(και ο Βύρωνας της Ελλάδας) Μέρος Β΄
Του Γιώργου Βαρθαλίτη*
Ο 19 αιώνας υπήρξε κι ο αιώνας του Βυρωνισμού. “Ο Βυρωνισμός έθρεψε,
αλλά ακόμη περισσότερον έβλαψε φιλολογίας πολύ δυνατωτέρας και πλουσιοτέρας της
ιδικής μας. Ο Βυρωνισμός συνεκράτησεν υπνωτισμένην επί γενεάς όλας την
νεοελληνικήν ποίησιν. Ήρωες βυρώνειοι, ανεξαρτήτως του βαθμού της αξίας
των, ο Οδοιπόρος και ο Περιπλανώμενος
των Σούτσων, ο Λάμπρος του Σολωμού και ο Αλήπασας του Βαλαωρίτου... πάντων δε
βυρωνικότατοι οι Άγνωστοι, οι Αλφρέδοι, οι Βρασίδαι, αι Ίδαι, αι Χριστίναι του
Αχιλλέως Παράσχου”, σημείωνει ξανά ο Παλαμάς.
Φαίνεται πως έπρεπε να
ξυπνήσουμε απ' αυτόν τον βυρωνικό λήθαργο για να αποτιμηθεί πιο σωστά και ο
ίδιος ο Βύρων. Την αποκατάσταση αυτή την επιχειρεί ξανά ο Κωστής Παλαμάς και σε
κριτικά του κείμενα και -κυριότατα- στον εξαίρετο λυρικό του λόγο για την
εκατονταετηρίδα από τον θάνατο του βρεττανού μουσηγέτη. Αναρωτιέμαι εξάλλου
ποιός θα ήταν καταλληλότερος από εκείνον που είπε “είμαι όχι με το αλλά με τα
εγώ μου” να συλλάβει την προσωπικότητα του Βύρωνα σ' όλο τον αντιφατικό ψυχισμό
της και το πολυδύναμο από αντιθετικές ροπές μεγαλείο της. Σατιριστής Αρχίλοχος και ρομαντικός Τυρταίος,
σκωπτικός Δον Ζουάν και αμαρτωλός Γκιαούρης, ερωτόληπτος Μανφρέδος και
εωσφορικός αντάρτης, τι ιάνεια, αληθινά, φυσιογνωμία ο Βύρων!
Σ’ εσέ του Αρχίλοχου η χολή και της Σαπφώς η φλόγα,
της βιβλικής σου χώρας ο οίστρος ο σαιξπηρικός,
άμοιαστης Μούσας βύζαξες τρικυμισμένης ρώγα,
στη γη μας ήρθες θεόσταλτος Τυρταίος ρομαντικός.
Πώς αλαλάζει το άσμα σου το κύκνειο και πώς κλαίει,
και νεκρολούλουδο και δάφνη φουντωτή μαζί.
Κι αν έπαψε τον έρωτα σ’ άλλες καρδιές να εμπνέει,
πώς με τον έρωτα η καρδιά σου όλο ποθεί να ζει!
Δαρτέ Μανφρέδε απ’ τον καημό της μυστικής σου
Αστάρτης,
Αρόλδε από της Βενετιάς δεμένε το φιλί,
στη χλόη του Μάρτη Λαός ραγιάς, του Λόγου η βρύση,
αντάρτης
ξυπνάει και σε καλεί.
Δον Ζουάν, κι οι σαϊτιές σου, Γκιαούρ, κι οι
αμαρτωλοί σου βόγκοι
πολέμου σάλπιγγα, καριοφιλιού βροντολαλιά!
Της νέας Ελλάδας δέξου τον καρδιά στο Μισολόγγι
***
Τα εγκώμια μοιάζουν συχνά με έναν χιτώνα από λέξεις που σκεπάζει ένα
φάντασμα. Χρειάζεται μια άλλη τέχνη πιο λεπτή, πιο υποβλητική για να ανακληθεί
μια ανθρώπινη παρουσία βυθισμένη στο “χάσμα του καιρού”. Αυτή η τέχνη δεν έλειψε στον πολύτροπο
Παλαμά. Βοηθημένος από την παιδική
μνήμη, ο πρεσβύτης Παλαμάς καταφέρνει να ζωντανέψει τη μορφή του Βύρωνα. Στο Μεσολόγγι των παιδικών του χρόνων τον
μύθο του Βύρωνα τον συντηρούσαν ακόμη οι τελευταίοι αυτόπτες μάρτυρες: ο
βαρκάρης του, η ωραία κάποτε κόρη των Αθηνών, σεβάσμια πια δέσποινα παντρεμένη
με τον εκεί βρεττανό πρόξενο και μια γριούλα που τον αντίκρυσε νέα κοπέλα,
καβάλαρη, μεγαλόδωρο, ωραίο σαν άγγελο.
Με τα δικά της λόγια και τη δική της εξαδανικευτική ματιά ανασταίνει ο
Παλαμάς τον Βύρωνα στον Ξένο, το ωραιότερο ίσως ποίημα που γράφτηκε για
αυτόν:
Και πέρασε απ' την πόρτα μου λεβέντης, καβαλάρης
και μ' είδε και ξεπέζεψε κι ορθός μπροστά μου εστάθη,
και τη ματιά στυλώνοντας μου φίλησε το χέρι
και μου είπε γλυκομιλητής: “Λίγο νερό, κυρά μου,
διψώ”. Από κείνη τη στιγμή, της μοίρας μου γραφτό ηταν,
ο ξένος ο διαβατικός, ο νιός ο καβαλάρης
του ύπνου μου ήταν όνειρο, του ξύπνου μου όραμα ήταν,
της πίστης έγινε είδωλο, του πόθου παραμύθι
και τα μαλλιά του ανέμιζαν γύρω απ' το μέτωπό του
και σαν χλωρά ανθοκλώναρα του αγγίζαν τα μηλίγγια,
ένα αλαφρό ταλάντεμα είχε η περπατησιά του
και τ' άσπρο χέρι το απαλό σφιχτό σαν ατσαλένιο
σα θά 'ζωνε τις αγκαλιές, καρδιές για να συντρίβη.
Των ουρανών στα μάτια του και διάπλατη η γαλήνη
μα κι η αστραπή της τρικυμιάς γοργοσβηστή μαζί τους.
Αντίκειο του το φέρσιμο για να λυγίζει θα ήταν
και τη γυναίκα που ήξερε και την αθώα παιδούλα.
........
Και το ποτήρι που νερό του πρόσφερα φυλάω
κρυφό από κείνη την αυγή σαν να ήταν τίμιο Ξύλο
στα χείλη του όπου τ' άγγιξε ν' αγγίζω τα δικά μου.
Α! το ποτήρι, που νερό τόδωκα κι
ήπιε, πάρτε,
σα θα πεθάνω βάλτε το καντύλι μου να καίη,
να καίει και να σπιθοβολά στο μνήμα με το φως του,
μυστηριακό, αβασίλευτο, σα νά ηταν η ψυχή μου.
Από την ίδια μνήμη αντλεί κι ο Μαλακάσης και με την ίδια υποβλητική
τέχνη ζωντανεύει κι αυτός τον Μπάιρον σε μια ισόκυρη, λυρική επίτευξη:
Κι εγώ που τότε σε δασά προγόνου στήθια
μέσα,
νίοβγαλτου εκεί στους διαλεχτούς έσφυζα στάλα αιμάτου,
και σαν ιδέα κυμάτιζα μες στην πλατιά του ανέσα,
και στην αητένια του γοργη σπίθιζα αναβλεψιά του.
Ποιός ξέρει! σε ποιο στρόφιλο να πόντισα άξαφνα, όντας
άνοιξε η θύρα κι έτριξαν βαριά τα σκαλοπάτια
κι εστάθη στους αρματωλούς μπροστά χαμογελώντας
κι έδωκε αράδα το δεξί θωρώντας τους στα
μάτια...
*Ο Γιώργος Βαρθαλίτης είναι ποιητής και δρ φιλολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου