19/3/11

Οντολογία της ιστορίας

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Τι ισχύει, ως προς το «τέλος» της, και για την καλλιτεχνική δημιουργία;

Προφανώς και η ίδια είναι ατελεύτητη, εννοώντας την κυριολεκτική (και όχι την καταχρηστική) «ποιητική της ιστορίας». Το παιχνίδι των καλλιτεχνικών μορφών το γνώρισα ζωγραφίζοντας τη νότια πρόσοψη («παλίμψηστο») του σπιτιού μας στην Κω. Αλλά και γράφοντας ποίηση στο βορεινό του μπαλκόνι, χωρίς ποτέ να μπερδέψω ρόλους και ν’ ανακατέψω πρακτικές. Δηλαδή δεν έθεσα τον επιστημονικό λόγο στην υπηρεσία της λογοτεχνίας και —όσο μπορούσα— απέφυγα και το αντίστροφο.
Όπως μπορώ να υποθέσω από το είδος της συνεπαφής «σχόλης» και εργάσιμου χρόνου, η τέχνη δεν πρόκειται να απολέσει την ειδολογική της αυτοτέλεια, ως γέννημα της πρώτης και ως πεδίο αναφοράς του δευτέρου. Τούτο είναι που επιτρέπει στην ανιδιοτέλεια των μορφών να γειώνεται ανάλογα με την ένταξη του καλλιτέχνη στα κοινωνικά δρώμενα του καιρού του. Κι αν το πρώτο είναι η αίσθηση του όντος ότι κινείται πέραν του ακρωτηριασμού του, τούτο όμως το θυμίζει εύγλωττα το δεύτερο. Από μια τέτοια ενότητα σημαίνοντος και σημαινομένου προκύπτει η όποια καλλιτεχνική απάντηση στα θεμελιώδη προβλήματα του παρόντος. Ό,τι κι εδώ αποτελεί το περιστρεφόμενο σημείο προσέλκυσης της τέχνης.
Ως ενοποιός πυρήνας αισθητικού αποτελέσματος λειτουργεί η μεταφορά. Δηλαδή υπονοείται η βεβαιότητα ότι μέσω των καλλιτεχνικών μορφών μπορεί να συντίθεται ένας κόσμος που υπερβαίνει τον υπάρχοντα. Αυτού του είδους η μεταφορική λειτουργία συχνά αγγίζει τη μεταφυσική. Η γλώσσα της τέχνης μπορεί, γι’ αυτό, να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο σφαίρες. Τον κόσμο τον οποίο αρνείται και τους κώδικές του και συνάμα την αλλαγή παραδείγματος στο εσωτερικό της ιδεολογικής σκευής όσων αντιπαρατίθενται συντονισμένα στον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σχηματισμό, για να μείνω στα δικά μας. Και στις δύο περιπτώσεις η «ιδιωτική» γλώσσα του καλλιτέχνη εκφράζει την έγνοια του να διασφαλίσει την ιδιαιτερότητά του στην εκδίπλωση της επικοινωνίας του με τον παραλήπτη του «μηνύματός» του.
Επίσης το καλλιτεχνικό ταξίδι, σε όλους τους δυνατούς κόσμους και με όλες τις αναμενόμενες επιστροφές, προσφέρει την ευκαιρία για την αναδίπλωση του υποκειμένου που το επιτελεί ως διανοούμενος περιηγητής. Προφανώς σ’ ένα τέτοιο γίγνεσθαι επινοούνται κάθε φορά μορφές αμφισβήτησης της πρακτικής του. Η οικεία «έξις» συγκροτείται μέσα από το σύνολο των ενδεχόμενων (και όχι δεδομένων) λύσεων. Σε έναν κόσμο αγοραφοβικό και συνάμα πρωτόγνωρο που τον καθιστά περισσότερο άξενο η επιβαλλόμενη “pen­sée unique” ως νομιμοποίηση των οικείων εξουσιαστικών πλεγμάτων και χειραγωγήσεων. Ακόμη και η οποιαδήποτε «αυλική» τέχνη του καιρού μας δεν προϋποθέτει την εγγραφή της σε κάποιο «habitus» του καλλιτεχνικού υποκειμένου που θα μπορούσε τάχα να προλαμβάνει την έκβαση του παιγνιδιού του. Γιατί στα καταστατικά αντισώματα της τέχνης ανήκει η δυνατότητα διπλασιασμού του κόσμου. Μια δυνατότητα που σπάνια κανείς την απεμπολεί.
Βέβαια, ο καλλιτέχνηςταξιδευτής δεν παραμένει, ακόμη κι όταν το αισθάνεται έτσι, το πρώτον κινούν ακίνητον στους δακτύλιους της επικοινωνίας, τους οποίους ωστόσο επιδιώκει διαρκώς να διευρύνει και να εμπλουτίζει σε βιώματα. Έτσι συνθέτει τις «μαρτυρίες»/μορ­φές μέσα από τη δημιουργική αναστάτωση που εμπεριέχει το «έτερον», σε όποια διάσταση κι αν αυτό νοηθεί. Προφανώς η εμπορευματική φαντασμαγορία της “virtual reality” μπορεί να οδηγεί σε σκηνές εντυπωσιασμού, τις οποίες μπορεί να περιορίζει ο μηχανισμός της καλλιτεχνικής γραφής που αναγνωρίζει την αντιθετική σύσταση της πραγματικότητας και των εμπειριών της. Εδώ ακριβώς παρεμπίπτει η κατοπτρική λειτουργία της τέχνης που ουδέποτε θα ξεθωριάσει, εφόσον ο καθρέφτης της είναι το «μέσα» και το «έξω» για τα έργα που αυτή φέρνει στο φως. Το «θαυμαστό» παραμένει το είδωλο ενός κόσμου που μας διαφεύγει, χωρίς όμως να το χαρίζουμε σε κανέναν.
Στις κλειστέςπαραδοσιακές κοινωνίες με το θέατρο σκιών μπορούσε κανείς να περιπαίζει την πραγματικότητα και τους αφέντες της. Στη σημερινή «εικονική πραγματικότητα» του «κυβερνοχώρου» το «θέατρο φωτός» ανοίγει ρωγμές στην «αγοραφοβία» που συνυφαίνουν και (ανα)παράγουν οι μηχανισμοί χειραγώγησης. Έτσι απέναντι σ’ αυτήν την αγοραφοβική περιστολή των υπάρξεων ο γιγαντισμός των μορφών υποδεικνύει μια νέα μετοχή στο «παιγνίδι του κόσμου». Δηλαδή ένας ιδιόμορφος επικοινωνιακός μεταβολισμός αποπνέει αισιοδοξία και απλότητα και συνάμα μια αντιθετική στάση σε ό,τι μας καθηλώνει και μας υποβάλλει. Από τον δικό του κήπο/παρατη­ρη­τή­ριο ο ζωγράφος/ποιητής αντιμετωπίζει την ετερόνομη, αγοραφοβική και τεχνολογικά αναπτυγμένη κοινωνία του καιρού μας χωρίς φόβο και αναστολές. Κοντολογίς, την κοροϊδεύει ως παίκτης χρωμάτων και λέξεων.

Ώστε δραστηριοποιήθηκαν και «καλ­λι­τέχνες χωρίς σύνορα»;

Μπορεί να ειπωθεί και έτσι, αν και η τέχνη ουδέποτε είχε αυτοπεριορισθεί στα εθνικά σύνορα των δημιουργών της. Απλώς η εμπειρία των «Medicins Sans Frontières» υπήρξε διδακτική για τα ρευστά όρια ανάμεσα στις κυβερνητικές πρακτικές και τις «μη κυβερνητικές οργανώσεις». Τούτο σημαίνει ότι το «δικαίωμα» της τέχνης για την αυτονομία των έργων της μπορεί να περάσει από συσπειρώσεις καλλιτεχνών που έχουν ως όριο τον ορίζοντα του πλανήτη μας και όχι μόνο. Με την ιδιότητά τους αυτή προσπαθούν να πείσουν, ακόμη και τον εαυτό τους, ότι η δημιουργία τους διαρρηγνύει τα όποια σύνορα την εγκιβωτίζουν σ’ ένα στενό περιβάλλον σκοπιμοτήτων έξω απ’ αυτήν. 
Ως ταξιδεύουσα τοπικότητα το έργο τέχνης έχει την ευχέρεια να απεκδύεται τον αυτάρεσκο τοπικισμό που συνιστά την άλλη όψη του «επαρχιωτισμού». Αλλά και να μην αποκρύπτει τα συγκεκριμένα μέσα της γείωσής του. Αυτή η περιπαίζουσα διελκυστίνδα «ειδικού» και «γενικού», μέσα στο απλόχωρο «κοσμοθέατρο», είναι που καθιστά απρόβλεπτο το «κείμενο» και το «συγκείμενο» ενός έργου. Καθώς και τον «σκηνοθέτη» που το παρήγαγε για να επιτελεσθεί σε μια σκηνή απροσδιόριστη. Γι’ αυτό ορθά έχει ειπωθεί ότι η τέχνη, «επισκοπώντας» τη συντελεσμένη πραγματικότητα, όσο μικρή ή μεγάλη κι αν είναι, αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που ακόμη δεν έχουν τεθεί.
Σ’ αυτό το ταξίδι χωρίς φόβο η οικεία διακινδύνευση σημαίνει ότι διασφαλίζεται μια ακόμη προσπάθεια υπερνίκησης της «αγοραφοβίας» που εδραιώνει η κατεστημένη κοινωνία. Με το «τόλμα να ταξιδέψεις» μπορεί να αναδυθεί μια «νέα ηθική» στη θέση της ισχύουσας. Αυτής που συνιστά τη ρίζα όλων των αναστολών μπροστά στο «ασυνήθιστο», όπως το αφουγκράζεσαι σε οποιαδήποτε στιγμή της επικοινωνίας με το «τοπίο» της τέχνης. Ό,τι δηλαδή αντιτίθεται στο «βασίλειο της λογικής» και στο σχήμα του «πολιτισμού» που το νομιμοποιεί.

Το βιβλίο Οντολογία της Ιστορίας κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νήσος


Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: