Νατάσα Χατζιδάκι, Συνάντησέ την, το βράδυ, Πλέθρον/ Σειρά Μεσόγειος, 2009 (επανέκδοση)
Από τον τίτλο του ακόμη, το κείμενο της Νατάσας Χατζιδάκι θέτει σε λειτουργία τις ήδη ενεργοποιημένες από το δομισμό συμβάσεις της αστυνομικής λογοτεχνίας και γενικότερα της παραλογοτεχνίας, αλλά και το ενισχυμένο από την τηλεοπτική υπερπληξία ντεντεκτιβιστικό μας αισθητήριο, ρίχνοντάς μας στην παγίδα της αναζήτησης ενός χαμένου μυθιστορήματος. Όταν το Συνάντησέ την, το βράδυ πρωτοεκδόθηκε από τις εκδόσεις Μικρή Εγνατία το 1979, ήταν καλή εποχή για τέτοιες προοπτικές, καθώς η εγχώρια παραγωγή ανακάλυπτε τη «μαύρη» λογοτεχνία, αρχίζοντας να βυθίζεται στις σκοτεινές πλευρές του αισθηματικού μυθιστορήματος (sensation novel) του 19ου αιώνα. Βέβαια ο τίτλος, όσο περιγραφικός και να είναι του κειμενικού αυτού αντι-είδους, δεν επαρκεί για να μας προετοιμάσει για τα συναισθήματα και τις απορίες που η γραφή της Χατζιδάκι μας γεννά.
Η πορεία μιας νεαρής γυναίκας από την Ελλάδα στο Λονδίνο και στο Παρίσι και πάλι πίσω και μπρός μέσα στη δεκαετία του 70 δίνεται με μία γραφή συνειρμική, που βασίζεται στην ηχητική ή νοηματική συνδήλωση των πραγμάτων, προσδίδει πολύ γρήγορα κυρίαρχη θέση στη φαντασία, και κατασκευάζει εικόνες με μία δόση τρόμου, σωματικού πόνου, βίας, ακρωτηριασμού και άλλων παθών. Τρία βαμπίρ στο Λονδίνο επιδίδονται σε μία σειρά φόνων, μερικά λούμπεν (και κάποια καταραμένα) πρόσωπα επιβιώνουν περαστικά από τόπους συναντήσεων και στεγάσεων ανθρώπινων αδυναμιών, ένα λονδρέζικο ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας και ένα αντίστοιχης σκηνοθετικής πυκνότητας και αφηγηματικής λειτουργικότητας μπαρ, κάποια κεντρική αφηγήτρια, η Καλλιρόη, στη θέση άλλων ερωμένων σε ένα παρισινό δωμάτιο, ενώ με αυτές και με άλλες συμπλέκονται κάποιες παράλληλες πλοκές, αρχαϊκές (των Ατρειδών) και βιβλικές, διαστρεβλωμένες έτσι ώστε συχνά να αυτοϋπονομεύονται. Επιπλέον, ποικίλα είδη λόγου ως «ευρεθέντα αντικείμενα» (επιστολές, αγγελίες, διαφημίσεις) αποτελούν το υλικό αντίκρισμα των αναμνήσεων και συνέχουν τις ανομοιογενείς ενότητες δημιουργώντας επιπλέον δυνατότητες σύνδεσής τους.
Καταλυτικές underground μνήμες αιματηρού ερωτισμού πολλαπλασιάζουν τις φωνές και μεταφέρουν τον αφηγηματικό λόγο από το ένα πρόσωπο στο άλλο με φόντο μία εκκωφαντική σιωπή. Με την ψύχραιμη ακινησία συνυπάρχει μία βίαιη έξαρση σε παράπλευρη, αλλά ταυτιζόμενη παράταιρα με την πρώτη, σφαίρα επιθυμίας, «διότι η σαρξ επιθυμεί ενάντια του πνεύματος, το δε πνεύμα ενάντια της σαρκός». Πολλά θηλυκά και πολλά αρσενικά εγώ συνευρίσκονται ερωτικά και αλληλοσφαγιαζόμενα σε τόπους εντός και εκτός, οικείους και ξένους. Τι να σημαίνουν οι αιματοφαγικές εμμονές μας, που επανέρχονται και στις μέρες μας στο έντεχνο και στο πιο μαζικό λογοτεχνικό, κινηματογραφικό, μουσικό κ.λπ. πεδίο; Η εικονοποίηση της ακρότητας της επιθυμίας με προθέσεις «διαπάθειας» αποτελεί μία από τις πολλές εκδοχές λειτουργικότητας του γοτθικού, που στις καλές του στιγμές εμπλουτίζει ουσιαστικά το λόγο περί επιθυμίας.
Πάντως η βία αποτελεί μία μόνο πλευρά στην πολυπρόσωπη και συμπυκνωμένη ποιητικά γραφή της Χατζιδάκι. Συγχρόνως, η μετακίνηση σε βορρά και νότο, σκοτάδι και φως, δε σημαίνει μόνο χρονικές ανακολουθίες, αλλά και στιγμές ασυνείδητου βυθίσματος και εγρήγορσης στην αντίληψη των πραγμάτων, καθώς και ενότητες έξαλλης μνήμης και έξαρσης των αισθήσεων με βιβλικές εγκοπές στο κενό τους.
Με το βιβλίο της Νατάσας Χατζιδάκι βρισκόμαστε ενώπιον ενός «σεναρίου γραφής» (ενός είδους μη θεωρητικά καθιερωμένου) που γράφεται πάνω στα όρια «σεναριακής» και πεζογραφικής λογοτεχνίας, και στο οποίο σχόλια ύφους και πλοκής αντικαθιστούν ή δένουν το κείμενο. Οι περιγραφές των προσώπων απεικονίζουν την ιστορία τους που καταγράφεται. Τα πάθη σωματοποιούνται με αμεσότητα και ταχύτητα επιδημίας. Τα πρόσωπα αλλάζουν γρήγορα, αλλά μένει πάντα μία ολοκληρωμένη ιστορία τους, που δένεται με τις άλλες λιγότερο ή περισσότερο σταθερά. Η φωνή που αφηγείται (συν)διαλέγεται, μιλά σιγά, σιωπηλά, ή εμβαθύνει σε ό,τι έχει περισώσει με ένα σαρκαστικό και απολαυστικά αυτοαναλωτικό πόνο που απλώνεται σε όλες τις πλοκές. Τόσο η αυθεντική όσο και η πολλαπλά διαμεσολαβημένη μαρτυριακή ιστορία αποκτούν τη λειτουργία που ανήκει στην καθεμία: η τεχνητή και η πραγματική ανάμνηση παρουσιάζουν τις διαφορές τους, που συνήθως οδηγούν σε λογοτεχνία διαφορετικών ειδών και προοπτικών. Ειρωνικά, το μυθιστόρημα προσχωρεί στη φθορά, αλλά, όπως οι άνθρωποι, αφήνει πίσω του, ως υπολείμματα της ύπαρξής του, τις πρώτες του σημειώσεις. Η σωματικότητα του κειμένου της Χατζιδάκι είναι πολύ εμφανής και αντίστοιχη με τις ανθρώπινες παρουσίες σε αυτό: το χτίσιμο ενός ήρωα εκδικητή, επαναστάτη ή συγγραφέα, μίας γυναίκας που πονά τραυματισμένη, ενός άντρα που αποπλανά, εγκαταλείπει τραυματίζοντας ή φυλακίζει εκδικητικά. Οι αφηγήσεις κάνουν κύκλο: ξεκινούν, προχωρούν και επανέρχονται πλασμένες από υλικά που επιδρούν στη συνείδηση ως «ουσίες», ρίχνοντάς την αλλοιωμένη στους πειραματισμούς της γραφής.
Πάσχοντας από «αδυναμία πρόσληψης ερεθισμάτων», το υποκείμενο της γραφής με έναν λυρισμό «ιδιωτικών» (αλλά και δημοσίων ή πολιτικών) αφηγήσεων που τιμούν τις κατακτήσεις του υπερρεαλισμού, παρουσιάζει ως λογοτεχνικό κείμενο το πρωτογενές ανομοιογενές υλικό ενός «κατεστραμμένου» μυθιστορήματος, δηλώνοντας ήδη από τα τέλη του 1970 την ιδιαίτερη σημασία του για τη δημιουργική ανάγνωση.
Ελισάβετ Αρσενίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου