28/4/24

Η πολύτροπος αφήγηση

Γιώργος Διβάρης, Ασφαλές βλέμμα, 2013, λαμαρίνα, ψηφιακή εκτύπωση, εξάρτημα ιμάντα ασφαλείας, 30 x 70 εκ.

Της Μαρίας Μοίρα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ, Η επιληψία της γλώσσας, Εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 122. 
  
 
Η αφήγηση του Γιώργου Αριστηνού είναι πολύτροπος, εύστροφη και παιγνιώδης, καθώς αναπτύσσει μια αμφισβητητική σχέση με τις λέξεις και τα νοήματα. Τα κείμενά του κινούνται με ευελιξία ανάμεσα σε μια υπαινικτική σχηματική πλοκή και στην εμβόλιμη και απρόβλεπτη διείσδυση στον λόγο του σκέψεων και ιδεών για την λογοτεχνία και την μυθοπλασία, ψυχαναλυτικών και ανθρωπολογικών ερμηνειών, ιστορικών στοιχείων και πολιτικών σχολιασμών, αισθητικών και φιλοσοφικών θέσεων, λαϊκών ρήσεων και θυμοσοφικών αποφθεγμάτων. Έτσι ο αναγνώστης αιφνιδιάζεται ευχάριστα, καθώς βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπος με εκπλήξεις και ανατροπές. Καθώς οι ξαφνικές γλωσσικές ριπές και οι επίμονες φραστικές αναταράξεις οδηγούν τους εγκεφαλικούς του νευρώνες σε μια απρόβλεπτη και ξαφνική υπερδραστηριότητα. Για να μπορέσει να επεξεργαστεί και να χωνέψει τις παράδοξες εικόνες και τις ανοίκειες καταστάσεις. Για να μην χάσει από τα μάτια του τον προπορευόμενο συγγραφέα που αιρετικός, ανοικτίρμων και αμφίθυμος σκαρφαλώνει κοπιωδώς στα πρανή του μύθου, για να κατρακυλήσει αμέσως μετά από την άλλη πλευρά, αποφασίζοντας αίφνης να ξεστρατίσει στα λαβυρινθώδη μονοπάτια των υπαρξιακών μηδενιστικών περιδινήσεων και στην κριτική αναψηλάφηση του λογοτεχνικού γίγνεσθαι.
Πολυσήμαντος, πολιτικός χειραφετητικός λόγος που με καυστική ειρωνεία, ελιγμούς και τεχνάσματα αφουγκράζεται τον απόηχο της εποχής και καταδικάζει τον γλωσσικό εφησυχασμό και την αφηγηματική αποτελμάτωση. Αρνούμενος την μακαριότητα της ευθύγραμμης διαδρομής και την αποτελεσματικότητα των στερεότυπων μεταφορών, μεταπηδά από τις λυρικές περιγραφές της θάλλουσας φύσης, της ακύμαντης θάλασσας ή της ερωτικής παραφοράς, στα μείζονα λογοτεχνικά διλήμματα, στα ζωτικά υπαρξιακά ερωτήματα, και τις κυνικές αυτοπαρουσιάσεις. Συλλέγει τις ξαφνικές λάμψεις μιας ακαριαίας έμπνευσης που φωταγωγεί το σκότος και ακολούθως χάνεται χωρίς συνέχεια και ειρμό σε ευφάνταστες παραβολές και αισθητικούς συσχετισμούς. Έτσι στην ζωοκεντρική αλληγορία του, η αρχηγός Λόλα το μαύρο γατάκι, είναι κριτσανιστό, ο υπαρχηγός κότσυφας Ντιντής καχύποπτος και κηρομύτης, το σκουλήκι διπολικό, η επιφάνεια εμβρόντητη και η γαλβανισμένη φαντασία γνέθει, κλώθει και υφαίνει το παράδοξο και το δυσπερίγραπτο σε όλες του τις εκφάνσεις.
Ο Γιώργος Αριστηνός με πλήθος αναφορών στο έργο θεωρητικών της λογοτεχνίας, εικαστικών, αρχιτεκτόνων φιλοσόφων, ποιητών και συγγραφέων, παλαιοτέρων και συγχρόνων, (αντιγράφω στην τύχη: Τομπάιας Γουλφ, Γκόγια, Φουκώ, Μαγκρίτ, Γιάους, Τζόυς, Φώκνερ, Σελίν, Νίτσε, Μπαλτύς, αλλά και Γκαουντί και Σπέερ και Μπαχτίν) διασαφηνίζει τις προθέσεις του και εμπλουτίζει το νοηματικό φορτίο του λόγου του. Αφορμή για να καταθέσει τις σκέψεις του, για το λογοτεχνικό παλίμψηστο με τις αναρίθμητες γλωσσικές στιβάδες, την πολλαπλότητα της ποιητικής συνείδησης, την πολυφωνία στο σώμα της μυθοπλασίας και τον ρόλο του αναγνωστικού κοινού στο ατελεύτητο γίγνεσθαι των δυνητικών προσλήψεων, αποτελεί το ποίημα του Σολωμού Ο Πόρφυρας, όπου παρουσιάζονται παράλληλα οι δυνητικές διττές κριτικές προσεγγίσεις και οι ετερόνομες διασταλτικές αναγνώσεις και ερμηνείες. Ή η επινοημένη δολοφονία του Μπόρχες στο ομώνυμο αφήγημα του βιβλίου από έναν άγνωστο και ταπεινό συγγραφέα που δεν αντέχει την απόρριψη του έργου του αλλά κυρίως την παραδοχή ότι «αν η ιστορία υπακούει στους μυθοπλαστικούς αλγορίθμους της φαντασίας, τότε ο ντουνιάς είναι μια πικρή παραίσθηση».
Ο συγγραφέας, καθώς καταδύεται μέσα στη γραφή, αυτολογοκρινόμενος ανθίσταται στη λογική, απορρίπτει την περιγραφική δεσπόζουσα που χειραγωγεί τον αναγνώστη, απεμπολεί την όξυνση της αισθητήριας μνήμης που τρέφει την νοσταλγία, γράφοντας πυρετικά και ακατάσχετα, εκπέμποντας επαναληπτικά ακατάληπτα σήματα στον κενό χώρο. Φθόγγους, λέξεις, φράσεις για την φρικαλεότητα του πολέμου ή για τους εφιάλτες του Μ, ενός ψυχικά ευάλωτου καφκικού ήρωα, που έμεινε χωρίς ανάσα στον μαραθώνιο αγώνα του να αναβαπτισθεί και να αποδράσει, αλεσμένος από τις μυλόπετρες της οικογενειακής ευταξίας και της εργασιακής δυστοπίας.
Η γλώσσα λοιπόν στο επίκεντρο, ως παροξυσμική επιληπτική κρίση στους εγκεφαλικούς νευρώνες, ως ηλεκτρική εκκένωση στον αέρα, που πυρπολεί τη συγγραφική αφασία και γονιμοποιεί το πραγματικό με το ανυπότακτο σπέρμα της φαντασίας. «Ναι, θα άφηνα τη γλώσσα να χυθεί όπως η λάβα, να κάψει τις Πομπηίες του έρημου ντουνιά, εγώ, ένας δερβίσης που πέθαινε μέσα στη δίνη του χορού του».

Δεν υπάρχουν σχόλια: