εκατομμύρια των άνεργων, των φτωχών, των άστεγων, μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο αλλά δεν το ξέρουν;
Χρόνια πολλά λέει ο Χρόνος και κινά να φύγει κατά τις χώρες του Βορρά. Ο Χειμώνας μένει πίσω πεισματικά, θέλοντας να γιορτάσει με τους απεργούς.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου