4/2/24

Σύγχρονες σολωμικές παρηχήσεις

Ανδρέας Βούσουρας, Hamlet in Macabreville, 2023, εγκατάσταση (λεπτομέρεια), μεταβλητές διαστάσεις

Του Κώστα Βούλγαρη
 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ, Μετά από μένα, εκδόσεις Πόλις, σ. 64
 
Γράφοντας για το προηγούμενο, εξαιρετικό βιβλίο του Τζανετάκη, Θαμπή πατίνα, σημείωνα πως είναι πολυστρωματικό και πολυφωνικό, εμπεριέχει αυτούσια, επεξεργασμένα ή υπόρητα στοιχεία και στιγμές της ποιητικής μας παράδοσης, ανοιγόμενο, εκτιθέμενο και συντιθέμενο στις εκτάσεις των πολυποίκιλων ποιητικών «μπαξέδων»,  υπερβαίνοντας φυσικά την περιορισμένη και περιοριστική ποίηση του προσωπικού στιγμιοτύπου. Αποτυπώνοντας, με αφοπλιστική φυσικότητα, όλες αυτές τις εκτάσεις, ήτοι τρόπους, ρυθμούς, ποιητικές, ήχους· αποτυπώνοντας την πανσπερμία τους. Και συνέχιζα, λέγοντας πως αυτή η ποιητική τεχνική είναι σαφέστατα μεταμοντερνιστική, όμως το κείμενο του Τζανετάκη είναι υποψιασμένο για τις ήδη κακοφορμισμένες παθολογίες της, αφού δεν γλιστράει στη νοσταλγική μίμηση, η οποία «περιμένει στη γωνία» κάθε τέτοια απόπειρα. Και έτσι, τελικά το βιβλίο είναι εξαιρετικό με δύο τρόπους, με δύο υπερβάσεις: της ασθμαίνουσας πια μοντερνιστικής ποιητικής, και της εκ του προχείρου μεταμοντερνιστικής.
Αυτός όμως ο κατακτημένος τρόπος είναι ταυτόχρονα προσδιοριστικός, άμα δε και δεσμευτικός. Πού θα μπορούσε, πού μπορεί να πάει στη συνέχεια ο Τζανετάκης; Θα ακολουθήσει αυτό τον δρόμο, επαναλαμβάνοντας τις κατακτήσεις του; Δεν θα ήταν άτοπο, ούτε και μεμπτό. Θα μπορούσε μάλιστα, αν συνέχιζε αυτό τον δρόμο, να φτιάξει ένα ευρύτερο σώμα, που θα όριζε μια περιοχή της σύγχρονης ποίησής μας.
Δεν το κάνει. Ο λόγος; Ο Τζανετάκης είναι ποιητικά ευφυής. Γνωρίζει, πως αυτή η ποιητική περιοχή, που εν δυνάμει θα μπορούσε να φτιάξει, έχει ήδη κατοικηθεί, και μάλιστα σε εκτάσεις αδιανόητες, από την ποίηση του Ηλία Λάγιου. Θα ήταν μάταιη μια επανάληψη/αναμέτρηση (όπως ακριβώς κάνει ο Γιώργος Κοροπούλης, σπαταλώντας το ταλέντο του).
Άρα, λοιπόν; Θα έπρεπε να θεωρήσει τη Θαμπή πατίνα ως μια στιγμή του έργου του, και να «στρίψει διά του αρραβώνος», οδεύοντας σε πιο σίγουρα και πεπατημένα μονοπάτια της «ποιητικής κοινής»; Άλλωστε, αυτό το έχουν κάνει, και συνεχίζουν, απερίσκεπτα, να το πράττουν,  αρκετοί άλλοι, ομήλικοί του, αλλά και νεότεροι, που κάποια στιγμή κάτι έκαναν. Ο Τζανετάκης δεν απωθεί τον Λάγιο, αλλά τον προϋποθέτει.
Η ποιητική ευφυία του έγκειται στο ότι επιλέγει να κρατήσει όλα τα κατακτημένα χαρακτηριστικά του προηγούμενου βιβλίου του, όχι ανοιγόμενος σε μεγαλύτερες εκτάσεις αλλά επικεντρώνοντας, πηγαίνοντας κατευθείαν στην πηγή τους, ήτοι στον χαμηλόφωνο Διονύσιο Σολωμό, όπου όλα αυτά υπάρχουν και ορίζουν την πιο ισχυρή διαδρομή του νεοελληνικού ποιητικού λόγου.
Για παράδειγμα, οι ομοιοκαταληξίες του δεν προτάσσονται, δεν μπαίνουν σε σημαίνουσα θέση, αλλά είναι διάσπαρτες, ακανόνιστες, σχεδόν υπαινικτικές. Είναι αυτές όμως που συνέχουν το ποίημα, γιατί, αλλιώς, η θεματική και το ύφος του, σολωμικών απηχήσεων, θα ήσαν έκθετα στη θεματογραφία. Αντίθετα, ο Τζανετάκης συνομιλεί με το σύνολο του σολωμικού ύφους, αλλά το κάνει ως σύγχρονος ποιητής, προσερχόμενος στον ιδρυτικό πρόγονο εκ του ποιητικού ιστορικού παρόντος, και άρα χωρίς νοσταλγίες, μιμήσεις και άγονες αντιδικίες∙ προσέρχεται με φυσικότητα, ποιητική εντιμότητα και σιγουριά, στοιχεία που τα εισπράττει εν τέλει το ποίημα, ως χαρακτηριστικά και επιτεύξεις του.
 
Τι κάλλος Παντοδύναμε
 
μα εγώ μπροστά του άλαλος
−άρωμα που ξεθύμανε−
 
πια δεν μπορώ δεν δύναμαι
 
Η «Αγνώριστη», η «Ξανθούλα» και οι πιο εκτεταμένες σολωμικές ωδές εγκλιματίζονται σε συμφραζόμενα συχνά επαρχιακά, του μεσσηνιακού γενέθλιου τόπου του ποιητή, χωρίς φυσικά το βαρύ ρομαντικό φορτίο τους (να μια άλλη, μάταιη αναμέτρηση που καιροφυλακτεί, και βουλιάζει δυο τρεις απ’ τους ελάχιστους εγγράμματους σύγχρονους ποιητές), ούτε όμως και σαν αραιωμένη εσάνς, απ’ την οποία θα προέκυπτε απλώς μια καρικατούρα (όπως συνέβη με κάποιους/ες, και πάλι ελάχιστους, του ’70). Ο Τζανετάκης καταφέρνει να εκφράσει το δικό του βίωμα του κόσμου, πλησιάζοντας και συνεχώς απομακρυνόμενος από το βίωμα του Σολωμού: αυτή η ταλάντωση είναι που παράγει την ποιητικότητα, αυτή είναι που ταυτόχρονα τον σώζει, στο παιχνίδι του με τη φωτιά.
Όλα αυτά ισχύουν απολύτως για το πρώτο και εκτενέστερο μέρος της συλλογής, «Με πάνω τους το χνούδι», ενώ υποχωρούν κάπως στο δεύτερο, «Άδεια ακρογιαλιά», γιατί ο Τζανετάκης μετατοπίζεται, προκειμένου να αναδείξει και τη σολωμική συνέχεια στον μεσοπολεμικό λυρισμό, κατά προτίμηση στον Κ. Γ. Καρυωτάκη:
 
ίσκιος στον ίσκιο
κύμα που έχει χάσει τον αφρό
 
Στο τρίτο όμως μέρος, «Δίχως εσένα», αποτελούμενο από έξι μόλις ποιήματα, ο Τζανετάκης επαναστρέφει στον Σολωμό, και μάλιστα στις επιγραμματικές του στιγμές, μην κρύβοντας ότι αυτή η ενότητα αναφέρεται στον θάνατο της αδελφής του:
 
δεν ήταν γλυκοχάραμα
− και πια ποτέ δεν θα ’ναι 
 
Αυτά τα επιγραμματικά ποιήματα, αν και όχι τα πιο ισχυρά του βιβλίου, ήταν νομίζω τα πιο δύσκολα να γραφούν, χωρίς να καούν στα σολωμικά συμφραζόμενα. Κι εδώ τον σώζει η ταλάντωση που περιέγραψα. Κι έτσι, εν συνόλω, δεν έχουμε να κάνουμε με σολωμικές «απηχήσεις», που θα ήταν φιλολογισμός, αλλά για «παρηχήσεις», στοιχεία μιας ποιητικής του Τζανετάκη, με τον σύγχρονο ποιητή να πατάει στα δικά του πόδια: εννοηματώνει, τόσο ως προς τις ιδέες όσο και ως προς την ποιητικότητα, μια ολόκληρη σειρά από στιγμές «προσωπικές», εκθέτοντας έτσι ανεπανόρθωτα, και θαμπώνοντας, την φλυαρία της ποίησης «προσωπικών στιγμιοτύπων», έστω κι αν μέσα από αυτήν βγήκε κάποτε κι ο Τζανετάκης, όμως πια έχει εξέλθει οριστικά από τη μιζέρια της.
Ποιος είπε ότι δεν γράφεται σύγχρονη ποίηση, που αντέχει αυτόν τον χαρακτηρισμό; Και, πώς αλλιώς μπορεί να γραφεί, αν δεν προϋποθέτει, με όποιο τρόπο αλλά πάντως συγκεκριμένα, την τομή στη διαδρομή του ποιητικού λόγου που συνιστά η ποίηση του Ηλία Λάγιου; Το βιβλίο του Γιάννη Τζανετάκη είναι υπόδειγμα προς μελέτη, κυρίως για τους πολυπληθείς νεότερους, επίδοξους ποιητές, καθώς και για τις αυτοσχέδιες «κριτικές» τους.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: