31/7/10

Στο δόκανο της ζήλειας

ΤΗΣ ΒΙΒΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΠΟΝΣΕ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ, Ο αγαπημένος των μελισσών, μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ.168
Το μυθιστόρημα αναφέρεται σε μια περίπλοκη οικογενειακή ιστορία, μέσα από την οποία θίγεται πρωτίστως το ζήτημα του χρόνου και δευτερευόντως αυτό της ζήλειας. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, δηλαδή, αναζητά τρόπους να νικήσει τον χρόνο, να μην μεγαλώσει άλλο, να παραμείνει αναλλοίωτος. Στην ιστορία αυτή, ο Μήτσου δεν ενδιαφέρεται να αποτυπώσει πάθη και συγκινήσεις, αλλά να υποστηρίξει διανοητικά την κεντρική του ιδέα.
Η ιστορία έχει περίπου ως εξής: Ο Μπρούνο σκοτώνει τον Αριστείδη που ήταν ο εραστής της κόρης του και παντρεύεται τη γυναίκα του εραστή, την Ευτέρπη. Από αυτές τις σχέσεις προκύπτουν δύο παιδιά, η Μπριγκίτε, που είναι η εγγονή του Μπρούνο και νόθα κόρη του εραστή, και ο Αντρέας, που είναι ο νόμιμος γιος του εραστή. Τα δυο παιδιά, η Μπριγκίτε, κυρίως, που έχει σε μεγάλη εκτίμηση τον παππού της, με την βοήθεια του Αντρέα θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει την αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα της και θα απομυθοποιήσει τον παππού της.
Υπάρχουν πλείστες αναφορές στην αρχαιοελληνική γραμματεία. Μία από αυτές είναι ο μύθος του Οιδίποδα, με τη διαφορά ότι, εδώ, τον πατέρα δεν τον σκοτώνει ο γιος, αλλά ο παππούς, με κίνητρο όχι τον ερωτικό πόθο αλλά το να κερδίσει χρόνο. Ο Μπρούνο θεωρεί ότι ο Αριστείδης είναι ο εαυτός του όπως ήταν στα νιάτα του. Έτσι, τον σκοτώνει με την ελπίδα να κερδίσει τα είκοσι χρόνια που έχουν διαφορά και καπηλεύεται τη ζωή του: παίρνει τη θέση του στην οικογένειά του. Κι αυτός δεν είναι ο μόνος τρόπος που ο Μπρούνο χρησιμοποιεί για να κερδίσει χρόνο: επίσης ζητά να μοιραστεί τον τάφο του, όταν αντιλαμβάνεται ότι ο Αριστείδης τυχαία ταριχεύθηκε μέσα στην κερήθρα των μελισσών, και συνδέει το όνομά του με έναν λαϊκό θρύλο, που θα του προσφέρει υστεροφημία. Τον θρύλο αυτό, τον επικαλείται ο Μπρούνο, ώστε να δικαιολογήσει την αρπαχτική του διάθεση, αφού υποστηρίζει ότι αν δεν σκοτώσεις τον σωσία σου, θα σε σκοτώσει εκείνος πρώτος.
Εδώ ανοίγει το δεύτερο βασικό θέμα της ιστορίας, που είναι η ζήλεια. Ο Μήτσου αξιοποιεί την ψυχαναλυτική ερμηνεία της ζήλειας, που εξηγεί ότι το συναίσθημα αυτό προκύπτει όταν κάποιος θεωρήσει ότι είναι ίδιος με τον άλλον. Με βάση αυτή την ψευδαίσθηση, αυτός που την έχει, ποθεί να αρπάξει όσα έχει ο «όμοιος» και εκείνος δεν τα έχει. Ο Μήτσου υπογραμμίζει τις ποιότητες, «όμοιος» κι όμως «διαφορετικός», όταν φτιάχνει τους δύο ανταγωνιστές: ο Μπρούνο είναι ένας ξένος ελληνολάτρης και ο Αριστείδης ένας έλληνας καθηγητής αγγλικών. Επίσης, η ιστορία αφήνει να φανεί ότι η αρπαχτική ζήλεια δεν σταματά ποτέ, ούτε και για τον τιμωρό, μια και η Μπριγκίτε, αφού αποκαλύψει την αλήθεια για το θάνατο του πατέρα της, αποφασίζει να μείνει στην Ελλάδα γιατί «ανήκει» εδώ. Το τι λοιπόν μπορεί να θεωρήσει ένα μυαλό ότι του ανήκει, είναι μια περίεργη υπόθεση. Οι αγώνες κατά της ζήλειας και κατά του χρόνου πιθανώς να είναι εξίσου εξοντωτικοί.
Η αφήγηση βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε φιλοσοφικά κείμενα, ελληνικά και ξένα, την αρχαιοελληνική γραμματεία ή άλλες πληροφορίες για τον αρχαίο κόσμο, έτσι που η πλοκή και οι διάλογοι συνεργάζονται συχνά, ώστε να δημιουργούν τις κατάλληλες ευκαιρίες για να διατυπωθούν αυτές οι απόψεις. Στο μυθιστόρημα αυτό δεν θα βρει ο αναγνώστης μια πληθωρική αφήγηση και ακραία συναισθήματα. Ο λόγος είναι λιτός και στρωτός και δεν ενδιαφέρεται για τα πάθη των ηρώων, αν και δεν λείπουν υποψίες συναισθηματισμού, όπως όταν η ερωμένη, που πριν πεθάνει ψελλίζει το ρεμπέτικο τραγούδι που άκουγε, όταν έκανε τη μοναδική και μοιραία ερωτική πράξη. Επίσης, δεν υπάρχουν εξπρεσιονιστικά στοιχεία, ώστε να αποδοθεί η αχόρταγη ψυχοσύνθεση του Μπρούνο, ή για να φτιαχτούν εντυπωσιακές, «σκοτεινές» εικόνες. Τον συγγραφέα τον ενδιαφέρει το διανοητικό κομμάτι του θέματός του και για αυτό η γραφή του απλά αναφέρει γεγονότα. Παράλληλα, η αφήγηση αποστασιοποιείται. Διέρχεται, μέσω διαφορετικών φορέων, τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, τον Μπρούνο, την Μπριγκίτε, το συγγραφικό «εγώ» και εγκιβωτίζεται μέσα σε ένα χαλαρό πλαίσιο που ανοίγει και κλείνει το μυθιστόρημα και αφορά ένα ασήμαντο περιστατικό, κάποιο γέρο που επιτέθηκε σε έναν νέο, ο οποίος τον ακινητοποίησε, τον παρέδωσε στην αστυνομία, αλλά αφέθηκε ελεύθερος, και φεύγοντας, ο γέρος αυτός, χαιρετά έναν φρουρό που έχει ακριβώς τα χρόνια που ήθελε ο Μπρούνο να κερδίσει.
Ο Μήτσου λειτουργεί αφαιρετικά στην αφήγηση της ιστορίας του παραμένοντας στοχαστικός, ίσως, όμως, στο τέλος της ανάγνωσης αφήνει στον αναγνώστη ένα συναίσθημα ότι αυτό που διάβασε ήταν «λίγο». Ο τίτλος όμως του μυθιστορήματός του αποτελεί ένα ελπιδοφόρο σύμβολο. Ο αγαπημένος των μελισσών είναι το θύμα της ζήλειας και ο αγαπημένος της τύχης. Όσο κι αν ο θρύλος θεωρεί ότι η ζήλεια είναι αναπόφευκτη και πως κερδίζει όποιος ζηλέψει πρώτος, τελικά υπάρχει πάντα η ελπίδα μιας σοφής φύσης που μεριμνά για τα δίκαια.

Η Βιβή Ζωγράφου-Πόνσε είναι δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: