ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΚΑΚΟΥΡΙΩΤΗ
Π. ΒΟΓΛΗΣ, Ι.
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Τ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Μ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ (επιμ.), Δεκέμβρης 1944: Το παρελθόν και οι χρήσεις του, Αλεξάνδρεια, Αθήνα
2017, σελ. 312
Αποτελεί, μάλλον, ένα ιστοριογραφικό
παράδοξο το γεγονός ότι τα «Δεκεμβριανά», η ένοπλη εμφύλια σύγκρουση στους
δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας τον Δεκέμβρη του 1944, κατέχουν συγκριτικά
μικρό μέρος τής, κατά τα λοιπά, ογκωδέστατης επιστημονικής βιβλιογραφίας για τη
δεκαετία του 1940, τόσο της παλαιότερης όσο και της πρόσφατης και κατά πολύ
πλουσιότερης.
Είναι παράδοξο, αφενός, γιατί η
σύγκρουση αυτή άφησε πολύ έντονο το αποτύπωμά της στο σώμα της ίδιας της πόλης
–μια περιδιάβαση σε γειτονιές όπως τα Εξάρχεια ή η Καισαριανή, π.χ., με το
βλέμμα στραμμένο στους τοίχους των παλιών τους κτιρίων, βεβαιώνει του λόγου το
αληθές– αλλά και στη μνήμη της. Για τον αστικό κόσμο της πόλης, εμφύλια
τραυματική μνήμη αποτελεί η μάχη της Αθήνας, όχι εκείνη του Γράμμου: τα βουνά
του εμφυλίου πολέμου ήταν μακριά· κοινωνικά, το ίδιο μακριά ήταν και οι
αντιμαχόμενοι, που προέρχονταν κατά κύριο λόγο από αγροτικά και λαϊκά στρώματα.
Αφετέρου, κατά τη διάρκεια της
μετεμφυλιακής περιόδου, η μνήμη που θα ανασύρεται στον δημόσιο λόγο
προκειμένου, εργαλειοποιημένη, να χρησιμεύσει ως «φόβητρο» είτε στον αντιαριστερό
λόγο των αστικών κομμάτων είτε στις αντιπαραθέσεις μεταξύ Κέντρου και Δεξιάς θα
είναι εκείνη των Δεκεμβριανών –και τα ετήσια μνημόσυνα στου Μακρυγιάννη θα
αποτελέσουν την κατεξοχήν αθηναϊκή τελετή μνημόνευσης των «μαρτύρων» και των
«ηρώων» της αστικής παράταξης.
Γιατί, λοιπόν, τα Δεκεμβριανά αποτέλεσαν
μια «μαύρη τρύπα» της ιστοριογραφίας, όπως τη χαρακτήριζε ο Άγγελος Ελεφάντης; Πιθανόν
γιατί μονάχα πολύ πρόσφατα άρχισαν να μελετώνται σαν αυτόνομο ιστορικό γεγονός
και όχι, όπως έγραφε ο ίδιος, σαν «ουρά της αντίστασης» ή σαν «πρελούδιο του
εμφυλίου».
Οι δύο αυτές ερμηνευτικές γραμμές, που
υιοθέτησαν οι αντίπαλες παρατάξεις, επικαθορίστηκαν από τη γνώση όσων
ακολούθησαν, στερώντας από τη σύγκρουση του Δεκεμβρίου την αυτονομία της και
μετατρέποντάς την είτε στον δεύτερο εκ των «τριών γύρων», σύμφωνα με το σχήμα που
διαμόρφωσε η αντικομμουνιστική παράταξη, είτε σε τμήμα της «αντίστασης του
ελληνικού λαού», ενάντια στους συνεργάτες των Γερμανών και τους Βρετανούς
προστάτες τους, όπως την θεώρησε η Αριστερά.
Στο πλαίσιο του ανανεωμένου
ενδιαφέροντος για τα Δεκεμβριανά που πυροδότησε η επέτειος των 70 χρόνων, η
κυκλοφορία αρκετών μονογραφιών, αλλά και η διεξαγωγή επιστημονικών συνεδρίων,
μεταξύ των οποίων και εκείνο των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (απ’
όπου οι ανακοινώσεις που περιλαμβάνει ο ανά χείρας τόμος), η οπτική σήμερα
φαίνεται να μετακινείται από τη «λαθολογία» που κυριάρχησε στις αφηγήσεις της Αριστεράς,
αλλά και την «από τα πάνω» προσέγγιση της διπλωματικής και πολιτικής ιστορίας
της δεκαετίας του 1980.
Στις συμβολές τους, οι συγγραφείς του
τόμου επιχειρούν να προσεγγίσουν το ερώτημα τι
ήταν τα Δεκεμβριανά και πώς εκτυλίχθηκαν,
αφήνοντας πίσω άγονα, ιστορικά, ερωτήματα όπως «γιατί έγιναν» ή «ποιος φταίει»
γι’ αυτά.
Θέτοντας τέτοιου είδους ερωτήματα, είναι
σε θέση να προσεγγίσουν καλύτερα τα πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα που
πρωταγωνίστησαν στις συγκρούσεις, τις κοινωνικές και ταξικές αντιπαλότητες που
εκφράστηκαν μέσα από αυτές, αλλά και τον ίδιο τον τρόπο και τους μηχανισμούς
έκφρασής τους, δηλαδή τις μάχες και τις μορφές οργάνωσης των εμπλεκομένων σε
αυτές.
Στα κείμενά τους οι συγγραφείς του τόμου
επιχειρούν να ανασυστήσουν τις εξελίξεις μέσα από τον τρόπο που τις
αντιλαμβάνονταν τότε οι πρωταγωνιστές τους, αλλά και τις πολιτικές και
ιδεολογικές χρήσεις της σύγκρουσης στη διαμόρφωση των κατοπινών συλλογικών και
παραταξιακών μνημών.
Έτσι, διερευνώνται θέματα όπως η κοινωνική
γεωγραφία της πόλης και η επίδρασή της στην εξέλιξη των στρατιωτικών
επιχειρήσεων ή πτυχές των πολιτικών μηχανισμών που έδρασαν κατά τη διάρκεια των
συγκρούσεων («Χ», Ειδική Ασφάλεια, ΟΠΛΑ και ενδοαριστερή βία). Από τον
προβληματισμό των συγγραφέων δεν λείπουν και περισσότερο «παραδοσιακές»
θεματικές, όπως οι διεθνείς ή οι τοπικές διαστάσεις των μαχών στην Αθήνα, καθώς
και ζητήματα που για χρόνια η Αριστερά απωθούσε, όπως αυτό των ομήρων, αλλά και
των αιχμαλώτων των Βρετανών στην Ελ Ντάμπα. Τέλος, ο τόμος ολοκληρώνεται με
κείμενα που εξετάζουν τη νοηματοδότηση και την πολιτική χρήση των Δεκεμβριανών
μετά το τέλος του Εμφυλίου, όπως στην περίοδο της χούντας ή κατά τη δεκαετία
του 1980.
Μέσα από τις δώδεκα συμβολές στον
συλλογικό αυτό τόμο, οι συγγραφείς τους, παλαιότεροι και νεότεροι ιστορικοί,
επιχειρούν να οριοθετήσουν μια σειρά ερευνητικά ζητούμενα, που θα επιτρέψουν τη
συγκρότηση μιας πολυπρισματικής αλλά συνεκτικής αφήγησης για την επαναστατική
σύγκρουση του Δεκέμβρη του 1944, η οποία θα μπορέσει να προσφέρει στη σύγχρονη
ιστοριογραφία μια «από τα κάτω» ματιά στην κρισιμότερη, ίσως, «στιγμή» της
δεκαετίας του 1940...
Μάρω Φασουλή, Unknown Relatives, 2017, ρολά αρχιτεκτονικών σχεδίων, θήκες και σκοινί, 120 x 62 x 220 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου